Τρεις δεκαετίες συγκρούσεων, εθνοκάθαρσης και συνοριακών διαφορών έχουν τελειώσει για την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν, καθώς το 2024 θα είναι μια σημαντική χρονιά για τις σχέσεις της Αρμενίας τόσο με τους Τούρκους όσο και με τους γείτονές της από το Αζερμπαϊτζάν. Έχει περάσει πολύς καιρός.
Από το 1988 έως το 1992, η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν ενεπλάκησαν στην πιο αιματηρή σύγκρουση μεταξύ των δεκαπέντε σοβιετικών δημοκρατιών. Η Αρμενία, με τη σοβιετική και τη ρωσική στρατιωτική βοήθεια, νίκησε το Αζερμπαϊτζάν και κατέλαβε το ένα πέμπτο του εδάφους του. Οι Αρμένιοι εθνικιστές δήλωσαν ότι αυτή η περιοχή θα “επανενωθεί” στο διηνεκές, στο όνειρό τους για μια μεγαλύτερη Αρμενία (Μiatsum, ήτοι η ιδέα για ένωση όλων των αρμενικών πληθυσμών της περιοχής που περικλείει το Αζερμπαϊτζάν).
Τρεις δεκαετίες ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών, μεσολάβησης της Ομάδας Μινσκ του ΟΑΣΕ και εμπλοκής των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Ρωσίας δεν κατάφεραν να επιτύχουν καμία αλλαγή σε αυτή την κατάσταση και την πρόοδο προς την ειρήνη. Αυτή η παγωμένη σύγκρουση ξεπαγώθηκε μόνο το 2020, όταν το Αζερμπαϊτζάν κέρδισε έναν πόλεμο 44 ημερών και ανέλαβε το μεγαλύτερο μέρος των κατεχόμενων εδαφών του.
Πέρυσι, το Αζερμπαϊτζάν ολοκλήρωσε τη διαδικασία ανάκτησης του εδάφους του όταν αφαίρεσε τον έλεγχο των Αρμενίων στο Καραμπάχ σε έναν μονοήμερο πόλεμο.
Αυτοί οι δύο σύντομοι πόλεμοι γύρισαν την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν στα κοινά σύνορα που υπήρχαν εντός της Σοβιετικής Ένωσης από το 1922-1988· αυτό είναι μέχρι την έναρξη του Πρώτου Πολέμου του Καραμπάχ. Με την υπογραφή μιας συνθήκης ειρήνης, αυτό το πρώην σοβιετικό σύνορο θα γίνει το διεθνές σύνορο μεταξύ δύο ανεξάρτητων κρατών. Η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν θα υιοθετήσουν τότε πλήρεις διπλωματικές σχέσεις.
Δυστυχώς, η σύγκρουση στη Γεωργία παραμένει παγωμένη. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στη Γεωργία το καλοκαίρι του 2008, το Κρεμλίνο αναγνώρισε τη λεγόμενη “ανεξαρτησία” της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας. Η εισβολή της Ρωσίας και η κατάφωρη παραβίαση της γεωργιανής κυριαρχίας έγινε από τον Πρόεδρο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, τον οποίο οι δυτικές κυβερνήσεις κακώς ονόμασαν “φιλελεύθερο”.
Ο Μεντβέντεφ δεν ήταν ποτέ φιλελεύθερος. Ως αναπληρωτής επικεφαλής του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας, είναι ένας από τους πιο επιθετικούς Ρώσους ηγέτες στις σκληρές απαιτήσεις του για επιθετική στρατιωτική δράση στον πόλεμο του Κρεμλίνου κατά της Ουκρανίας και χρήση πυρηνικών όπλων κατά των δυτικών χωρών και του ΝΑΤΟ.
Τερματισμός στις “ειρηνευτικές” αποστολές της Ρωσίας
Η Τουρκία έκλεισε τα σύνορά της με την Αρμενία το 1992 στο τέλος του Πρώτου Πολέμου του Καραμπάχ. Την τελευταία δεκαετία διεξάγονται διαπραγματεύσεις για αυτό που αποκαλείται “ομαλοποίηση” των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας. Αλλά αυτοί θα μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα έχουν μια σημαντική πρόοδο μόνο μετά την υπογραφή συνθήκης ειρήνης μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας. Το άνοιγμα των συνόρων μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας θα ακολουθούσε η σύναψη πλήρους διπλωματικών σχέσεων.
Όπως έγραψε το Brookings Institution, think tank στην Ουασινγκτον, “Για την Τουρκία και την Αρμενία, η ομαλοποίηση και η συμφιλίωση μπορούν να θεωρηθούν ως οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος”. Η συμφιλίωση αναφέρεται κυρίως στη γενοκτονία των Αρμενίων που διαπράχθηκε οκτώ χρόνια πριν από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού έθνους-κράτους. Η άνοδος στην εξουσία του Νικόλ Πασινιάν στη λαϊκή Αρμενική επανάσταση του 2018 αφαίρεσε τη φιλορωσική “φυλή του Καραμπάχ” και έκανε πιο πιθανή την εξομάλυνση και τη συμφιλίωση με την Τουρκία.
Το επόμενο έτος, το 2025, θα είναι το τελευταίο έτος της λεγόμενης “ειρηνευτικής” παρουσίας της Ρωσίας στην περιοχή του Καραμπάχ. Από τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991, η Ρωσία χρησιμοποίησε τις “ειρηνευτικές” δυνάμεις της για να διατηρήσει μια μόνιμη σφαίρα επιρροής στην Ευρασία. Το Κρεμλίνο κατασκεύασε παγωμένες συγκρούσεις (με τον όρο εννοείται μια σύγκρουση στην οποία δεν υπάρχει μεν ένοπλος αγώνας, αλλά δεν έχει επέλθει κάποια ειρήνη ή διευθέτηση) στη Μολδαβία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν και δεν είχε ποτέ συμφέρον να τις επιλύσει γιατί τότε θα χρειαζόταν περισσότερους Ρώσους “ειρηνευτές”.
Η Ρωσία, η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν υπέγραψαν συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στο τέλος του Δεύτερου Πολέμου του Καραμπάχ, τον Νοέμβριο του 2020, η οποία εισήγαγε Ρώσους “ειρηνευτές” για μια πενταετία. Οι λεγόμενοι “ειρηνευτές” της Ρωσίας επικρίθηκαν τόσο από το Ερεβάν όσο και από το Μπακού για την παθητικότητα τους και έγιναν περιττοί μετά την απελευθέρωση του Καραμπάχ από το Αζερμπαϊτζάν. Τον Νοέμβριο του επόμενου έτους, το Αζερμπαϊτζάν και η Αρμενία δεν θα ανανεώσουν την πενταετή εντολή και οι Ρώσοι “ειρηνευτές” θα αναγκαστούν να αποσυρθούν, το πρώτο παράδειγμα ρωσικής αποχώρησης στην Ευρασία.
Τα οφέλη της ειρήνης
Μια νέα εποχή ειρηνικών σχέσεων με τους μεγαλύτερους γείτονες της Αρμενίας, το Αζερμπαϊτζάν και την Τουρκία, θα φέρει σημαντικά οφέλη. Η ειρήνη θα παράσχει στην Αρμενία την ικανότητα να ελίσσεται από μια φιλορωσική σε μια πιο ισορροπημένη, πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας. Οι αυξημένοι εμπορικοί και ενεργειακοί δεσμοί με τους γείτονές της θα βελτιώσουν σημαντικά τις οικονομικές προοπτικές της Αρμενίας και θα ενθαρρύνουν πολλούς από τους πάνω από δύο εκατομμύρια μετανάστες στη Ρωσία να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Μια σημαντική πρόοδος στην ειρήνη στον Νότιο Καύκασο, σε συνδυασμό με μια πιθανή ρωσική στρατιωτική ήττα στην Ουκρανία, θα παρείχε στον φιλοδυτικό Πασινιάν τη δυνατότητα να επαναπροσανατολίσει την Αρμενία μακριά από τη Ρωσία και την Ευρασία, προς στην Ευρώπη.
Η Αρμενία θα μπορούσε να ξεκινήσει τη διαδικασία της “Armexit” της ένταξής της από την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση και να επανενταχθεί στην πορεία, που χάραξε πριν από μια δεκαετία, για την υπογραφή Συμφωνίας Σύνδεσης με την ΕΕ. Στη συνέχεια, η Αρμενία θα μπορούσε να ενταχθεί στο ίδιο γκρουπ με την Ουκρανία, τη Γεωργία και τη Μολδαβία ως υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ.
Οι ειρηνικές σχέσεις μεταξύ της Αρμενίας, του Αζερμπαϊτζάν και της Τουρκίας είναι καλές για τα στρατηγικά συμφέροντα της Δύσης, την ΕΕ και τις ΗΠΑ, και κακές για τη Ρωσία και το Ιράν που έχουν προωθήσει την αστάθεια. Η ειρήνη στον Νότιο Καύκασο βρίσκεται σε έντονη αντίθεση με την αυξανόμενη πυρκαγιά στη Μέση Ανατολή.