Δεκαετίες δύσκολων διαπραγματεύσεων δημιούργησαν μια πυκνή δομή συνθηκών, συμφωνιών και μερικών μονομερών κινήσεων που αφορούσαν επιθετικά και αμυντικά πυρηνικά όπλα μικρού, μέσου και μεγάλου βεληνεκούς, με διατάξεις για δοκιμές, επιθεωρήσεις και ένα καθεστώς υπερπτήσεων για αμοιβαία παρακολούθηση. Συχνά, οι δύο πλευρές παραχωρούσαν συστήματα που δεν ήθελαν πλέον. Συχνά, η γλώσσα των συμφωνιών αποτέλεσε τη βάση για μελλοντική αντιπαράθεση. Από την πλευρά των ΗΠΑ, το πολιτικό κόστος για την εξασφάλιση της επικύρωσης των συνθηκών από τη Γερουσία μπορούσε να είναι εξαιρετικά υψηλό.
Αλλά παρά τα ελλείμματά της, η στρατηγική ελέγχου όπλων μείωσε τον συνολικό αριθμό των πυρηνικών όπλων που κατείχαν οι δύο χώρες από 60.000 σε περίπου 11.000 σήμερα. (Ο ακριβής αριθμός είναι απόρρητος.)
Με τις εντάσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων να είναι στο υψηλότερο σημείο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, αρχίζει μια νέα πυρηνική κούρσα. Αυτή θα είναι πολύ πιο επικίνδυνη από την πρώτη. Θα είναι μια τριμερής κούρσα -πλέον και με την Κίνα- και έτσι θα πολύ πιο ασταθής από την προηγούμενη. Επιπλέον, θα ενισχυθεί από την εμφάνιση των κυβερνοόπλων, της τεχνητής νοημοσύνης, της πιθανής στρατιωτικοποίησης του διαστήματος, την ικανότητα εντοπισμού υποβρυχίων σε μεγάλα βάθη και άλλες τεχνολογικές εξελίξεις.
Για να κατανοήσουμε τον κίνδυνο που αυτό συνεπάγεται, είναι απαραίτητο να ρίξουμε μια ματιά στις περίεργες δυναμικές μιας πυρηνικής κούρσας και να δούμε την παραφροσύνη που οδηγεί έξυπνους ανθρώπους στο να καταλήγουν σε εξτρεμιστικές ενέργειες. Από το 1950 μέχρι το 1965, το αμερικανικό οπλοστάσιο αυξήθηκε από τα πρώτα του όπλα σε πάνω από 30.000, περίπου πέντε φορές περισσότερα από όσα είχε η Σοβιετική Ένωση εκείνη την εποχή. Η Βίβλος του τότε και του σήμερα ήταν το «Ενιαίο Επιχειρησιακό Σχέδιο» (Siop) – το σχέδιο διακλαδικής στρατηγικής για τον πυρηνικό πόλεμο. Το Siop καθόριζε τους στόχους που έπρεπε να χτυπηθούν και βασιζόταν σε ένα απαιτούμενο επίπεδο εμπιστοσύνης για την καταστροφή του κάθε στόχου.
Όπως αναφέρει ο Φρεντ Κάπλαν στην εξαιρετική του ιστορία στο βιβλίο «Η Βόμβα», ο πρόεδρος Ντουάιτ Ντ. Αϊζενχάουερ έκανε μία από τις πρώτες απόπειρες ελέγχου του πυρηνικού σχεδιασμού που γινόταν στο όνομά του.
Τον Νοέμβριο του 1960, έστειλε τον επιστημονικό του σύμβουλο, Γεώργιο Κιστιακόφσκι, συνοδευόμενο από έναν ακόμη ειδικό στα όπλα, τον Τζορτζ Ράθτζενς, στην έδρα της Στρατηγικής Αεροπορίας (SAC) στην Όμαχα της Νεμπράσκα, για μια ενημέρωση. Ο Ράθτζενς πήγε στη συνάντηση προετοιμασμένος αναφέροντας το όνομα μιας σοβιετικής πόλης, παρόμοιας με τη Χιροσίμα σε μέγεθος και βιομηχανική ικανότητα, και ρώτησε τι όπλα είχε σχεδιάσει το Siop για αυτή. Η απάντηση ήταν μία βόμβα 4,5 μεγατόνων, ακολουθούμενη από τρεις βόμβες 1,1 μεγατόνων, ένα τρελό σύνολο που ξεπερνούσε 500 φορές την ισχύ της βόμβας των 15 κιλοτόνων που έπεσε στη Χιροσίμα.
Όταν ρωτήθηκε πόσοι Ρώσοι, Κινέζοι και ανατολικοευρωπαίοι θα πέθαιναν στην επίθεση που προέβλεπε το πρώτο Siop, η απάντηση από το SAC ήταν 275 εκατομμύρια, υπολογίζοντας μόνο τους θανάτους από την έκρηξη, χωρίς να περιλαμβάνονται εκείνοι από τη θερμότητα, τη φωτιά, τον καπνό και τη ραδιενεργό ακτινοβολία, καθώς αυτά δεν μπορούσαν να υπολογιστούν με ακρίβεια. Οι πραγματικές απώλειες, επομένως, θα ήταν πολύ μεγαλύτερες. Ο πληθυσμός της περιοχής την εποχή εκείνη ήταν 1,03 δισεκατομμύρια. Παρά το γεγονός ότι αυτή η πραγματικότητα ήταν απίστευτη, ο φόβος για τη Σοβιετική Ένωση, η επιρροή του SAC στο στρατιωτικό κατεστημένο και η πολιτική δυναμική στην Ουάσιγκτον ήταν τόσο μεγάλες, που ο πρόεδρος και το Πεντάγωνο έγραφαν τότε οδηγίες τις οποίες το SAC μετέτρεπε σε τρομακτικά σχέδια.
Αργότερα, μετά από αρκετές φάσεις περικοπών, ο αριθμός των όπλων μειώθηκε σημαντικά, αλλά το επίπεδο της υπεροπλίας στο Siop παρέμενε παράξενα παράλογο. Επίσης, έγιναν από τότε πολυάριθμες συζητήσεις για το πόσο ισχυρό είναι το στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι της Σοβιετικής Ένωσης και ποιο ήταν το όριο της ισχύος αυτού του πλεονεκτήματος.