Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα, τη νύχτα της 10ης προς 11η Ιουνίου του 323 π.Χ.. το σώµα του θάφτηκε αρχικά στη Μέµφιδα της Αιγύπτου από έναν από τους στρατηγούς του, τον Πτολεµαίο Α΄ τον Σωτήρ, πριν µεταφερθεί στην Αλεξάνδρεια, όπου και ετάφη ξανά.
Ο Ιούλιος Καίσαρας, η Κλεοπάτρα και ο Αύγουστος, µεταξύ άλλων, επισκέφτηκαν τον τάφο του Αλεξάνδρου στην Αλεξάνδρεια κατά την αρχαιότητα και αυτό µαρτυρείται από πολλές ιστορικές πηγές.
Το ιστορικό της ταφής
Σύµφωνα µε τους Ρωµαίους ιστορικούς Κούρτιο Ρούφο και Μάρκο Ιουστίνο, ο Αλέξανδρος λίγο πριν από το θάνατό του ζήτησε να ενταφιαστεί στο ναό του Άµµωνα ∆ιός ο οποίος βρισκόταν στην όαση της Σίβα.
Ο Αλέξανδρος, ο οποίος είχε ζητήσει να αναφέρεται και να θεωρείται γιος του Άµµωνα ∆ία δεν επιθυµούσε να ταφεί δίπλα στον πατέρα του Φίλιππο Β΄ στις Αιγές, σύµφωνα πάντα µε τους Ρούφο και Ιουστίνο.
Αν και η Βαβυλώνα θα µπορούσε αρχικά να θεωρηθεί ως η προφανής τοποθεσία για τη ταφή του Αλέξανδρου, αφού είχε αποβιώσει εκεί αλλά και την είχε ανακηρύξει ως πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του, υπήρχε µερίδα των αξιωµατικών του οι οποίοι υποστήριξαν πως θα έπρεπε να ταφεί στο βασιλικό νεκροταφείο του οίκου των Αργεαδών, στις Αιγές -σηµερινή Βεργίνα-, όπως και ο πατέρας του Φίλιππος Β΄.
Το σώµα του Αλέξανδρου τοποθετήθηκε σε ένα φέρετρο από «σφυρηλατηµένο χρυσό», σύµφωνα µε τον ∆ιόδωρο, το οποίο «προσαρµόστηκε στο σώµα του». Το φέρετρο αναφέρεται επίσης και από τον Στράβωνα και τον Κούρτιο Ρούφο. Αργότερα το 89 – 90 π.Χ. το χρυσό φέρετρο έλιωσε και αντικαταστάθηκε µε ένα άλλο από γυαλί, έτσι ο καθένας µπορούσε να δει το σώµα του Μακεδόνα Βασιλιά.
Η κατοχή του σώµατος όµως αλλά και η τοποθεσία της ταφής έγινε αντικείµενο έντονης διαµάχης µεταξύ του Περδίκκα, του Πτολεµαίου Α΄ Σωτήρ και του Σέλευκου Α’ Νικάτορα.
Όταν έφτασε η ώρα να µετακινηθεί το σώµα του Βασιλέα από τη Βαβυλώνα το 321 π.Χ.,ο Περδίκκας -ο οποίος είχε πλέον καθήκοντα αντιβασιλέα στην αυτοκρατορία- επέλεξε ως τόπο της ταφής τις Αιγές.
Ενώ όµως η νεκρική ποµπή µε το επιβλητικό νεκρικό άρµα µε τον αποθανόντα Βασιλέα κατευθυνόταν προς τη Μακεδονία, κάπου κοντά στη ∆αµασκό ο στρατηγός Αρριδαίος, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την ποµπή, δρώντας για λογαριασµό του Πτολεµαίου του Α’ άρπαξε την άµαξα και τη µετέφερε στην Αίγυπτο.
Μετά την αρπαγή του σώµατος ο στρατηγός Περδίκκας ο οποίος είχε καθήκοντα αντιβασιλέα στην Βαβυλώνα (ουσιαστικά επιµελητής της Αυτοκρατορίας που άφησε πίσω του ο Μέγας Αλέξανδρος) εκστράτευσε εναντίον του Πτολεµαίου. Υπέστη όµως συντριπτική ήττα κατά τη µάχη στο Νείλο ποταµό, και δολοφονήθηκε από τους ίδιους του τους αξιωµατικούς στη σκηνή του.
Η ταφή
Το σώµα του Αλέξανδρου τάφηκε αρχικά στη Μέµφιδα από τον Πτολεµαίο σύµφωνα µε τις µαρτυρίες του ιστορικού και γεωγράφου Παυσανία καθώς και τις αναφορές του Πάριου χρονικού µεταξύ 321 και 320 π.Χ.
Ο Παυσανίας αναφέρει πως ο Πτολεµαίος τίµησε κατά τα Μακεδονικά έθιµα την σορό. Η ταφή του Αλέξανδρου στη Μέµφιδα έγινε σε ένα µαυσωλείο που χτίστηκε για να στεγάσει τόσο τον Αλέξανδρο όσο και την πτολεµαϊκή βασιλική οικογένεια.
Άλλες πληροφορίες αναφέρουν ότι χρησιµοποιήθηκε το κενοτάφιο του Νεκτανεβώ Β΄, του τελευταίου γηγενή Φαραώ της Αιγύπτου. Ιστορικοί, όπως Βρετανός Άντριου Τσαγκ, έχουν προτείνει ότι αυτός ο ναός του Νεκτανεβώ στη Saqqara ήταν ο αρχικός τάφος του Αλέξανδρου.
Ο ναός θα ήταν µόλις µερικές δεκαετίες όταν ο Πτολεµαίος έψαχνε για έναν τόπο ταφής, και ήταν πιθανώς το πιο πρόσφατο σηµαντικό µη περσικό µνηµείο στην Αίγυπτο, και εποµένως ένα ιδανικό µέρος για να αναπαυθεί ο Αλέξανδρος.
Αργότερα, στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., το σώµα του Αλέξανδρου µεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια από τον γιο και διάδοχο του Πτολεµαίου στην Αίγυπτο, τον Πτολεµαίο Β΄ τον Φιλάδελφο, ο οποίος και το ενταφίασε εκεί κάτι που σηµαίνει πως αυτό συνέβη το 282 π.Χ., ή λίγο αργότερα που ήταν το έτος θανάτου του Πτολεµαίου Α΄. Αργότερα, στα µέσα του 2ου αιώνα π.Χ., ο Πτολεµαίος ∆΄Φιλοπάτωρ τοποθέτησε το σώµα του Αλέξανδρου στο κοινοτικό µαυσωλείο της Αλεξάνδρειας, το οποίο ονοµαζόταν ΣΩΜΑ, ενώ αναφέρεται και ως ΣΗΜΑ.
Οι ιστορικές µαρτυρίες
Το 48 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας θα επισκεφθεί το σώµα του Αλέξανδρου στην Αλεξάνδρεια. Λίγα χρόνια αργότερα, µετά τον θάνατο της τελευταίας Ελληνίδας Φαραώ της Αιγύπτου, Κλεοπάτρας Ζ΄, το σώµα επισκέφθηκε και ο Οκταβιανός Αύγουστος, ο οποίος εναπόθεσε άνθη στον τάφο και ένα χρυσό διάδηµα στην κεφαλή του Αλεξάνδρου.
Εκεί ο Αύγουστος όταν του πρότειναν στη συνέχεια να επισκεφθεί και τους τάφους των Πτολεµαίων θα πει την ιστορική φράση «Επιθυµία µου ήταν να δω έναν Βασιλέα και όχι πτώµατα».
Σύµφωνα µε τον Σουητώνιο, ο Ρωµαίος αυτοκράτορας Καλιγούλας αφαίρεσε αντικείµενα από τον τάφο του Αλέξανδρου, ανάµεσα στα οποία και τον θώρακα του. Το 199 µ.Χ. ο τάφος θα σφραγιστεί από τον Ρωµαίο αυτοκράτορα Σεπτίµιο Σεβήρο κατά την επίσκεψη του στην Αλεξάνδρεια.
Αργότερα, το 215 µ.Χ., σύµφωνα µε τον χρονικογράφο Ιωάννη της Αντιόχειας, ο Ρωµαίος αυτοκράτορα Καρακάλλας κατά την επίσκεψη του, αφαίρεσε τον µανδύα, το δαχτυλίδι και τη ζώνη του που ο ίδιος φορούσε, και τα εναπόθεσε στο φέρετρο του Αλέξανδρου.
Στα τέλη του 4ου αιώνα και µετά από την κατάργηση του πολυθεϊσµού από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄ το 391, σηµειώνονται κατά το ίδιο έτος γενικευµένες συγκρούσεις µεταξύ φανατικών χριστιανών µοναχών υπό την καθοδήγηση του αρχιεπίσκοπου Αλεξανδρείας Θεόφιλου και των πιστών της εθνικής θρησκείας στην πόλη, µε τους πρώτους να καταστρέφουν τους πολυθεϊστικούς ναούς και το Σεραπείο καθώς και πολύ πιθανώς -χωρίς όµως να υπάρχουν καταγεγραµµένες ιστορικές µαρτυρίες- και το ίδιο το µαυσωλείο όπου βρισκόταν ο τάφος του Αλεξάνδρου.
Η κύρια πηγή για τα γεγονότα αυτά –των γενικών καταστροφών- είναι ο συνεργάτης του αρχιεπισκόπου Θεόφιλου και εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης ο Σχολαστικός στο έργο Εκκλησιαστικαί Ιστορίαι, ωστόσο δεν υπάρχει καµία απολύτως αναφορά για τον ίδιο τον τάφο ή το σώµα του Αλεξάνδρου από τους καταστροφείς, παρά µόνο το ότι ανακάλυψαν ένα µεγάλο θησαυρό από την εποχή του Αλεξάνδρου τον οποίο και χρησιµοποίησαν για την χρηµατοδότηση της κατασκευής εκκλησιών στην πόλη.
Κατά το 400 µ.Χ. ο Ιωάννης ο Χρυσόστοµος στη Β΄ προς Κορινθίους επιστολή απευθύνει το ερώτηµα ως προς το που βρίσκεται ο τάφος του Αλεξάνδρου στο Σήµα (πού γάρ εἰπέ µοί, τό Σῆµα Ἀλεξάνδρου, δείξου µοί), κάτι που αποτελεί ισχυρή ένδειξη πως η τοποθεσία του τάφου δεν είναι πλέον γνωστή.
Έτσι «επίσηµα» ο τάφος του Μέγα Αλέξανδρου θα «εξαφανιστεί» κάπου µεταξύ του 390 και του 400 µ.χ.
Ωστόσο υπάρχει και ένα άλλο µέρος της χριστιανικής παράδοσης όπου ο όσιος Σισώης, ο οποίος έζησε κατά τον 4ο και 5ο αιώνα και πέθανε το 429 µ.Χ., απεικονίζεται σε πλήθος διαφόρων αγιογραφικών παραστάσεων να προσκυνά τον τάφο του Αλεξάνδρου στην Αλεξάνδρεια.
Η παράσταση µε τον τάφο πιθανώς εµφανίστηκε αρκετά αργότερα κατά τον 15ο αιώνα, είναι άγνωστο όµως το κατά πόσο αποτελεί µια ιστορική µαρτυρία ή µια συµβολική απεικόνιση.
Με την πάροδο των αιώνων η Αλεξάνδρεια βρέθηκε υπό την Βυζαντινή αυτοκρατορία, η οποία και έχασε την Αλεξάνδρεια από τους Άραβες το 643.
Μετέπειτα ιστορικοί όπως ο Ιµπν Αµντ αλ-Χακάµ, ο Αλ-Μασούντι, και ο Λέων ο Αφρικανός, αναφέρουν πως είχαν «δει» τον τάφο του Αλέξανδρου.
Ο Λέων ο Αφρικανός ο οποίος επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια το 1491 αναφέρει: «Ανάµεσα στα χαλάσµατα της Αλεξάνδρειας, εξακολουθεί να παραµένει ένα µικρό οικοδόµηµα, χτισµένο σαν παρεκλήσσι, αξιοπρόσεκτο λόγω ενός εκπληκτικού τάφου τον οποίο έχουν σε µεγάλη υπόληψη οι Μαχοµετανοί (Μωαµεθανοί), και ισχυρίζονται πως µέσα στο µνήµα, βρίσκεται το σώµα του Αλέξανδρου του Μέγα…
Ένα τεράστιο πλήθος από ξένους κατευθυνόταν προς τα εκεί, ακόµα και από µακρινές χώρες, για τον σκοπό της λατρείας και απόδοσης τιµών στον τάφο, στον οποίο παροµοίως συχνά αφήνουν σηµαντικές δωρεές».
Οι έρευνες για τη θέση του Σήµατος
Το Αιγυπτιακό συµβούλιο αρχαιοτήτων, έχει επίσηµα αναγνωρίσει πάνω από 140 αρχαιολογικές ανασκαφές για την αναζήτηση του τάφου του Αλεξάνδρου.
Ο Μαχµούτ ελ-Φαλάκι, ο οποίος είχε συντάξει τον χάρτη της αρχαίας Αλεξάνδρειας, πίστευε πως ο τάφος βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, στην διασταύρωση της αρχαίας Κανόπιας οδού (σύγχρονη λεωφόρος Χορέγια, Horreya) και τον αρχαίο δρόµο µε τον κωδικό R5.
Από τότε, υπήρξαν και άλλοι λόγιοι όπως ο Τάσος Νερούτσος, Χάινριχ Κίεπερτ (Heinrich Kiepert), και Ερνστ βον Ζίεγκλιν (Ernst von Sieglin) οι οποίοι οριοθέτησαν τον τάφο στην ίδια περιοχή.
Το 1850, ένας Έλληνας της Αλεξάνδρειας, ο Αµβρόσιος Σκυλίτσης, ισχυρίστηκε πως είδε το ταριχευµένο σώµα του Αλέξανδρου µέσα σε γυάλινο φέρετρο και ότι βρισκόταν µέσα στο Τέµενος του Προφήτη ∆ανιήλ (Nabi Daniel) στην Αλεξάνδρεια. Αργότερα, το 1879, ένας εργολάβος που εκτελούσε επιδιορθώσεις στο τζαµί, κατά λάθος έριξε ένα τοίχωµα κάνοντας άνοιγµα προς το υπόγειο του τζαµιού, στο οποίο και ανέφερε πως είδε κάποια µνηµεία τα οποία φαίνονταν σα να είναι κατασκευασµένα από γρανίτη, και τα οποία διέκρινε να διαθέτουν µια γωνιώδη κορυφή. Η ζηµιά όµως επιδιορθώθηκε άµεσα και οι υπεύθυνοι του τζαµιού ζήτησαν από τον εργολάβο να µην αναφέρει το συµβάν.
Το 1888, ο Ερρίκος Σλήµαν αποπειράθηκε να κάνει έρευνες στο ίδιο τζαµί, αλλά δεν του δόθηκε άδεια ανασκαφής.
Το 1993 ο ιστορικός ερευνητής Τριαντάφυλλος Παπαζώης ανέπτυξε την θεωρία πως στο βασιλικό τάφο ΙΙ της Βεργίνας δεν είναι θαµµένος ο Φίλιππος Β´ αλλά ο Μέγας Αλέξανδρος µαζί µε την σύζυγό του Ρωξάνη, λέγοντας ότι, µε βάση τις ιστορικές πηγές, ο θώρακας, η ασπίδα, το κράνος και το ξίφος που βρέθηκαν µέσα σ’ αυτόν πρέπει να ανήκουν στον προσωπικό οπλισµό του Αλέξανδρου.
Με την άποψη Παπαζώη συντάσσεται και η διακεκριµένη Ελληνίδα βυζαντινολόγος Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, στο βιβλίο της «Ο Μέγας Αλέξανδρος των Βυζαντινών».
Το 1995, η Ελληνίδα αρχαιολόγος Λιάνα Σουβαλτζή ανακοίνωσε πως ταυτοποίησε ένα τάφο στην Όαση Σίβα της Αιγύπτου µε αυτό του Αλέξανδρου.
Ο ισχυρισµός αυτός όµως τέθηκε γρήγορα σε αµφισβήτηση από τον γενικό γραµµατέα του υπουργείου Πολιτισµού της Ελλάδας, Γεώργιο Θωµά, ο οποίος έσπευσε να πει πως είναι αβέβαιο το αν η δοµή που ανασκάφηκε είναι καν τάφος.
Συνεχίζοντας, ο γενικός γραµµατέας ανέφερε πως η τεχνοτροπία της ανασκαφείσας οικοδοµής, δεν ήταν Μακεδονική όπως έλεγε η Σουβαλτζή και πως τα θραύσµατα των πλακών τα οποία τους στάλθηκαν προς εξέταση, δεν υποστήριζαν καµία από τις µεταφράσεις τις οποίες παρείχε η ερευνήτρια ως αποδείξεις του ευρήµατος της.
Η πιο παράξενη εκδοχή για την τύχη του τάφου του Μέγα Αλέξανδρου είναι η θεωρία του Άντριου Τσαγκ η οποία παρουσιάστηκε το 2002 και υποστηρίζει πως το σώµα εκλάπη κατά τον Μεσαίωνα, από Βενετούς έµπορους στην Αλεξάνδρεια, οι οποίοι λανθασµένα πιστεύοντας πως το σώµα ήταν του Αγίου Μάρκου – προστάτη της Βενετίας-, και στην πραγµατικότητα σήµερα βρίσκεται στον οµώνυµο καθεδρικό ναό στη Βενετία.
Ο Άγιος Μάρκος πιστώνεται ότι έγραψε το Ευαγγέλιο του Μάρκου και µαρτύρησε στην Αλεξάνδρεια λίγο µετά το 60 µ.Χ. Για τα πρώτα 350 χρόνια µετά το θάνατό του, οι χριστιανικές πηγές υποστήριζαν ότι το σώµα του είχε καεί και καταστραφεί.
Ένα κείµενο του 4ου αιώνα που αντέκρουε αυτό βρέθηκε αργότερα ότι ήταν πλαστό του 6ου αιώνα. Ωστόσο, το 392 τα γραπτά του Αγίου Ιερώνυµου µας λένε ότι το σώµα του Αγίου Μάρκου βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια.
Κάπως έτσι, το σώµα του Μάρκου εµφανίστηκε ως εκ θαύµατος ένα χρόνο µετά τα Θεοδοσιανά διατάγµατα (389-391) και αµέσως µετά την εξαφάνιση του σώµατος του Αλεξάνδρου. Σύµφωνα µε τη θεωρία του Τσαγκ, ο Αλέξανδρος ενταφιάστηκε στη σαρκοφάγο του Νεκτανεβώ στη Μέµφιδα όταν µεταφέρθηκε για πρώτη φορά στην Αίγυπτο.
Τόσο ο Μακεδόνας Βασιλέας όσο και η σαρκοφάγος µεταφέρθηκαν αργότερα στο Σήµα, τα ερείπια του οποίου βρίσκονται κάπου κάτω από την πόλη κοντά στην διασταύρωση της λεωφόρου Χορέγια και του δρόµου Nabi Daniel. Εκατό µέτρα πιο πέρα είναι το Τέµενος του Προφήτη ∆ανιήλ.
Ο τάφος βρισκόταν εκεί για περισσότερα από 700 χρόνια µέχρι που τα Θεοδοσιανά ∆ιατάγµατα ανάγκασαν τους διαχειριστές του, όποια και να ήταν αυτοί, να µετονοµάσουν τον τάφο σε χριστιανικό µνηµείο του Αγίου Μάρκου για να γλιτώσει από την καταστροφή.
Το σώµα του Αλέξανδρου εξαφανίστηκε κάπου το 390 την «ίδια στιγµή» και το µέρος του εµφανίστηκε αυτό του Μάρκου γύρω στο 392.
Σύµφωνα πάντα µε τον Τσαγκ αιώνες αργότερα, οι Βενετοί έκλεψαν το σώµα, πιστεύοντας ότι ήταν του πολιούχου αγίου τους, και πήραν µαζί τους ένα κοµµάτι από το πτολεµαϊκό περίβληµα της σαρκοφάγου.
Στη Βενετία, τα λείψανα λατρεύονταν ως τα λείψανα του Αγίου Μάρκου. Πίσω στην Αλεξάνδρεια, η άδεια πλέον σαρκοφάγος κατέληξε στο Τζαµί Ατταρίν, το οποίο επίσης είχε αποκτήσει τη φήµη ότι κτισµένο επάνω στον χαµένο τάφο, µόλις 300 µέτρα πιο µακριά από το Τέµενος του ∆ανιήλ.
Ο διάσηµος Μέγας κατακτητής είναι πολύ πιθανό να βρίσκεται µέσα στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, παρερµηνευµένος ως χριστιανός άγιος.
Θα χρειαζόταν µόνο µια επανεξέταση των υπολειµµάτων για να γίνει ή να καταρριφθεί αυτή η θεωρία, αλλά δεδοµένης της απροθυµίας της Καθολικής Εκκλησίας και της πόλης της Βενετίας να αποκαλύψουν µια ενδεχόµενη γκάφα, οι ελπίδες για διευθέτηση του θέµατος δεν είναι πιθανό να εκπληρωθούν σύντοµα.