Γιατί οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα, παρότι εν τέλει κρίνονται στις κάλπες για την πολιτική τους, στηρίζονται σε τόσο σημαντικό βαθμό στην επικοινωνία; Αν ρωτήσετε έναν έμπειρο πολιτικό, θα σας πει, off the record φυσικά, ότι αυτό συμβαίνει επειδή η εφαρμοσμένη πολιτική και ο συντονισμός της είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση στην Ελλάδα, εξαιτίας κυρίως των δομών και των νοοτροπιών στον πυρήνα του κράτους αλλά και της επικάλυψης αρμοδιοτήτων στην τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτό που λείπει, λοιπόν, σε επίπεδο υλοποίησης «σιδερώνεται» ορισμένες φορές από πάνω με την πολιτική επικοινωνία, ώστε ο πολίτης να αποκομίζει την εντύπωση ότι οι πρωτοβουλίες υλοποιούνται σε βάθος και δεν έχουν κολλήσει στα γρανάζια της κρατικής γραφειοκρατίας μετά τη νομοθέτηση. Δεν είναι καινούριο, δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, αλλά στη χώρα μας έχει γίνει τόσο κυρίαρχο που η επικοινωνία συχνά επικαλύπτει τα πάντα, πολιτικές και αντιδράσεις, αδυναμίες και προόδους, αν μπορούσε θα κάλυπτε και την ίδια την πραγματικότητα. Πριν έρθουμε στο σήμερα, ας θυμηθούμε το στίγμα ορισμένων πολιτικών της Μεταπολίτευσης. Δεν είναι η επικοινωνιακή διαχείριση που προφανώς έκαναν στην εποχή τους. Είναι η πολιτική. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σφράγισε την ομαλή μετάβαση στη Δημοκρατία και την ένταξη μας στην ΕΕ (την τότε ΕΟΚ), ο Ανδρέας Παπανδρέου έβγαλε τους μισούς Ελληνες από το καθεστώς πολίτη β’ κατηγορίας (και γι’ αυτό μνημονεύεται ακόμη παρά τον κρατισμό και τον πλατειασμό του κυβερνητικού του μοντέλου), ο Κώστας Σημίτης έβαλε τη χώρα στην Ευρωζώνη και ολοκλήρωσε μεγάλα έργα (Μετρό Αθήνας, αεροδρόμιο, Αττική Οδός, γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου). Πολιτική ήταν και η απόρριψη του Αλέξη Τσίπρα από τους πολίτες ή δέκα χρόνια νωρίτερα του Κώστα Καραμανλή. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης σταθεροποίησε τη χώρα οικονομικά και διπλωματικά (ενισχύοντάς την και στρατιωτικά) μετά τη δεκαετία των μνημονίων και την περιπέτεια (στα όρια της εκτροπής) από τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Το… πρόβλημα είναι ότι ο στόχος αυτός επετεύχθη. Ο μέσος πολίτης δεν ανησυχεί σήμερα ότι θα επιστρέψει ο Αλ. Τσίπρας και ότι θα κυλήσουμε στο χάος του 2015 και στα μνημόνια, δεν περιμένει ότι ο Ερντογάν θα έρθει «μια νύχτα ξαφνικά», όπως πολλοί φοβούνταν το 2020 και το 2021 και δεν τρέμει για τις απολύσεις, τις περικοπές μισθών και συντάξεων όπως την περασμένη δεκαετία. Θα έλεγε κανείς πώς ούτε τα θυμάται πια αυτά ο πολίτης που πιέζεται από την ακρίβεια και τα χάλια της υγείας, των σχολείων και των συγκοινωνιών —βρίσκονται στο πίσω μέρος του μυαλού του, ως αντανακλαστικά που θα ενεργοποιηθούν μόνο αν προκύψει νέος κίνδυνος. Το διετές σφυροκόπημα της ακρίβειας στη ζωή των Ελλήνων δεν επέτρεψε στον Μητσοτάκη να κεφαλαιοποιήσει τις αυξήσεις των μισθών και των συντάξεων που έφερε η αποκατάσταση της οικονομικής αξιοπιστίας της χώρας. Παράλληλα, οι απειλές υποχώρησαν και η «σταθεροποίηση» που αποτελεί μέχρι στιγμής το σήμα κατατεθέν του αντιμετωπίζεται από πολλούς ως κάτι δεδομένο.
Έτσι είναι η πολιτική όμως. Οι πολίτες δεν σου λένε ποτέ μπράβο για αυτά που πέτυχες (μπορεί να το κάνουν αργότερα, μετά από χρόνια). Αντίθετα, μέσα στον πυρετό της συγκυρίας ζητούν λύσεις εδώ και τώρα για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Και καλά κάνουν.
Το φετινό φθινόπωρο μας βρίσκει χωρίς τις μεγάλες απειλές του πρόσφατου παρελθόντος αλλά και —για πρώτη φορά ίσως— χωρίς προσδοκίες. Η ακρίβεια και τα χάλια του κράτους έχουν «ενσωματωθεί» στον τρόπο που βλέπει την κατάσταση στη χώρα ένα μεγάλο μέρος των πολιτών, εκκινώντας από τη δική του κατάσταση. Έτσι, πέρα από την προσδοκία να σταματήσει ο τρίμηνος καύσωνας που άρχισε στο τέλος Μαΐου, ο Σεπτέμβριος βρίσκει τον μέσο πολίτη να μην περιμένει θετικές εξελίξεις —τουναντίον ένα αίσθημα ματαίωσης εντοπίζεται σε όλες τις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης. Και αυτή η απουσία προσδοκιών είναι ένα σημαντικό πολιτικό πρόβλημα το οποίο φαίνεται ότι δεν μπορεί να αντιληφθεί ένα τμήμα των συμβούλων και των συνομιλητών του Πρωθυπουργού το οποίο κυριάρχησε στα πράγματα μετά την πολύ μαχητική τριετία της κυβέρνησης από το καλοκαίρι του 2019 έως το καλοκαίρι του 2022.
Τρία είναι τα προβλήματα γύρω από τη λειτουργία των προσώπων που πήραν τη σκυτάλη (ή, ενισχύθηκαν λόγω αποχωρήσεων και μετακινήσεων) μετά από την πρώτη, δημιουργική τριετία. Το πρώτο είναι η αντίληψη ότι αν η πολιτική επικοινωνία συγκρουστεί με την πραγματικότητα που βιώνουν οι πολίτες (π.χ. στα νοσοκομεία ή σε ό,τι αφορά το Στεγαστικό) έχει πιθανότητες «επικράτησης». Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι προσαρμόζουν την πραγματικότητα στις σκέψεις και στις ιδέες που έχουν ήδη διαμορφώσει στο μυαλό τους, αντί να κάνουν το αντίθετο. Και το τρίτο και ίσως σοβαρότερο είναι τα προβλήματα της υλοποίησης «μέχρι το τέλος». Οταν αυτό δεν συμβαίνει —και δυστυχώς συχνά δεν συμβαίνει— όσα λείπουν, συμπληρώνονται με επικοινωνία. Ολα δείχνουν, όμως, ότι η διετία (καλοκαίρι 2022-καλοκαίρι 2024) κατά τη διάρκεια της οποίας κυριάρχησε αυτή η προσέγγιση έχει εξαντλήσει την όποια δυναμική της. Διότι η προσέγγιση που λέει ότι όλα βαίνουν καλώς είναι τελικά το flipside της μοιρολατρίας και τους μηδενισμού. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου, αδιέξοδου πολιτικά, νομίσματος καθώς τόσο η προσπάθεια ωραιοποίησης της πραγματικότητας όσο και ο μηδενισμός στερούνται ρεαλιστικής βάσης και αποτελούν προσεγγίσεις στατικές. Αντιδημιουργικές. Για παράδειγμα, ούτε έγιναν όλα τέλεια στη μάχη της κυβέρνησης κατά της ακρίβειας, ούτε όμως ήρθε το τέλος του κόσμου για την κυβέρνηση και τους πολίτες. Είναι προφανές ότι η ακρίβεια δεν θα διαβρώνει για πάντα το κλίμα στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Με το κράτος όμως, το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα, τι γίνεται; Εδώ η απαισιοδοξία είναι τόσο έντονη και η βεβαιότητα ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει τόσο εμπεδωμένη, ώστε κάθε μικρή αλλαγή θα μοιάζει μεγάλη. Λέγεται ότι ο Μητσοτάκης επιδιώκει να κλείσει την οκταετία με μια τριετία μεταρρυθμίσεων σε ένα πεδίο όπου κανένας πρωθυπουργός, τα τελευταία 50 χρόνια τουλάχιστον, δεν έχει επιχειρήσει βαθιές αλλαγές: το κράτος. Οχι με bypass (παράκαμψη), όπως συνέβη με την τεράστια επιτυχία του eGov, αλλά εκεί όπου βρίσκεται το «σκιάχτρο». Ο «μεγάλος κακός» για κάθε κυβέρνηση και κάθε πολίτη. Μια μορφή σαν τον Μάρλον Μπράντο στο φινάλε του «Αποκάλυψη Τώρα». Ηρθε η ώρα να τα βάλει με τη ρίζα του προβλήματος που παράγει τους «σταθμάρχες», αλλά και τις δομές και τις νοοτροπίες που τους καλύπτουν και τους επιτρέπουν να έχουν (καταστροφική) επίδραση στη ζωή μας. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι «την επανίδρυση του κράτους» (όλοι γελούν πια με αυτή τη φράση) την έχουμε ακούσει ξανά από την ΝΔ. Την υπερψήφισαν οι πολίτες το 2004 στο πρόσωπο του Κώστα Καραμανλή που την εξήγγειλε και τους προέκυψε γαλάζιος κρατισμός (stage, συνέντευξη Παυλόπουλου) και χρεοκοπία. Τι ειρωνεία αλήθεια για το σήμερα: πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους εντός και πέριξ της ΝΔ που στέκονται απέναντι σε κάθε εκσυγχρονιστική κίνηση του Μητσοτάκη. Η χρονική συγκυρία έχει όμως μια ενδιαφέρουσα ιδιομορφία. Οι προσδοκίες για βαθιές αλλαγές στο κράτος τείνουν στο μηδέν από την πλευρά των πολιτών. Ενώ ο πήχης «γλείφει το πάτωμα» και με βάση τα πεπραγμένα των προηγούμενων κυβερνήσεων στα 50 χρόνια της ελεύθερης δημοκρατικής ζωής. Επομένως παρουσιάζεται μια ευκαιρία στον Μητσοτάκη να δείξει έργο, αναμένοντας παράλληλα την υποχώρηση του πληθωρισμού που είναι βέβαιο ότι θα αλλάξει το κλίμα και θα δώσει μια ανάσα στους πολίτες. Η ευκαιρία αφορά όμως την πολιτική. Οχι την επικοινωνία που επιχειρεί να κάνει το μαύρο-άσπρο. Διότι όταν οι πολίτες περνούν δύσκολα και πιέζονται, δεν ανέχονται να τους λες ότι «όλα είναι καλά» και ότι απλά οι ίδιοι δεν το αντιλαμβάνονται. Η κυβέρνηση καλείται τώρα να εργαστεί πάνω σε έναν στόχο που θα κινητοποιεί και θα προσφέρει κατεύθυνση. Να πει, να κάνει και να συμφωνήσουν όλοι ότι αυτό που είπε όντως έγινε. Οπως με την αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών, το eGov, την ταχύτερη έκδοση των συντάξεων και πολλές ακόμη προηγηθείσες παρεμβάσεις. Να ξαναβρεί, με λίγα λόγια, τον γραφικό χαρακτήρα της πρώτης τριετίας. Ο μεγάλος στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος από το κράτος που πληγώνει την καθημερινότητα όλων μας. «Εχθρός», λοιπόν, εξακολουθεί να υπάρχει. Είναι αυτός που προκαλεί τρόμο σε όλες τις κυβερνήσεις. «Horror»… έλεγε ο Μάρλον Μπράντο στο τέλος της ταινίας, σε έναν από τους από τους σπουδαιότερους μονολόγους στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου. Στην κυβέρνηση μάλλον υποτιμούν το πόσο έτοιμη είναι η κοινωνία για αυτή τη ρήξη (και πόσο δεν τη φοβάται και καθόλου δεν την τρέμει), το πόσο ενδιαφέρεται για την πολιτική (παρότι λέγεται ότι δεν συμπαθεί τους πολιτικούς) και το πόσο προφανής και απαράδεκτη μπορεί να γίνει στα μάτια της, πλέον, η επικοινωνιακή διαχείριση της αποφυγής κάθε τέτοιας αναμέτρησης.