Η Silicon Valley Bank χρεοκόπησε γιατί είχε επενδύσει το 80% των καταθέσεών της σε μακροπρόθεσμα ομόλογα. Και κανένας δεν ασχολήθηκε πριν να είναι πολύ αργά.
Η Credit Suisse διασώθηκε αναγκαστικά γιατί «αιμορραγούσε» καταθέσεις εδώ και χρόνια. Και κανείς δεν την ανάγκασε να πάρει δραστικά μέτρα πριν οδηγηθεί σε bank run.
Η Deutsche Bank, είναι το «κακό παιδί» του γερμανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, έχει απασχολήσει στο παρελθόν ουκ ολίγες φορές τις ρυθμιστικές αρχές και σήμερα βρίσκεται εκτεθειμένη σε παράγωγα και άλλα σύνθετα επενδυτικά εργαλεία. Όμως –μέχρι πρότινος- λάμβανε τα εύσημα από τις εποπτικές αρχές.
Σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση. Και εδώ έχουμε τρεις περιπτώσεις χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούσαν στα όρια των απαιτήσεων των ρυθμιστικών αρχών, δίχως οι αρμόδιοι επόπτες να αναλάβουν δράση.
Και, ειδικά στις περιπτώσεις της Credit Suisse και της Deutsche Bank, δεν μιλάμε για μικρές, περιθωριακές τράπεζες, αλλά για κορυφαίους «παίκτες» του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ελβετίας και της Γερμανίας αντίστοιχα. Όσο για τη Silicon Valley Bank, μολονότι δεν εποπτευόταν απευθείας από τη FED, όταν είσαι η 16η μεγαλύτερη τράπεζα στις ΗΠΑ, δεν νοείται να περνάς «κάτω από τα ραντάρ» μέχρι να χρεοκοπήσεις.
Πού θέλω να καταλήξω; Ότι εδώ πρώτα απ’ όλα μιλάμε για μια εποπτική κρίση, η οποία επέτρεψε να προκύψει η τραπεζική. Γιατί αν οι κατά τόπους επόπτες είχαν αναλάβει υποτυπωδώς τις υποχρεώσεις τους, δεν θα φτάναμε σε λύσεις στο «και πέντε», που –για να σώσουν την παρτίδα- μετατρέπουν σε κουρελόχαρτα τους κανόνες του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά
Και για να το πάω και ένα βήμα παραπέρα, δεν νοείται οι επόπτες στην Ευρωζώνη να έχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά ανάλογα με την τράπεζα και τη χώρα στην οποία βρίσκονται.
Όταν για 10 και πλέον χρόνια οι ελληνικές τράπεζες έδιναν λογαριασμό (κυριολεκτικά) και για το χαρτί τουαλέτας που αγόραζαν, η Deutsche Bank έβγαζε δισεκατομμύρια από αλόγιστη έκθεση σε παράγωγα και από συναλλαγές που ήταν στα όρια του εποπτικού φάσματος. Αλλά προφανώς στη δεύτερη περίπτωση, δεν άνοιξε ρουθούνι.
Όταν οι ελληνικές τράπεζες αναγκάστηκαν να πουλήσουν εν μία νυκτί τις θυγατρικές τους στα Βαλκάνια και όλα τα non core assets, αυτό έγινε για τη «σταθερότητα» του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεν φαίνεται όμως να υπάρχει αντίστοιχη εποπτεία και αναγκαστική λήψη μέτρων για τις γερμανικές Landesbank.
Δεν βλέπω όμως να υπάρχει η αντίστοιχη πίεση και βούληση στην υπόλοιπη Ευρωζώνη.
Με άλλα λόγια, στην καρδιά της σημερινής τραπεζικής κρίσης βρίσκεται μια ακόμη μεγαλύτερη εποπτική. Είτε μιλάμε για ανεπάρκεια, είτε για ηθελημένη αβλεψία, το αποτέλεσμα είναι κοινό. Και σίγουρα δεν νοείται τραπεζική ένωση, αν οι κανόνες δεν είναι κοινοί για όλους.