Πάνω από ένα ΑΕΠ είναι το ληξιπρόθεσμο χρέος των Ελλήνων προς Δημόσιο και χρηματοπιστωτικούς φορείς, δηλαδή τράπεζες και funds, φθάνοντας τα 224,2 δισ. ευρώ. Οι οφειλές αυτές μοιράζονται σε φορείς δημοσίου και ιδιωτικού τομέα ως εξής:
• Τα 105 δισ. ευρώ προς ΑΑΔΕ, αντιπροσωπεύοντας ως ποσοστό το 47%.
• Τα 46 δισ. ευρώ προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, αντιπροσωπεύοντας το 21%.
• Τα 11,7 δισ. ευρώ σε τράπεζες, αντιπροσωπεύοντας το 5%.
• Τα 61 δισ. ευρώ προς funds που διαχειρίζονται οι servicers, ποσό που αντιπροσωπεύει το 27% του συνολικού ληξιπρόθεσμου ιδιωτικού χρέους.
Να σημειωθεί ότι στο ποσό αυτό, που υπερβαίνει το ΑΕΠ της χώρας, δεν περιλαμβάνεται το ενήμερο χρέος των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, που ανέρχεται στα 113,2 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας το συνολικό ύψος των οφειλών στα 337,4 δισ. ευρώ.
Βασικό εργαλείο για τη ρύθμιση του ληξιπρόθεσμου χρέους αποτελεί ο εξωδικαστικός μηχανισμός και σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Ιδιωτικού Χρέους, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2023 έχουν πραγματοποιηθεί 12.025 ρυθμίσεις για οφειλές προς χρηματοδοτικούς φορείς και δημόσιο για σύνολο αρχικών οφειλών 4,36 δισ. ευρώ. Το προηγούμενο έτος οι επιτυχείς ρυθμίσεις και οι νέες υποβολές αιτήσεων σημείωσαν νούμερα-ρεκόρ, γεγονός που σύμφωνα με το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας αντανακλούν τη δυναμική του συγκεκριμένου εργαλείου που αξιοποιείται σημαντικά από τους οφειλέτες και συμβάλλει ουσιαστικά στη διαχείριση και απομείωση του ιδιωτικού χρέους. Συγκεκριμένα, στον απολογισμό του τελευταίου εξαμήνου φαίνεται ότι δίνονται μέσω του εργαλείου κατά μέσον όρο 950 ρυθμίσεις ανά μήνα, ενώ το συνεχές ενδιαφέρον αντικατοπτρίζεται και από τον ρυθμό εκκίνησης νέων αιτήσεων στην πλατφόρμα, που ξεπερνούν τις 3.500 κάθε μήνα.
Με βάση την τελευταία αναφορά προόδου για τον Δεκέμβριο του 2023, σε τροχιά ρύθμισης βρίσκονται οφειλές 18 δισ. ευρώ. Οι περισσότερες αιτήσεις αφορούν πολίτες με ύψος οφειλών που κυμαίνεται στο εύρος 50.000-200.000 ευρώ. Από την ανάλυση των ρυθμίσεων προκύπτει ότι το 45% των ρυθμίσεων οφειλών προς χρηματοδοτικούς φορείς λαμβάνουν κούρεμα πάνω από 30%, ενώ για οφειλές προς το Δημόσιο, το αντίστοιχο ποσοστό αιτήσεων που λαμβάνει κούρεμα πάνω από 30% είναι 33%. Με τον πρόσφατο νόμο 5072/2023 θεσμοθετήθηκαν επιπλέον βελτιώσεις του εξωδικαστικού μηχανισμού, προβλέποντας κατ’ αρχάς την αυτόματη και υποχρεωτική αποδοχή των ρυθμίσεων από τράπεζες και Δημόσιο για τους ευάλωτους. Επιπλέον, αναμένονται σχετικές υπουργικές αποφάσεις για τη βελτίωση του αλγορίθμου που θα επιφέρει ακόμη υψηλότερο κούρεμα (έως 28%), 3% σταθερό επιτόκιο για 3 έτη για όλες τις ρυθμίσεις, καθώς και αξιοποίηση του εργαλείου από πρόσωπα που κληρονόμησαν οφειλές προς το Δημόσιο και έχουν βεβαιωθεί εις βάρος επιχειρήσεων που έχουν κλείσει. Επιπλέον, θεσμοθετήθηκαν δικλίδες προστασίας για τους δανειολήπτες με την επιβολή συγκεκριμένων υποχρεώσεων στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (servicers). Συγκεκριμένα θα πρέπει:
i. Να διαθέτουν κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.
ii. Να εφαρμόζουν κατάλληλη πολιτική που διασφαλίζει συμμόρφωση με τους κανόνες για την προστασία των δανειοληπτών και την αντιμετώπισή τους με δίκαιο και επιμελή τρόπο, μεταξύ άλλων, με το να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική κατάστασή τους.
iii. Να εφαρμόζουν ειδικές εσωτερικές διαδικασίες που διασφαλίζουν την καταγραφή και τη διεκπεραίωση των παραπόνων των δανειοληπτών.
Παράλληλα ενισχύονται οι μηχανισμοί εποπτείας σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των συγκεκριμένων εταιρειών από την Τράπεζα της Ελλάδος, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και δη τη Γενική Γραμματεία Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, καθώς και την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Ο εξωδικαστικός μηχανισμός λειτουργεί συμπληρωματικά με άλλες πολιτικές που εφαρμόζονται για τη διαχείριση του προβλήματος της υπερχρέωσης. Μια τέτοια πολιτική είναι και οι ρυθμίσεις που γίνονται σε διμερές επίπεδο μεταξύ οφειλετών και πιστωτών. Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση των εταιρειών διαχείρισης από δάνεια και πιστώσεις, το 2022 πραγματοποιήθηκαν πάνω από 27 δισ. ευρώ ρυθμίσεις και 8 δισ. ευρώ αναταξινομήθηκαν και επέστρεψαν στα υγιή χαρτοφυλάκια των τραπεζών, ενώ στο διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2023 πραγματοποίησαν ρυθμίσεις ύψους 5,1 δισ. ευρώ.