Κάπου στην κεντρική Ευρώπη , οι Ρωμαίοι έχτισαν ένα στρατόπεδο, που ονόμασαν Lousanna ή Lausonium. Με την παρόδο των ετών προέκυψε μιά παράπλευρη πόλη που κυβερνήθηκε από τους δούκες της Σαβοΐας και τον τοπικό επίσκοπο. Η πόλη αυτή, Lausanne πλέον ονομαζόμενη, στο διάστημα 1536 – 1795 περιήλθε στην κυριαρχία του καντονιού της Βέρνης, ενώ της αφαιρέθηκαν οι πολιτιστικοί θησαυροί της.
Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, η θέση της πόλης άλλαξε και πάλι. Το έτος 1803, έγινε πρωτεύουσα του νέου διαμορφωμένου Ελβετικού καντονίου του Vaud /Βω , προσχωρώντας στην Ελβετική ομοσπονδία.
Η σημερινή Lausanne /Λωζάνη, ανήκει στο Γαλλόφωνο (δυτικό) μέρος της Ελβετίας, που βρίσκεται στις ακτές της Lac Leman ή Lac de Geneve / λίμνης της Γενεύης.
Τα όσα εν συντομία θα περιγραφούν παρακάτω, αναφορικά με τη Συνθήκη της Λωζάνης / Traité de Lausanne / Treaty of Lausanne / Lozan Antlaşması , σχετίζονται με μία προηγούμενη Συνθήκη και ιστορικά γεγονότα, που έστω και ακροθιγώς, πρέπει ν’ αναφερθούν.
Στη Γαλλική πόλη Sèvres / Σέβρ(ων), στις 28 Ιουλίου ( παλαιό ημερολόγιο ) ή 10 Αυγούστου ( νέο ημερολόγιο ) του 1920 υπεγράφη, η Συνθήκη των Σεβρών , μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που έγινε αποδεκτή από τον Σουλτάνο VI. Mehmed Vahideddin / Μεχμέτ ΣΤ΄ και τις Συμμαχικές και σχετιζόμενες Δυνάμεις μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ( Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία (πρωταρχικοί σύμμαχοι), Αρμενία, Βέλγιο, Ελλάδα, Χετζάζ, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία και Τσεχοσλοβακία ).
Η συνθήκη αυτή, απορρίφθηκε από το ανεξάρτητο κίνημα των Νεότουρκων, που υπό την ηγεσία του Mustafa Kemal Atatürk / Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, χρησιμοποίησε τη διένεξη για ν’ αυτοανακηρυχθεί κυβέρνηση καταργώντας το Χαλιφάτο. Η εν λόγω συνθήκη, όριζε πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέδιδε άμεσα την κυριαρχία της Μεσοποταμίας (Ιράκ) της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας στην Βρετανία ως προτεκτοράτα , την Συρία και τον Λίβανο στη Γαλλία επίσης ως προτεκτοράτα και την υπαγωγή της Ανατόλιας στη σφαίρα επιρροής της Ιταλίας. Η Χετζάζ (μέρος της σημερινής Σαουδικής Αραβίας) το Κουρδιστάν και η Αρμενία θα γίνονταν ανεξάρτητα κράτη.
Στην Ελλάδα παραχωρούνταν τα νησιά Ίμβρος, Τένεδος, καθώς και η ανατολική Θράκη μέχρι τη γραμμή της Τσατάλτζας/Çatalca) / Μέτρες, κοντά στην Κωνσταντινούπολη. ( Το αρχαίο όνομα της πόλης ήταν Εργίσκη ). Η περιοχή της Σμύρνης έμενε υπό την ονομαστική επικυριαρχία του Σουλτάνου αλλά θα διοικούνταν από Έλληνα Αρμοστή ως εντολοδόχο των Συμμάχων, ενώ θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια, κατόπιν δημοψηφίσματος. Το άρθρο 26 της Συνθήκης όριζε επίσης, ότι αν οι οθωμανικές αρχές δεν συναινούσαν στην εφαρμογή της, θα εξέπιπταν από την κυριαρχία τους στην Κωνσταντινούπολη, την οποία θα μπορούσε να καταλάβει η Ελλάδα, κάτι που έντεχνα είχε προωθήσει ο Ελ.Βενιζέλος.
Η Βόρειος Ήπειρος, ενσωματωνόταν στην Ελλάδα με το μυστικό σύμφωνο Ελ.Βενιζέλου – Tommaso Tittoni, η δε Ιταλία συμφωνούσε να παραχωρήσει τα Δωδεκάνησα (εκτός Ρόδου και Καστελλόριζου) στην Ελλάδα, ενώ όταν η Βρετανία θα έδινε στο μέλλον, την Κύπρο, στην Ελλάδα, τότε (μετά από δημοψήφισμα) θα παραχωρούταν και αυτά τα νησιά (η συμφωνία ακυρώθηκε αργότερα από την Ιταλία το 1922).
Τα στενά των Δαρδανελίων και η θάλασσα του Μαρμαρά αποστρατικοποιήθηκαν και έγιναν προσωρινά διεθνής περιοχή, οι Σύμμαχοι απέκτησαν τον οικονομικό έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ καθορίζονταν η ισότητα και τα δικαιώματα των χριστιανικών πληθυσμών που έμεναν στα οθωμανικά εδάφη..
΄Ομως, η επικύρωση της Συνθήκης των Σεβρών, δεν έγινε από κανένα συμμαχικό κοινοβούλιο (ούτε καν από το Ελληνικό), καθώς μετά την επαναφορά του Κωνσταντίνου στον Ελληνικό θρόνο, διαταράχθηκαν οι σχέσεις με τις συμμαχικές δυνάμεις, οι οποίες ποτέ δεν τον αναγνώρισαν ως αρχηγό του Ελληνικού κράτους. Να σημειώσουμε πως η Σοβιετική Ένωση/ΕΣΣΔ έκανε ξεχωριστή συνθήκη με τους Οθωμανούς, τέλος δε, μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων, που μετέφεραν την πρωτεύουσά τους στην Άγκυρα, καθώς και την Μικρασιατική Καταστροφή, οι σύμμαχοι υπέγραψαν νέα συνθήκη ειρήνης ( τη Συνθήκη της Λωζάνης) το 1923, με ευνοϊκότερους όρους για την Τουρκία, έστω και εάν σήμερα δεν τους θεωρεί ώς τέτοιους.
Τον Οκτώβριο του 1922, με τη Συμφωνία των Μουδανιών, οι Σύμμαχοι υποχρέωσαν την Ελλάδα – που αποδέχθηκε χωρίς την παραμικρή αντίδραση– να παραδώσει την Ανατολική Θράκη στους Κεμαλικούς, μαζί με την Ιμβρο και την Τένεδο.
Η Συνθήκη της Λωζάνης / Traité de Lausanne / Treaty of Lausanne / Lozan Antlaşması , που παρουσιάζεται με το παρόν, ήταν συνθήκη Ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας. Πήρε τ’ όνομά της από την εν λόγω πόλη της Ελβετίας όπου υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) που είχαν συμμετάσχει στην Συνθήκη των Σεβρών συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ ( σημ.: δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη, μιάς και είχε κάνει δική της διμερή ). Η υπογραφείσα συνθήκη ήταν αποτέλεσμα της σχετικής διάσκεψης που ξεκίνησε στις 7 Νοεμβρίου 1922 μεταξύ των προαναφερομένων μελών , ολοκληρούμενη μετά από 8,5 μήνες, τον Ιούλιο του 1923, διακοπείσα στο διάστημα 4 Φεβρουαρίου – 23 Απριλίου 1923, άρα ο ωφέλιμος χρόνος συσκέψεων ήταν λιγότεροι μήνες.
Η Συνθήκη της Λωζάνης, έπαψε τη Συνθήκη των Σεβρών που έτσι και αλλιώς δεν είχε κυρωθεί από τα Κοινοβούλια των εμπλεκομένων χωρών και συν τοις άλλοις, δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που είχε διαδεχθεί τον Σουλτάνο.
Με τη νέα αυτή Συνθήκη, η Τουρκία ανακτούσε την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και την Τένεδο, ( με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες ), μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με την Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών, παρότι αυτή θα έμενε αποστρατικοποιημένη και ως αντικείμενο νέας διεθνούς μελλοντικής διάσκεψης. Παραχωρούσε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Η Τουρκία ανακτούσε τα πλήρη κυριαρχικά της δικαιώματα σε όλη την επικράτειά της, καθώς και δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων εκτός της ζώνης των στενών. Ομως, παραιτήθηκε απ’ όλες τις διεκδικήσεις της για τις εκτός των συνόρων παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου.
Η Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει χρημάτων) τις πολεμικές επανορθώσεις της Μ.Ασιατικής εκστρατείας. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας, ενώ ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Εν τω μεταξύ, μεσούντων των συσκέψεων στη Λωζάνη, στις 30 Ιανουαρίου του 1923 υπογράφηκε μεταξύ Ελλάδας και Κεμαλικής Τουρκίας το 19 άρθρων πρωτόκολλο της σύμβασης για την υποχρεωτική ανταλλαγή χριστιανικών και μουσουλμανικών πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών, που άρχισε να εφαρμόζεται στο τέλος του 1923. Ομως, ήδη, πριν την προαναφερόμενη έναρξη ανταλλαγής η πλειονότητα των χριστιανών της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης είχε υποχρεωθεί με βίαιο τρόπο εκκαθαρίσεων /ωθήσεων να εγκαταλείψει τα χωριά και τις πόλεις του. Οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Ανατολής είχαν υποστεί γενοκτονία από το 1914 και η μοίρα των επιζησάντων στη νέα Τουρκία ήταν προδιαγεγραμμένη.
Να σημειώσουμε πως τα σύμφωνα με τα Ηνωμένα Εθνη ( Η.Ε ) χαρακτηριστικά που ορίζουν το νομικό όρο Γενοκτονία/Genocide και επισύρουν ποινές στους ενεργούντες αυτή, είναι :
(α) Η δολοφονία μελών της ομάδας.
(β) Η πρόκληση σοβαρής σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας.
(γ) Η εθελούσια επιβολή στην ομάδα συνθηκών διαβίωσης που αποσκοπούν στην ολοσχερή ή μερική φυσική εξόντωσή της.
(δ) Η επιβολή μέτρων που αποσκοπούν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων στο εσωτερικό της ομάδας.
(ε) Η δια της βίας μεταφορά των παιδιών της ομάδας σε μια άλλη ομάδα.Και εφόσον τα παραπάνω διαπράττονται με σκοπό την καταστροφή, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, δηλ. φαινόμενα που εκδηλώθηκαν κατά των χριστιανικών πληθυσμών της οθωμανικής αυτκρατορίας, αλλά και της νέας Τουρκίας.
Σε επίρρωση του ισχυρισμού αυτού σημειώνεται ότι, από τον ελληνορθόδοξο πληθυσμό των 2,2 εκατομμυρίων ατόμων οθωμανικής/Τουρκικής υπηκοότητας, εκείνη την εποχή, έφτασαν στην Ελλάδα μετά την καταστροφή του 1922 περίπου 1,5 εκατομμύριο, για να καταμετρηθούν τελικά 1,25 εκατομμύρια πρόσφυγες το 1928.
Από την Ελλάδα προς την Τουρκία μετακινήθηκαν 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος.
Το θέμα της ανταλλαγής ετέθη από τον Νορβηγό διπλωμάτη-επιστήμονα-εξερευνητή Fridtjof Nansen /Φρίντγιοφ Νάνσεν , Υπατο Αρμοστή της Κοινωνίας των Εθνών για τους πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή, χωρίς αυτός να φέρει την πατρότητα της ιδέας. Οι προτάσεις του, με τα κριτήρια της εποχής, θεωρούνται λύσεις ανάγκης μπροστά στη βέβαιη εκδίωξη όλου του χριστιανικού στοιχείου από την Τουρκία, η οποία θα ολοκληρωνόταν αμέσως μόλις οι Σύμμαχοι αποχωρούσαν από τα τουρκικά εδάφη. Η ανταλλαγή -και μάλιστα υποχρεωτική- του μουσουλμανικού στοιχείου από την Ελλάδα ήταν μονόδρομος, για να υπάρξει μια στοιχειώδης εθνοτική ισορροπία μεταξύ των δύο κρατών που θα απέτρεπε νέες πολεμικές περιπέτειες.
Οπως επισημαίνει ο Αγγ. Συρίγος, ενδιαφέρον έχει να σημειωθεί ότι η ανταλλαγή πληθυσμών, ως τέτοιο μέσο αντιμετώπισης διακρατικών διαφορών, θα εξοβελιστεί από το Διεθνές Δίκαιο μερικές δεκαετίες αργότερα. Στην Οικουμενική Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η ανταλλαγή πληθυσμών αντιμετωπίζεται ως παραβίαση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.
Ομως το 1923 η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Η μέθοδος της ανταλλαγής πληθυσμών για τη σύσταση ομοιογενών εθνικών κρατών που συγκροτήθηκαν στις παλιές οθωμανικές περιοχές φαινόταν ως η μόνη λύση για τη μετάβαση στη νέα πολιτειακή δομή.
Το κριτήριο της αναγκαστικής ανταλλαγής ήταν η θρησκεία και όχι η εθνικότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όρος Τούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον μουσουλμάνο.
Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιελαμβάνονταν επίσης οι Ελληνοχριστιανικοί πληθυσμοί του Πόντου, οι τουρκόφωνοι χριστιανοί του Πόντου, καθώς και οι Καραμανλήδες, ή οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της Δυτικής Μακεδονίας ( Βαλαάδες ). Μαζί με τους Έλληνες, ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, Αρμένιοι και Συροχαλδαίοι.
Από την αναγκαστική αυτή ανταλλαγή, εξαιρέθηκαν οι Έλληνες κάτοικοι της İstanbul Bölge/ Περιοχής της Κωνσταντινούπολης ( περίπου 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, που ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή πατρογονικά και πριν την 30η Οκτωβρίου 1918), καθώς και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου ( περίπου 6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν περίπου 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης (νομοί Ξάνθης και Ροδόπης).
Επιπλέον, βάσει του άρθρου 23, με όλα τα δεινά που η Συνθήκη αυτή συσσώρευσε στον Μικρασιατικό Ελληνισμό, η Τουρκία απεμπόλησε πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί της Κύπρου. Το πως η Τουρκία «ξαναμπήκε» στο θέμα Κύπρου παραμένοντας παρούσα διεκδικητικά είναι κάτι που ίσως θίξουμε σε άλλο κείμενο.
Ενδιαφέρον είναι να πούμε πως , η συγκεκριμένη διαδικασία της επίσημης αναγκαστικής ανταλλαγής πληθυσμών στην πραγματικότητα αφορούσε περίπου 190.000 Ελληνορθόδοξους που είχαν παραμείνει στην Κεμαλική Τουρκία ( μιάς και ο μεγάλος όγκος είχε εκδιωχθεί νωρίτερα – σημ. Μην ξεχνάμε και τους σφαγιασθέντες ) και 355.635 μουσουλμάνους της Ελλάδας -διαφόρων εθνοτικών καταγωγών- που ήταν εγκατεστημένοι στις «Νέες Χώρες» (Μακεδονία, Ηπειρο, Θράκη) και στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, που μόλις είχαν απελευθερωθεί..
Η διοίκηση και η διαχείριση των περιουσιών που αναγκαστικά εγκαταλείφθηκαν περιέρχονταν στα κράτη. Οι Ελληνικές περιουσίες που έμειναν πίσω, ήταν δεκαπλάσιες των αντίστοιχων μουσουλμανικών, ενώ στην Ελλάδα, στόχος της διαχείρισης της ανταλλάξιμης περιουσίας, δηλ. αυτής που είχαν οι μουσουλμάνοι και άφησαν πίσω, ήταν η αποκατάσταση των Ελλήνων Μ.Ασιατών προσφύγων.
Η Συνθήκη της Λωζάνης, όπως και η Συνθήκη των Σεβρών, την οποία αντικαθιστούσε, εξέφραζαν δύο εντελώς διαφορετικές οπτικές για την πολιτική μοίρα του συγκεκριμένου χώρου. Η Συνθήκη των Σεβρών πρόσφερε τη χειραφέτηση στους υποταγμένους λαούς της πολυεθνικής μουσουλμανικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υλοποιώντας ένα μέρος των Ελληνικών επιδιώξεων. Η Συνθήκη της Λωζάνης, επισφράγιζε τη νίκη του Κεμαλισμού ώς Τουρκισμού, καθώς και την οριστική εκδίωξη των χριστιανικών πληθυσμών από τον κοινό χώρο, που μετεξελισσόταν πια σε πλήρως εθνική επικράτεια των Τούρκων.
Παράλληλα, σε κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο, οι Συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάνης, επισφράγιζαν το τέλος της διαδικασίας αντικατάστασης της πολυεθνικής οθωμανικής αυτοκρατορίας από εθνικά κράτη.
*Τα στοιχεία για τη Συνθήκη των Σεβρών έχουν αντληθεί από: Ζολώτα, Αναστασίου Π. (1995). Η Εθνική Τραγωδία. Αθήνα, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Δημοσίας Διοικήσεως και .Αρετή Τούντα-Φεργαδή, «Πολιτικές και διπλωματικές πτυχές ενός ατελέσφορου εγχειρήματος: η εφαρμογή της Συνθήκης των Σεβρών», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τομ. 27.