«Κοιτάς το τοπίο και αναρωτιέσαι αν αυτό που βλέπεις είναι αληθινό». «Οι κατά νόμον υπεύθυνοι κρατικοί φορείς πετάνε το μπαλάκι ο ένας στον άλλον». «Τι θα απογίνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι;».
Πριν από λίγες ημέρες, η κακοκαιρία Daniel σάρωσε το πέρασμά της ό,τι υπήρχε στον Θεσσαλικό κάμπο. «Ο κάμπος τελείωσε», λέμε μεταξύ μας όσοι γνωρίζουμε την περιοχή, ενώ όπως μου είπε χαρακτηριστικά φίλος που μένει στη Λάρισα «αν δεν το δεις με τα μάτια σου δεν μπορείς να αντιληφθείς το μέγεθος της καταστροφής».
Τις τελευταίες μέρες, οι κάτοικοι της πόλης περιγράφουν με διαφορετικά λόγια την ίδια κατάσταση: Ο φόβος του «112», τα ελικόπτερα που έδιναν την αίσθηση του πολέμου, τα άδεια ράφια των σούπερ μάρκετ, η μυρωδιά του πετρελαίου που κατέκλυζε πλημμυρισμένη συνοικία στη Λάρισα, η τεράστια κινητοποίηση από τον κόσμο της πόλης και το βλέμμα όλων στραμμένο στο ερώτημα: Τι θα γίνει από εδώ και πέρα;
Πώς είναι να περιμένεις την καταστροφή στο σπίτι σου
«Στη Λάρισα ήμασταν σε επιφυλακή ήδη από τις πρώτες μέρες της κακοκαιρίας, τότε που βλέπαμε την κατάσταση στον Βόλο», μου λέει η φίλη που έχει καταγωγή από τη Λάρισα και μένει εκεί εδώ και κάποια χρόνια. «Βλέπαμε, λοιπόν, αυτό που συνέβαινε στον Βόλο, που οι άνθρωποι δεν είχαν ούτε νερό ούτε ρεύμα, και αρχίσαμε να μαγειρεύουμε και να συγκεντρώνουμε νερό. Το 112 είχε ήδη αρχίσει να χτυπάει».
Οι κάτοικοι κάνουν λόγο για μια πάρα πολύ δύσκολη κατάσταση στην πόλη. «Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που συνεχίζουν να κάνουν ό,τι έκαναν και πριν. Δεν κατάλαβαν μάλλον τίποτα, δεδομένου ότι το κέντρο της Λάρισας και τα σπίτια που υπήρχαν εκεί δεν είχαν πλημμυρίσει», μου λένε άτομα που ήταν εθελοντές στις δράσεις αλληλεγγύης που οργανώθηκαν πολύ άμεσα στην πόλη.«Βγαίνουν για καφέ στο κέντρο της πόλης, για παράδειγμα, αλλά δεν μπορούμε να τους κρίνουμε».
Στις μαρτυρίες των κατοίκων μπορεί να διακρίνει κανείς την ανησυχία αλλά και τον φόβο που βίωσαν τις τελευταίες ημέρες. Ένας φόβος που –απ’ ό,τι μου είπαν– δεν ξέρουν αν έφτασε ποτέ στην πρωτεύουσα.
«Όλες τις μέρες, το κλίμα είναι πάρα πολύ βαρύ. Ελικόπτερα πετάνε πάνω από την πόλη για να διασωθούν άνθρωποι. Στα σούπερ μάρκετ είναι σαν να έχουμε πόλεμο, τα νερά εξαφανίζονται, αρκετός κόσμος τα παίρνει χωρίς να σκέφτεται ότι πρέπει να αφήσει και για τους υπόλοιπους. Το Σαββατοκύριακο που πέρασε ήταν τραγικό. Δεν μπορούσαμε να ησυχάσουμε από την άποψη ότι δεν μπορούσαμε να το διανοηθούμε το μέγεθος της καταστροφής. Κάποιοι έβρισκαν νεκρά ζώα στο σπίτι τους. Νεκρά πρόβατα και ποντίκια, φίδια να σπαρταράνε, ψάρια, λιπάσματα».
«Υπήρχε πολύ άγχος και μάλιστα κυκλοφορούσε και μια φήμη ότι θα ανέβει η στάθμη του ποταμού, του Πηνειού. Πρακτικά το βλέπαμε, δηλαδή. Εγώ στα χρόνια που έχω ζήσει στη Λάρισα πρώτη φορά το βλέπω το ποτάμι τόσο ψηλά. Ήταν πραγματικά πολύ εύκολο να συμβεί, άμα έβρεχε δηλαδή άλλη μια μέρα πιστεύω θα είχε πλημμυρίσει η πόλη».
«Εκείνα τα βράδια δεν κοιμόμασταν. Προσπαθούσαμε να ενημερωθούμε. Κάποια στιγμή με θυμάμαι να ανοίγω την τηλεόραση, ήταν αργά το βράδυ, και ένιωσα πολύ μεγάλο θυμό. Μόνο ένα κανάλι έπαιζε το θέμα. Όλα τα υπόλοιπα, και τα εθνικής και τα τοπικής εμβέλειας, δεν έδειχναν τίποτα».
«Είδα πάρα πολύ κόσμο, πάρα πολλούς εθελοντές στο Κοινωνικό Παντοπωλείο Λάρισας και στο Εργατικό κέντρο Λάρισας, όπου συγκεντρώθηκαν είδη πρώτης ανάγκης. Επίσης, στο κλειστό γυμναστήριο της Νεάπολης όπου υποδέχονταν όσους είχαν απεγκλωβιστεί ή είχαν πλημμυρίσει τα σπίτια τους».
«Υπήρξε πάρα πολύ μεγάλη κινητοποίηση και στη Διεύθυνση Πρασίνου του Δήμου Λαρισαίων και σε άλλα μέρη. Αυτό που κάναμε εκεί ήταν ότι φτιάχναμε τσουβάλια με άμμο και χαλίκια που μπορούσαν να τα πάρουν είτε ιδιώτες είτε ο ίδιος ο Δήμος και να τα τοποθετήσουν σε σημεία που φοβόντουσαν ότι θα περάσει το νερό».
Το σημείο που μαζεύτηκε πάρα πολύς κόσμος ήταν στη Δαβάκη 86, στη Νεάπολη Λάρισας, εκεί όπου ήρθε από την Αθήνα για να μαγειρέψει για τους πληγέντες η κοινωνική κουζίνα-{ο άλλος άνθρωπος}. «Εκεί ενώ η δράση ξεκίνησε με 10 άτομα, στο τέλος της ημέρας είχαν μαζευτεί άπειρα άτομα που ήθελαν να προσφέρουν βοήθεια. Ο κόσμος περίμενε να πάρει σειρά για να μπορέσει να βοηθήσει», συμπληρώνει μια άλλη εθελόντρια.
«Η αίσθησή μου είναι ότι υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση και απ’ τον κόσμο και απ’ τον Δήμο. Νομίζω ότι το πιο χαρακτηριστικό είναι αυτό που συνέβη στη Διεύθυνση Πρασίνου του Δήμου Λαρισαίων. Με συγκινεί λίγο αυτό…», μου λέει η Λ.Α. κάνοντας μια μικρή παύση στη φωνή. «Ήταν τρομερό και συζητήσαμε τις επόμενες μέρες ότι ήταν και κάπως ανακουφιστικό. Σκέψου στη μέση του πουθενά, στο σκοτάδι έβρισκες 2 τεράστιους λόφους με χώμα και πάρα πολύ κόσμο που φτυάριζε, άνοιγε και έδενε τσουβάλια και τα έπαιρνε και τα έβαζε είτε στα φορτηγά του Δήμου είτε σε αμάξια ιδιωτών για να τα μοιράσουν στις γειτονιές που υπήρχε φόβος ότι θα μπει το νερό.
»Σκέψου ότι υπήρχε ακόμα και κόσμος που είχε καταστροφές στο σπίτι του και έτρεχε να βοηθήσει. Κάποιοι έγραφαν στο Facebook ότι έχουν χώρο να φιλοξενήσουν κλπ, αυτό ήταν πολύ συγκινητικό. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια κυρία που δεν έφυγε λεπτό από τον Άλλο Άνθρωπο. Ήταν δύο μέρες εκεί και έλεγε “θα βοηθήσω κι εγώ όπως μπορώ”».
«Υπάρχει πάρα πολύ μεγάλο άγχος για το πώς θα μπορέσει η κοινωνία και ο τόπος όχι μόνο της Λάρισας αλλά και ολόκληρης της Θεσσαλίας και της Ελλάδας να συνεχίσει να λειτουργεί όπως ήταν πριν. Στη Θεσσαλία έχουν πνιγεί πολλοί άνθρωποι. Έχουν καταστραφεί πάρα πολλές καλλιέργειες και κτηνοτροφικές μονάδες. Έχουν πεθάνει άπειρα ζώα. Οι άνθρωποι που ζούσαν σε αυτές τις περιοχές πρακτικά δεν μπορούν να ξαναδουλέψουν. Κάποιες αποζημιώσεις που μπορεί να δώσει το κράτος δεν συγκρίνονται ούτε στο ελάχιστο με όσα χάθηκαν.
»Εκτός από αυτό, αν δεν υπάρχουν πλέον καλλιέργειες και ζώα, εμείς ως κάμπος αλλά και ως χώρα, πώς θα έχουμε φαγητό;».
«Τα λιμνάζοντα νερά σε όλο τον Θεσσαλικό κάμπο είναι άκρως επικίνδυνα, βασικά είναι μια υγειονομική βόμβα», προσθέτει προς το τέλος της συζήτησής μας.
Σε λίγα χρόνια όλοι θα έχουμε ένα γνωστό, έναν φίλο, ή θα είμαστε εμείς οι ίδιοι αυτοί που χάσαμε τα πάντα –ή κάποια από αυτά– σε μια πυρκαγιά, μια πλημμύρα, έναν σεισμό ή κάποια άλλη κρίση ή καταστροφή.
Η κατάσταση ολόκληρης της χώρας συνοψίζεται πλέον σε μια μόνο φράση, που μου είπε χαρακτηριστικά ένας φίλος από τη Λάρισα που δεν επλήγη άμεσα από τις καταστροφές: «Εμείς είμαστε καλά αλλά πολλοί δεν έχουν πλέον σπίτι».