«ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ να πλάσουμε ξανά τη σκέψη ενός ανθρώπου είναι να ανασυγκροτήσουμε τη βιβλιοθήκη του» γράφει η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ στο Αδριανού Απομνημονεύματα και σε αντίστοιχο πνεύμα φαίνεται να κινείται η ανάλυση του Βρετανοαιγύπτιου ιστορικού, πανεπιστημιακού και αναλυτή Ισλάμ Ισά για την πόλη που τον έθρεψε και στοίχειωσε τα όνειρά του. Διαρθρώνοντας την αφήγησή του γύρω από την ιδανική, σχεδόν φαντασιωτική εικόνα της Αλεξάνδρειας ως ατελεύτητης πηγής γνώσης, ο συγγραφέας στο βιβλίο του Αλεξάνδρεια, η πόλη που άλλαξε τον κόσμο αναλύει την ιστορία της πόλης όχι μόνο ως πεδίου διαρκών διενέξεων και εξουσίας αλλά και ως μιας μηχανής παραγωγής μύθων και πολιτισμού. Ως εκ τούτου, η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας δεν συνιστά μόνο ένα άτυπο σημείο αναφοράς αλλά μια περίτρανη απόδειξη ότι ήταν κατεξοχήν η πόλη που κατέκτησε την οικουμένη όχι με τα όπλα αλλά με τη γνώση: γύρω από αυτή την μπορχεσιανή εικόνα της παγκόσμιας βιβλιοθήκης, που χωρούσε σχεδόν όλα τα αντίγραφα του κόσμου, κινήθηκαν οι μεγάλοι εφευρέτες και λόγιοι που έζησαν στην Αλεξάνδρεια, εδώ κατοχυρώθηκε η υπεροχή του Ομήρου, οι επιστήμες και η φιλοσοφία, μετά την Αθήνα της κλασικής αρχαιότητας.
Σαν να υπήρχε μια γενεαλογική προϋπόθεση στην πόλη που ίδρυσε ο Αλέξανδρος ως απόλυτη ενσάρκωση του μυθικού, οικουμενικού και πολυπολιτισμικού του οράματος. «Το όραμα για την Αλεξάνδρεια ήταν ιδεαλιστικό. Προοριζόταν να γίνει παγκόσμια πρωτεύουσα, χωνευτήρι πολιτισμών, υπερσύγχρονη μητρόπολη.
Αντίστοιχα, πάλι, η ελευθερία που εξέφρασε αυτό το ανοιχτό σε νέες προσεγγίσεις πολύπτυχο επιστημονικό κέντρο που ήταν η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας δημιούργησε προσδοκίες και φαντασιώσεις που βρήκαν στην πόλη που αγκαλιάζει σαν χάδι τη θάλασσα της Μεσογείου την απόλυτη εκπλήρωσή τους. «Η Αλεξάνδρεια ήταν σίγουρα μια προέκταση αυτής της δραστήριας κατασκευής μύθων. Η ιστορία για την ίδρυσή της συνοδεύεται, όπως και ο ιδρυτής της, από πολυάριθμους θρύλους, οι οποίοι άρχισαν να δημιουργούνται την εποχή του Αλεξάνδρου και διευρύνθηκαν με την πάροδο του χρόνου, υποχρεώνοντάς μας να παλεύουμε με αμφιβολίες και αντιφάσεις», γράφει με απόλυτη ακρίβεια ο Ισλάμ Ισά, ισορροπώντας ανάμεσα στις διαφορετικές αφηγήσεις, σεβόμενος ταυτόχρονα το παγανιστικό παρελθόν αλλά και το χριστιανικό, εβραϊκό και μουσουλμανικό στοιχείο που έδειχναν να αντιμάχονται διαρκώς για την επικράτηση σε μια πόλη που ποτέ δεν τα πήγε καλά με τις μονοδοξίες, για να θυμηθούμε τον όρο που καθιέρωσε η Πολύμνια Αθανασιάδη.
Γι’ αυτό ο Βρετανοαιγύπτιος συγγραφέας στις 600 ωραία μεταφρασμένες από τον Μενέλαο Αστερίου και άκρως απολαυστικές σελίδες του βιβλίου σκόπιμα δεν θέλει να δώσει έμφαση σε μία μόνο πτυχή της πολύπλευρης ιστορίας της πόλης, αναλύοντας τις διαφορετικές επιρροές και δοξασίες και παίρνοντας αποστάσεις από τον οριενταλιστικού τύπου αποικιοκρατικό εξωραϊσμό της πόλης από τον δυτικό κόσμο. Σε αντίθεση, δηλαδή, με την ιστοριογραφία του 19ου αιώνα και την πρόσληψη της Αλεξάνδρειας από συγγραφείς όπως ο Ντάρελ και ο Φόρστερ, που εξέλαβαν την πόλη ως το τελευταίο προπύργιο του αστικού εκδυτικισμού στην Ανατολή, ο Ισά αναδεικνύει μεν το πολυπολιτισμικό παρελθόν αλλά το συνδέει με το πολυθρησκευτικό παρόν, τις σύγχρονες αραβικές επιρροές, την επικράτηση του καφέ, με τον οποίο έπαθαν μανία οι σύγχρονοι Αλεξανδρινοί, την κουλτούρα του σκακιού, των ουσιών και του ναργιλέ.
Ωστόσο, πέρα από κάθε ρεαλιστικά οδυνηρό γεγονός, ο ανοιχτός χαρακτήρας και η μυστικιστική ταυτότητα της πόλης έθρεψαν ατελείωτους μύθους και δοξασίες που λειτουργούσαν ως διαρκές αντίβαρο. Σαν να υπήρχε μια γενεαλογική προϋπόθεση στην πόλη που ίδρυσε ο Αλέξανδρος ως απόλυτη ενσάρκωση του μυθικού, οικουμενικού και πολυπολιτισμικού του οράματος. «Το όραμα για την Αλεξάνδρεια ήταν ιδεαλιστικό. Προοριζόταν να γίνει παγκόσμια πρωτεύουσα, χωνευτήρι πολιτισμών, υπερσύγχρονη μητρόπολη. Αντί να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία η οποία θα επέβαλλε τις δικές της πεποιθήσεις (σε αυτή την περίπτωση μπορεί να αναμενόταν ο Αλέξανδρος να προχωρούσε στον εξελληνισμό του ντόπιου πληθυσμού), η Αλεξάνδρεια ήταν η πόλις που ιδρύθηκε στη βάση της αντίληψης ότι ήταν εφικτή η εναρμόνιση διαφορετικών πολιτισμών και ανθρώπων» γράφει ο Ισά.
Σε αυτήν τη σχεδόν μυθολογική ενατένιση και λόγω της άμεσης σχέσης που είχε με τον Όμηρο, ήταν εύλογο το νησί Φάρος με το εντυπωσιακό μετέπειτα μνημειώδες οικοδόμημα –«το άγαλμα της Ελευθερίας της εποχής»− να είναι ένας από τους λόγους που ο Αλέξανδρος προτίμησε να ιδρύσει εδώ την ιδανική πόλη του. Η νήσος στην οποία αναφερόταν ο Όμηρος είχε άλλη βαρύτητα στις συνειδήσεις των κατοίκων της, καθώς σε αυτόν, μας θυμίζει ο Ισά, παρέπεμπαν πάντα οι λόγιοι της εποχής, ενώ στη Βιβλιοθήκη υπήρχε ολόκληρο δωμάτιο-τμήμα προς τιμήν του.
Η Αλεξάνδρεια που οραματίστηκαν ο μέγας ιδρυτής της και ο Πτολεμαίος ο Α’ είναι, επομένως, αυτή η απόλυτη ιδεολογικοποίηση της συμπαντικής κατάκτησης της γνώσης, κάτι που εξέφραζε με ακρίβεια η συμβολική σημασία των διαφόρων μνημείων: ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου −το περίφημο Σήμα− του οποίου χάνονται τα ίχνη στο βάθος των χρόνων, ο Φάρος, ένα από τα θαύματα του κόσμου, η Βιβλιοθήκη που ο συγγραφέας θέλει μάλλον να καίγεται από λάθος κίνηση των Ρωμαίων, όταν ο Ιούλιος Καίσαρας έκαψε τον ρωμαϊκό του στόλο και η φωτιά μεταδόθηκε στη βιβλιοθήκη, το Σεραπείο, που καταστράφηκε από τους χριστιανούς. Ωστόσο, η σπουδαιότητα της Βιβλιοθήκης ως κέντρου της παγκόσμιας γνώσης δεν οφειλόταν μόνο στους παπύρους, τα πρωτότυπα και τα αντίγραφα όλων των γραπτών έργων που βρίσκονταν στο εσωτερικό της αλλά και στους σπουδαίους λόγιους που συνδέθηκαν με την ιστορία της.
Πρωτοπόροι στη θεωρία −αστρονομία, βιολογία, γεωγραφία και μαθηματικά−, οι επιστήμονες που αξιοποίησαν τον γνωστικό πλούτο της Βιβλιοθήκης προχώρησαν σε εφευρέσεις που άλλαξαν κυριολεκτικά τον κόσμο, όπως είναι και ο χαρακτηριστικός υπότιτλος του βιβλίου του Ισά: από τον σπουδαίο αστρονόμο Κλαύδιο Πτολεμαίο μέχρι τον Ερατοσθένη που υπολόγισε με ακρίβεια την περιφέρεια της Γης αλλά και τον Ηρόφιλο και τον Ερασίστρατο, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι που άσκησαν τη συστηματική ανατομία, η Αλεξάνδρεια αποδείχθηκε η πόλη των επιστημών και της πρωτοπορίας.
Ταυτόχρονα ήταν η πόλη που ανέδειξε όσο καμία άλλη την αυτονομία και τη σκέψη των γυναικών: από τη Μαρία την Ιουδαία, μαθηματικό και αλχημίστρια, η οποία εκτός των άλλων εφηύρε έναν μηχανισμό με αποστακτήρα και κλίβανο, το λεγόμενο σήμερα «μπεν μαρί», έως την Αρσινόη με το κόκκινο στέμμα με κέρατα κριαριού, φτερά πουλιού και ένα σύμβολο ηλιακού δίσκου αλλά και το έμβλημα της ιερής κόμπρας που θα λάτρευε αργότερα η Κλεοπάτρα. Κυρίαρχη ήταν επίσης η μορφή της περίφημης φιλοσόφου και γραμματικού Αγαλλίδας και φυσικά της πλέον διαβασμένης, διπλωμάτισσας, πολύγλωσσης, απόλυτης ηγέτιδας της πόλης, Κλεοπάτρας. Αυτή, ωστόσο, που άλλαξε την πορεία της Αλεξάνδρειας, δεν ήταν, όπως νομίζεται, η πιο σημαντική Κλεοπάτρα από όλες, ως η τελευταία των Πτολεμαίων, αλλά η φιλόσοφος Υπατία, με τη φρικτή δολοφονία της από τους χριστιανούς. Ο συγγραφέας μάλιστα θεωρεί ότι ο τραγικός της θάνατος σήμανε συμβολικά το τέλος της ανεκτικότητας και του ριζοσπαστικού χαρακτήρα της πόλης.
Ωστόσο, η Αλεξάνδρεια ήταν μια πόλη που, παρά τα δραματικά γεγονότα και τις καταστροφές, όπως ο μεγάλος σεισμός το 365 μ.Χ. που κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος της και πολύ σημαντικά μνημεία και αρχαιότητες, πάντοτε έβρισκε τον τρόπο να αναγεννηθεί από τις στάχτες της αφού, όπως επισημαίνει συμπερασματικά ο Ισά, έχει μύθο καταγωγής και επιβολής στο συλλογικό φαντασιακό των ανθρώπων. Αυτό, όμως, που τον προβληματίζει είναι το κρίσιμο για όλες τις πόλεις ζήτημα του επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς της στον βαθμό που είναι δύσκολο να αποκωδικοποιηθεί η τεράστια πολιτιστική κληρονομιά και να υπερισχύσει ο ένας πολιτισμός έναντι του άλλου.
«Η πόλη είναι γεμάτη όμορφα πράγματα και προμαχώνες» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ισά ότι έγραφε ο Ιμπν-Μπατούτα, για να συμπληρώσει πως είναι «ένας τόπος που συνδυάζει την Ανατολή και τη Δύση, τη θρησκεία και την επιστήμη, την παράδοση και την ανανέωση, τον μύθο και την πραγματικότητα». Για του λόγου το αληθές, επικαλείται στοχαστές και ποιητές που ήξεραν ότι η Αλεξάνδρεια δεν είναι σαν καμία άλλη, αποθεώνοντας τη δημιουργική αντιφατικότητά της. Λογικό είναι στις αναφορές του Ισά κεντρικό ρόλο να διαδραματίζει ο αλεξανδρινός Καβάφης αφού, όπως και για εκείνον, «για τον Καβάφη, η Αλεξάνδρεια του παρελθόντος και η Αλεξάνδρεια του παρόντος είναι εντυπωσιακά όμοιες. Φαντάζεται την πόλη μέσα από τα μάτια Ελλήνων Βυζαντινών που μετανάστευσαν από την Κωνσταντινούπολη στο μέσο της χρονικής απόστασης ανάμεσα στην ίδρυση της Αλεξάνδρειας και τη δική του ζωή:
“Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι […] /Όσο κι αν έπαθεν απ’ τους πολέμους βλάβη,/όσο κι αν μίκραινε, πάντα θαυμάσια χώρα”».