Οι παλαιότεροι θυμούνται ίσως τις περίφημες «Σπουδές δι’ αλληλογραφίας» και τις διαφημίσεις που υπόσχονταν υψηλό επίπεδο σπουδών, παρότι στην πράξη τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά και συνήθως απλώς βοηθούσαν στο να μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι έχει κάνει και κάποιου τύπου σπουδές.
Το θυμήθηκα αυτό παρατηρώντας τη συζήτηση για τις ευρωεκλογές και τα εθνικά δημοψηφίσματα, όχι όμως για τις εθνικές εκλογές, καθώς η σχετική εκπρόθεσμη -και αιφνιδιαστική- τροπολογία δεν συγκέντρωσε τις απαραίτητες 200 ψήφους.
Θυμίζω ότι στην επιστολική ψήφο φτάσαμε ύστερα από την καθιέρωση για πρώτη φόρα της ψήφου των αποδήμων, καθώς φάνηκε ότι μόνο η δυνατότητα ψήφου στα ειδικά εκλογικά τμήματα στο εξωτερικό δεν μπορούσε να καλύψει τη σχετική ανάγκη.
Οπότε επανήλθε το ζήτημα της επιστολικής ψήφου για όσους ψηφοφόρους βρίσκονται «εκτός της επικράτειας».
Εξ ου και το νομοσχέδιο που κατατέθηκε και ψηφίστηκε στη Βουλή, που στην πράξη όμως αποδείχθηκε ότι ο στόχος ήταν η καθιέρωση της επιστολικής ψήφου και εντός της χώρας.
Πλέον κατέστη φανερό και σαφές ότι στη κυβερνητική μεθόδευση και τη σχετική συζήτηση συγχέονται -σκοπίμως- δύο πράγματα.
Το ένα είναι αυτό που όντως αφορά τη διευκόλυνση όσων βρίσκονται στο εξωτερικό γιατί διαμένουν μόνιμα εκεί και όσους εντός της χώρας έχουν μία πραγματική αντικειμενική δυσκολία να μετακινηθούν για να ψηφίσουν.
Το άλλο είναι αυτό που θεωρεί ότι η επιστολική ψήφος, ως πιο βολική υποτίθεται, θα είναι ένας τρόπος να ψηφίσουν αυτοί που διαφορετικά θα ήταν πιο απρόθυμοι να κάνουν τον κόπο να στηθούν στην ουρά του εκλογικού τμήματος ή να «σπαταλήσουν» μια Κυριακή για αυτόν τον σκοπό. Ενας τρόπος να μειωθεί η αποχή, που ξεμπροστιάζει την σημερινή ένδεια της πολιτικής, που αδυνατεί να πείσει και κυρίως να εμπνεύσει, αλλά και τον ωχαδερφισμό σημαντικού μέρους της κοινωνίας.
Κατανοώ απόλυτα το πρώτο, ως αναγκαιότητα, δηλαδή την ανάγκη να καθιερωθεί η επιστολική ψήφος γιατί διαφορετικά άνθρωποι που θέλουν να ψηφίσουν, αλλά δεν μπορούν, στερούνται ενός θεμελιώδους δικαιώματος. Αυτό είναι κάτι το αναγκαίο, μαζί με κάθε άλλη διευκόλυνση για να μπορούν οι άνθρωποι να ασκήσουν το εκλογικό δικαίωμα, από τις εκλογικές άδειες έως τη διευκόλυνση της μεταφοράς των εκλογικών δικαιωμάτων ύστερα από μετακόμιση.
Με το δεύτερο, όμως, που αποτελεί μάλλον και κυβερνητική επιδίωξη, έχω πρόβλημα για μια σειρά από λόγους.
Δεν αναφέρομαι τόσο στα υπαρκτά και βάσιμα ερωτήματα επηρεασμού και χειραγώγησης μιας διαδικασίας που δεν θα γίνεται πια στην απομόνωση και σχετική ελευθερία του παραβάν. Ούτε καν μόνο σε διάφορα προβλήματα εγκυρότητας που έχουν επισημανθεί ή στα πρακτικά θέματα του τι θα γίνεται εάν κανείς αλλάξει διεύθυνση, χαθεί ο φάκελος κλπ.
Κυρίως αναφέρομαι στην αντίληψη που τείνει να διαμορφωθεί για τη δημοκρατία.
Δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε την κορυφαία δημοκρατική διαδικασία ως κάτι που χρειάζεται να το κάνουμε όσο πιο άκοπο γίνεται μπας και πείσουμε κάποιον να ψηφίσει, σαν να προσπαθούμε να τον διευκολύνουμε να αγοράσει ένα προϊόν που ο ίδιος νιώθει ότι δεν το χρειάζεται και επί της ουσίας δεν τον αφορά γιατί δεν επηρεάζει τη ζωή του.
Ούτε μπορούμε να θεωρούμε ότι οι εκλογές είναι κάτι σαν τις αξιολογήσεις που κάνουμε στα take away και στα ξενοδοχεία για την εξυπηρέτηση, ή μια απλή έκφραση συμφωνίας, σαν τις καρδούλες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ούτε μπορούμε να φανταστούμε, χωρίς να μιλάμε για δυστοπία, μια δημοκρατία όπου όλα γίνονται εξατομικευμένα και εξ αποστάσεως, χωρίς ώσμωση και αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους, χωρίς συζήτηση και επιχειρηματολογία, απλώς και μόνο στη βάση των διαφημιστικών εκστρατειών των κομμάτων.
Η δημοκρατία δεν είναι μια απλή διαδικαστική επιλογή. Δεν είναι καν απλώς ένα πολίτευμα και ένα συνταγματικό πλαίσιο. Η δημοκρατία οφείλει να είναι μια συνθήκη ενεργοποίησης και δραστηριοποίησης. Απαιτεί πολίτες που θα ενημερώνονται, θα παρακολουθούν και θα συζητούν για τις πολιτικές εξελίξεις, θα κρίνουν, θα διεκδικούν, θα συμμετέχουν σε κινητοποιήσεις, και βεβαίως μια φορά στα τέσσερα χρόνια θα πάνε να ψηφίσουν τον κομματικό σχηματισμό που προτιμούν και κρίνουν ότι έστω σε ένα βαθμό μπορεί να εκπροσωπήσει το όραμά τους για την κοινωνία. Η δημοκρατία δεν μπορεί να είναι ούτε του καναπέ, ούτε του πληκτρολογίου. Αλλιώς δεν μιλάμε για δημοκρατία και πολίτες, αλλά για διαχείριση και υπηκόους.
Εκτός και εάν όντως αυτό θέλουν όσοι προωθούν την επιστολική ψήφο: μια δημοκρατία ανάπηρη, με πολίτες που θα είναι αδιάφοροι για τα πολιτικά πράγματα και απλώς θα στέλνουν επιστολικά τη συναίνεσή τους σε πολιτικές που δεν τους εκπροσωπούν και στην πραγματικότητα απλώς υπονομεύουν το παρόν και το μέλλον τους, αλλά δεν θα είναι σε θέση να το συνειδητοποιήσουν.
Η κυβέρνηση μπορεί να θεωρεί ότι αυτό τη βολεύει, όμως εγώ θυμάμαι εκείνο το παλιό σύνθημα του Πολυτεχνείου: «οι φοιτητές δεν βολεύονται, βουλεύονται». Σύνθημα που μπορεί κανείς να το γενικεύσει: «Δημοκρατία σημαίνει ο λαός να μη βολεύεται, αλλά να βουλεύεται».
Και όπως και να το δει κανείς, δημοκρατία δι’ αλληλογραφίας δεν μπορεί να υπάρξει.
Λ.Χ