Η Κίνα ανακοίνωσε πως προχωρά στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος πέντε αμερικανικών κατασκευαστριών, ως αντίποινα για την πιο πρόσφατη πώληση όπλων από τις ΗΠΑ στην Ταϊβάν, ανακοίνωσε την Τρίτη (9/1) εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών του Πεκίνου.
Οι πωλήσεις όπλων από την Ουάσιγκτον στην Ταϊπέι αποτελούν αιτία συχνών εντάσεων με το Πεκίνο. Η Κίνα θεωρεί την Ταϊβάν επαρχία της και η κυβέρνηση της νήσου απορρίπτει την κινεζική θέση.
Οι κυρώσεις ανακοινώνονται μερικές ημέρες πριν από τη διεξαγωγή στην Ταϊβάν προεδρικών και βουλευτικών εκλογών, το Σάββατο 13η Ιανουαρίου.
Τον Δεκέμβριο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενέκρινε πωλήσεις εξοπλισμών αξίας 300 εκατομμυρίων δολαρίων στην Ταϊβάν ώστε να τη βοηθήσει στη συντήρηση συστημάτων πληροφορικής των ενόπλων δυνάμεων.
Για την κινεζική διπλωματία, η πρόσφατη πώληση «υπονομεύει σοβαρά την εθνική κυριαρχία και τα συμφέροντα εθνικής ασφαλείας της Κίνας και θέτει σοβαρά σε κίνδυνο την ειρήνη και τη σταθερότητα στο στενό της Ταϊβάν».
Οι εταιρείες που θα υποστούν κυρώσεις είναι οι BAE Systems Land and Armaments, Alliant Techsystems Operations, AeroVironment, Viasat και Data Link Solutions.
Οι αρχές στο Πεκίνο θα παγώσουν τυχόν πόρους των εταιρειών αυτών και θα απαγορεύσουν σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην Κίνα κάθε δοσοληψία μαζί τους, διευκρινίζεται στην ανακοίνωση του ΥΠΕΞ.
Αν και η Κίνα θεωρεί την Ταϊβάν επαρχία της, κι αν και οι ΗΠΑ την προμηθεύουν με όπλα και στρατιωτικό εξοπλισμό, υποσχόμενες πως θα προστατεύσουν την ανεξαρτησία της και θα σπεύσουν προς βοήθεια της σε περίπτωση κινεζικής εισβολής, μέχρι στιγμής ούτε το Πεκίνο ούτε η Ουάσινγκτον εμφανίζονται έτοιμες να «σπάσουν» το σημερινό status quo τους.
ΤΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΘΑ ΕΙΧΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΕΝΑΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΗΠΑ ΚΑΙ ΚΙΝΑΣ;
Δημοσίευμα το Bloomberg υποστηρίζει πως μια στρατιωτική σύγκρουση στην Ταϊβάν, θα μπορούσε να κοστίσει στην παγκόσμια οικονομία το αστρονομικό ποσό των 10 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ξεπερνώντας κατά πολύ τις οικονομικές συνέπειες από την πανδημία του κορονοϊού, τον πόλεμο στην Ουκρανία και την παγκόσμια οικονομική κρίση.
«Ένας πόλεμος για την Ταϊβάν θα κόστιζε τόσο πολύ σε αίμα και σε πόρους που ακόμη και εκείνοι που είναι δυσαρεστημένοι με το status quo έχουν λόγους να μην τον ρισκάρουν» αναφέρει το δημοσίευμα, το οποίο επισημαίνει πως το κόστος των 10 τρισ. δολαρίων ισοδυναμεί με το 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Βάσει του δημοσιεύματος, έχουν ήδη δημιουργηθεί οι συνθήκες για μια πιθανή κρίση γύρω από την Ταϊβάν δεδομένης της αυξανόμενης στρατιωτικής και οικονομικής επιρροής του Πεκίνου, της ενίσχυσης του αισθήματος εθνικής ταυτότητας στην Ταϊβάν αλλά και της επιδείνωσης των σχέσεων Κίνας – ΗΠΑ.
Η «επανένωση» της Κίνας με την Ταϊβάν είναι αναπόφευκτη, δήλωσε την Κυριακή (31/12) στην ομιλία του για το νέο έτος ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, ανεβάζοντας τον τόνο σε σχέση με πέρυσι, την ώρα που έμεναν λιγότερο από δύο εβδομάδες πριν το νησί εκλέξει νέο ηγέτη.
«Αν και ο Mao εξέφρασε την επιθυμία του να ενώσει την ηπειρωτική χώρα με την Ταϊβάν κατά τη διάρκεια της ζωής του, δεν μπόρεσε να το πετύχει με τη δύναμη που διέθετε η Κίνα εκείνη την εποχή» ανέφερε ο Xi Jinping, υπαινισσόμενος πως οι συνθήκες έχουν αλλάξει και ενδεχομένως να είναι αυτός που θα πάρει το ρίσκο και θα φέρει εις πέρας την ένωση, κάτι που αν μη τι άλλο, θα εκτοξεύσει την πολιτική του υστεροφημία σε επίπεδα που δεν έχει φτάσει κανείς Κινέζος ηγέτης.
ΤΣΙΠΑΚΙΑ, Ο “ΧΡΥΣΟΣ” ΤΗΣ ΤΑΪΒΑΝ
Σημειώνεται ότι τον περασμένο Σεπτέμβριο, το Magazine εισέβαλε στον κόσμο του πιο αναπτυγμένου εργοστασίου ημιαγωγών του πλανήτη, στην καρδιά της Ταϊπέι, ανακαλύπτοντας τα μυστικά που κρύβονται πίσω από αυτόν τον τεχνολογικό και οικονομικό θησαυρό.
Από τα smartphones και τους υπερυπολογιστές μέχρι τα κινητά, τα αυτόνομα οχήματα και την τεχνητή νοημοσύνη οι ημιαγωγοί είναι ο “εγκέφαλος” που τροφοδοτεί την ψηφιακή επανάσταση.
Η TSMC (Taiwan Semiconductor Manufacturing Company), με έδρα το τεράστιας σημασίας Επιστημονικό Πάρκο Σιντσού, αποτελεί τη μεγαλύτερη παραγωγό ημιαγωγών (ή αλλιώς μικροτσίπ) στον κόσμο με κεφαλαιοποίηση 426 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η εταιρεία-γίγαντας της Ταϊβάν παράγει περί το 50% των μικροτσίπ του πλανήτη, ενώ το μερίδιό της στους πιο προηγμένους ημιαγωγούς (5 νανόμετρων) αγγίζει το 90%.
Η TSMC, η οποία ιδρύθηκε στην Ταϊβάν το 1987 από τον Morris Chang, ήταν το πρώτο αποκλειστικό χυτήριο ημιαγωγών στον κόσμο. Είναι η πιο σημαντική εταιρεία ημιαγωγών στον πλανήτη, το μεγαλύτερο αποκλειστικό ανεξάρτητο χυτήριο ημιαγωγών παγκοσμίως.
ΤΑ ΔΥΟ ΠΙΘΑΝΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ
Βάσει του δημοσιεύματος, έχουν αναλυθεί δύο πιθανά σενάρια. Για να εκτιμηθούν οι συνέπειες στο παγκόσμιο ΑΕΠ, χρησιμοποιείται ένα σύνολο μοντέλων που εξετάζει τις επιπτώσεις στις προμήθειες των ημιαγωγών (μικροτσίπ), τη διακοπή της μεταφοράς εμπορευμάτων, την επιβολή κυρώσεων και δασμών καθώς και τις συνθήκες που θα επικρατήσουν στις αγορές.
Στο πρώτο σενάριο, το οποίο προβλέπει μια στρατιωτική επιχείρηση της Κίνας κατά της Ταϊβάν, με τις ΗΠΑ να εμπλέκονται στη σύγκρουση, η παγκόσμια οικονομία εκτιμάται ότι θα μπορούσε να χάσει το 10,2% του ΑΕΠ της τον πρώτο χρόνο του πολέμου. Βάσει αυτού, η Ταϊβάν θα έχανε το 40% του ΑΕΠ της, η Κίνα το 16,7% του ΑΕΠ της και οι ΗΠΑ το 6,7% του ΑΕΠ, ενώ τεράστιο θα ήταν το οικονομικό πλήγμα για τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία και για τα περισσότερα κράτη της ανατολικής Ασίας.
Το δεύτερο σενάριο προβλέπει τον στρατιωτικό αποκλεισμό της Ταϊβάν, κάτι που σημαίνει πως θα αποκόψει το νησί από το παγκόσμιο εμπόριο. Σε αυτή την περίπτωση, η παγκόσμια οικονομία θα μέτραγε απώλειες της τάξης του 5% του ΑΕΠ της κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου των επιχειρήσεων.
Συγκεκριμένα, η Ταϊβάν θα έχανε το 12,2% του ΑΕΠ της, η Κίνα το 8,9% του ΑΕΠ της και οι ΗΠΑ το 3,3% του ΑΕΠ.
Ο Υπουργός Εξωτερικών του νησιού, Jaushieh Joseph Wu μίλησε για τη σημασία αποτροπής μιας πιθανής επίθεσης κατά της Ταϊβάν και τον ρόλο των δυτικών συμμάχων της, με στόχο τη διατήρηση της ειρήνης.
Στην προσπάθεια αυτή, η Ταϊβάν έχει αυξήσει τον αμυντικό της προϋπολογισμό και εκπαιδεύει συνεχώς τους πολίτες της, προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενες προκλήσεις και κινδύνους.
Όπως τόνισε ο Wu, αυτές οι πολιτικές αποτροπής πολέμου φαίνονται να είναι αποτελεσματικές.
Η ενίσχυση της στρατηγικής θέσης της Ταϊβάν μέσω της συνεργασίας με σημαντικούς εταίρους, αναδεικνύεται ως κρίσιμη και απαραίτητη για την αποτροπή της χρήσης βίας κατά της Ταϊβάν. Οι συζητήσεις και η στρατηγική συνεργασία με τους συμμάχους της, ενισχύουν την ικανότητα της χώρας να προστατευθεί και να διατηρήσει την ειρήνη στην περιοχή.
«Η ασφάλεια της Ταϊβάν αποτελεί θέμα ανησυχίας για τη διεθνή κοινότητα και οι πολιτικές του νησιωτικού έθνους έχουν στόχο να αποτρέψουν κάθε ενδεχόμενο πολέμου», υποστήριξε ο υπουργός Εξωτερικών.
Ο ίδιος ξεκαθάρισε ότι η Ταϊβάν υιοθετεί «υπεύθυνες πολιτικές» που στοχεύουν στην αποτροπή πιθανού πολέμου, τονίζοντας ότι «αυτή η πολιτική φαίνεται να λειτουργεί».
Η Κίνα θεωρεί την Ταϊβάν ως την «αποσχισθείσα επαρχία της», ενώ η Ταϊπέι επιμένει στην ανεξαρτησία της από το 1949.
Για το ενδεχόμενο η Κίνα «να χρησιμοποιήσει βία εναντίον της Ταϊβάν», ο κ. Wu, δήλωσε πως «πρέπει να αποτρέψουμε την Κίνα από τη χρήση βίας κατά της Ταϊβάν, καθώς κάθε είδους πόλεμος θα είναι καταστροφικός, όχι μόνο για την Ταϊβάν, αλλά για πολλές χώρες».
Μιλώντας για τους συμμάχους του νησιού, ο ίδιος υποστήριξε ότι τα έθνη της Δύσης «θεωρούν την κυβέρνηση της Ταϊβάν έναν πολύ υπεύθυνο παίκτη» σε θέματα που αφορούν τα στενά της Ταϊβάν.
«Η Ταϊβάν θα πρέπει να κάνει το παν, ώστε να έχει επαρκείς αποτρεπτικές ικανότητες», είπε ο κ Wu, προσθέτοντας ότι το νησιωτικό κράτος αυξάνει τον αμυντικό του προϋπολογισμό και αναλαμβάνει στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να βρίσκεται σε πλήρη ετοιμότητα.
Άλλωστε, στον τελευταίο προϋπολογισμό, η κυβέρνηση της Tsai Ing-wen θέλησε να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες κατά 3,5%, στα 606,8 δισεκατομμύρια νέα δολάρια Ταϊβάν (19 δισεκατομμύρια δολάρια) το 2024.
«Είμαστε μια μικρή χώρα, αλλά δεν θα ήταν τόσο εύκολο για μια χώρα να καταλάβει την Ταϊβάν… Είναι θέμα στρατηγικής», είπε στη συνέχεια ο κ. Wu.
Για να ενισχυθεί η ικανότητα του νησιού «να αποτρέψει την Κίνα», ο κ Wu ξεκαθάρισε: «Η Ταϊβάν βρίσκεται σε στενή συνεργασία με έναν βασικό εταίρο της, τις ΗΠΑ, προκειμένου ο στρατός μας να είναι καλύτερα εκπαιδευμένος».
«Όλα αυτά οδηγούν στην ικανότητα της Ταϊβάν να αποτρέψει την άλλη πλευρά από τη χρήση βίας εναντίον μας», πρόσθεσε ο κ. Wu.
Μεταξύ αυτών των προκλήσεων, “πρωτοστατεί η διαχείριση της σχέσης με την Κίνα”. Όπως τόνισαν “η Κίνα εξακολουθεί να διεκδικεί την Ταϊβάν ως μέρος της επικράτειάς της, δημιουργώντας ανησυχία για την ασφάλεια του νησιού, λόγω των στρατιωτικών απειλών από την πλευρά της Κίνας”.
Ωστόσο, η Ταϊβάν “στοχεύει στην ειρήνη σε όλο τον κόσμο και κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να διατηρήσει την κυριαρχία της, όπως άλλωστε δικαιούται”.
“Επιπλέον, η κυβερνοασφάλεια αποτελεί σημαντική πρόκληση για το κράτος. Το νησί δέχεται συχνά κυβερνοαπειλές, περιλαμβανομένων επιθέσεων χάκινγκ και φαινομένων κυβερνοκατασκοπείας. Οι επιθέσεις αυτές απαιτούν συνεχή επιτήρηση και αντιμετώπιση για τη διασφάλιση της πληροφοριακής ασφάλειας της χώρας. Η πρόληψη και προετοιμασία για κάθε ενδεχόμενο κινδύνου είναι πολύ σημαντικοί παράγοντες και η Ταϊβάν είναι έτοιμη και προετοιμασμένη για όλα τα σενάρια.
Η Ταϊπέι επενδύει σημαντικά στην άμυνα, με στόχο να είναι έτοιμη για μια πιθανή επίθεση. Η προσπάθεια αυτή απαιτεί μια σφαιρική στρατηγική για την αντιμετώπιση απειλών από ξένες επιθέσεις ή ενέργειες που απειλούν την εθνική ασφάλεια. Αυτό περιλαμβάνει την απόκτηση σύγχρονου εξοπλισμού, καθώς και την εκπαίδευση των κατοίκων της επικράτειας.
Το Ινστιτούτο Εθνικής Άμυνας και Έρευνας για την Ασφάλεια (INDSR) παίζει έναν ζωτικό ρόλο στην αντιμετώπιση των απειλών. Μέσω της έρευνας και ανάλυσης, το INDSR παρέχει βαθιά γνώση των προκλήσεων ασφαλείας, ενισχύοντας έτσι την ικανότητα της χώρας να αντιμετωπίσει αυτές τις απειλές με αποτελεσματικότητα.
Σε μια εποχή όπου η γεωπολιτική ανασφάλεια είναι αυξημένη, η Δύση έχει εδραιώσει στενές σχέσεις συνεργασίας με διάφορους συμμάχους στην περιοχή της Ανατολικής Ασίας. Η Ταϊβάν σε συνεργασία με χώρες της Δύσης, κάνουν το παν ώστε να διατηρήσουν την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή”.