Η ομιλία του Κύπριου Προέδρου σε εκδήλωση μνήμης στον Γιάννο Κρανιδιώτη και τους δημοσιογράφους Νίνα Ασημακοπούλου, Δημήτρη Πανταζόπουλο και Παναγιώτη Πούλο που σκοτώθηκαν κατά την πτήση του πρωθυπουργικού FALCON τον Σεπτέμβριο του 1999 στη Ρουμανία, όταν το αεροσκάφος υπέστη σφοδρές αναταράξεις και έχασε απότομα ύψος.
Η μέγιστη τιμή για τον Γιάννο Κρανιδιώτη θα ήταν «η μετεξέλιξη της Κύπρου σε ένα κράτος απαλλαγμένο από αναχρονιστικές εγγυήσεις και κατοχικά στρατεύματα», υπογράμμισε ο Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης σε ομιλία του σε εκδήλωση μνήμης στον Γιάννο Κρανιδιώτη και τους δημοσιογράφους Νίνα Ασημακοπούλου, Δημήτρη Πανταζόπουλο και Παναγιώτη Πούλο που σκοτώθηκαν κατά την πτήση του πρωθυπουργικού FALCON τον Σεπτέμβριο του 1999 στη Ρουμανία, όταν το αεροσκάφος υπέστη σφοδρές αναταράξεις και έχασε απότομα ύψος.
Την εκδήλωση συνδιοργάνωσαν το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ και η Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα, με αφορμή τη συμπλήρωση 25 χρόνων από το τραγικό δυστύχημα.
Σημείωσε ότι «συνδύαζε το όραμα με τον πολιτικό διεκδικητικό ρεαλισμό, την τεχνοκρατική και επιστημονική κατάρτιση με την πολιτική διορατικότητα και τη σύγχρονη ευρωπαϊκή αντίληψη», ενώ υπενθύμισε ότι «για 18 χρόνια απ’ όλες τις θέσεις που υπηρέτησε υπήρξε ένας σημαντικός θεσμικός σύνδεσμος ανάμεσα στην Κύπρο και την Ελλάδα, αναλαμβάνοντας πολλές φορές άχαρες αποστολές, ειδικότερα όταν Αθήνα και Λευκωσία είχαν διαφορετικές προσεγγίσεις».
Υπογράμμισε δε πως παρόλο που «το Κυπριακό βρισκόταν στον πυρήνα του αξιακού του συστήματος και της συνείδησής του, ο Γιάννος Κρανιδιώτης δεν ήταν μονοθεματικός. Η ευρυμάθειά του, το ακαδημαϊκό του υπόβαθρο, η έντονή του πεποίθηση για τις δυνατότητες και τις προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν τέτοια που τον όπλιζαν με επιχειρήματα ώστε να επιμένει να τοποθετηθεί το Κυπριακό μέσα στο πλαίσιο των ευρύτερων εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο, στην Μέση Ανατολή και στην Ευρώπη».
Έτσι, σημείωσε, κατάφερε να εμπλουτίσει τους ορίζοντες της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας αλλά και της ιδιαίτερης πατρίδας του, που για πολλά χρόνια είχε «μία έντονα μονοθεματική εξωτερική πολιτική βασισμένη στη λανθασμένη εντύπωση ότι τα δικά μας θέματα, η Κύπρος αποτελεί τον ”ομφαλό της γης”, ότι όλοι ασχολούνται με τα κυπριακά θέματα, χωρίς εμείς να διεκδικούμε λόγο και ρόλο σε σημαντικά περιφερειακά ή ευρωπαϊκά θέματα».
Συνέβαλε, ακόμη, καθοριστικά ώστε το Κυπριακό να γίνει σαφώς πιο κατανοητό στις λεπτομέρειές του και στην περιφερειακή του διάσταση, στα κέντρα διαμόρφωσης και λήψης αποφάσεων στην Αθήνα και σε πλείστα ευρωπαϊκά κράτη και θεσμούς. «Ο ρόλος του ήταν καταλυτικός ώστε οι ανησυχίες των Ελλήνων της Κύπρου να γίνονται πιο κατανοητές και αποδεκτές».
«Μακριά από προσωπικούς ανταγωνισμούς και εξωθεσμικές ατζέντες που συναντούμε στην πολιτική, ο Γιάννος Κρανιδιώτης υπηρέτησε με αξιοσύνη τον ρόλο του ως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος των Κυπρίων στο πολιτειακό σύστημα της Ελλάδας. Ταυτοχρόνως, λειτουργούσε ως η αξιόπιστη γέφυρα προώθησης των θέσεων της Αθήνας στη Λευκωσία».
Όπως συμπλήρωσε, υπάρχει μία ανησυχία για το αν Αθήνα και Λευκωσία μιλούν ειλικρινά, αλλά ευτυχώς αυτό δεν συμβαίνει σήμερα. «Αυτή η πολύ στενή σχέση δημιουργεί και πολλούς περιορισμούς που στο παρελθόν μας οδήγησε και σε πολλές περιπέτειες. Και ο Γιάννος Κρανιδιώτης ήταν αυτός που σε αυτές τις δύσκολες στιγμές μετέφερε τα αναγκαία μηνύματα, που δεν μπορούσαν ενδεχομένως να λεχθούν σε επίπεδο των αρχηγών των κυβερνήσεων». Πάντοτε, όπως ανέφερε με τρόπο διακριτικό και σεβόμενος την ανεξαρτησία της Κύπρου.
«Ίσως γιατί ποτέ δεν ξέχασε το μεγάλο δίδαγμα της Ιστορίας, που θέλει εμάς τους Έλληνες να δημιουργούμε και να πετυχαίνουμε τους στόχους μας όταν είμαστε ενωμένοι αλλά και να οδηγούμαστε σε σοβαρά αδιέξοδα όταν διολισθαίνουμε προς τη διχόνοια και δεν είμαστε ειλικρινείς ανάμεσα μας», προσέθεσε. Επισήμανε πως η σημαντικότερη διπλωματική επιτυχία της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν η ένταξή της στη μεγάλη Ευρωπαϊκή οικογένεια το 2004 και υπογράμμισε τον καθοριστικό ρόλο του Κρανιδιώτη στην υποβολή αίτησης ένταξης τον Ιούλιο του 1990, «όταν πολλοί, τόσο στην Αθήνα όσο και στη Λευκωσία, δεν πίστευαν στην ευρωπαϊκή προοπτική της Κυπριακής Δημοκρατίας και θεωρούσαν μία τέτοια πρωτοβουλία ως ουτοπική-ηταν ο Γιάννος Κρανιδιώτης που άλλαξε αυτή την άποψη στη Λευκωσία».
Στην Κέρκυρα στις 25 Ιουνίου 1994 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε ότι η επόμενη διεύρυνση της ΕΕ θα περιλάμβανε την Κύπρο και τη Μάλτα, «αποτέλεσμα της δραστήριας κινητοποίησης και των διπλωματικών ενεργειών του Γιάννου Κρανιδιώτη, πάντα σε συνεργασία με την κυπριακή κυβέρνηση και τον αείμνηστο Γλαύκο Κληρίδη. Ήταν μια προσωπική του επιτυχία.
Ήταν το χρέος προς την ιδιαίτερή του πατρίδα, η οποία είχε πληγεί βάναυσα από την τουρκική εισβολή και κατοχή από το 1974».
Υπενθύμισε δε πως για «εξουδετέρωση των έντονων τουρκικών διπλωματικών ενεργειών και των έντονων αμφιβολιών κάποιων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, σε σχέση με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς την εκ των προτέρων επίλυση του Κυπριακού, ο Γιάννος Κρανιδιώτης ως υφυπουργός Εξωτερικών απηύθυνε μία επιστολή, ιστορικό ντοκουμέντο προς τους υπουργούς Εξωτερικών των κρατών-μελών της ΕΕ, με την οποία απαντούσε τεκμηριωμένα στις τουρκικές αιτιάσεις, αναδείκνυε την έλλειψη πολιτικής βούλησης για λύση του κυπριακού από τουρκικής πλευράς που υπονόμευαν την προσπάθεια αλλά και που από τότε απαιτούσαν αναγνώριση χωριστής κυριαρχίας, και κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό».
«Η παρούσα κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο δεν είναι επιλογή για εμάς»
«Η ένταξη, ανάμεσα σε πολλά άλλα, μας απέφερε τεράστια οφέλη σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, από την καθημερινότητά μας στο εμπόριο, το επιχειρείν, τον τουρισμό, την υγεία, την αλιεία, τη ναυτιλία, τη γεωργία, τις μεταφορές, την οικονομία. Η συμμετοχή μας στην ΕΕ μας γεμίζει και με αισθήματα αισιοδοξίας γιατί γνωρίζουμε πόσα ακόμα μπορούμε να πετύχουμε ως ενεργά μέλη της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας, με αυτοπεποίθηση, με δυναμισμό και με σιγουριά».
Όπως σημείωσε, ο ίδιος δεν είναι θιασώτης προσεγγίσεων σε πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ όπου για όλα τα αρνητικά που συμβαίνουν φταίνε η ΕΕ και οι Βρυξέλλες ενώ όλες οι επιτυχίες οφείλονται αποκλειστικά στις δικές τους προσπάθειες εντός του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Στην περίπτωση της Κύπρου, προσέθεσε, αυτή η εικοσάχρονη πορεία δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. «Δεν μπορώ να φανταστώ πώς ένα μικρό κράτος θα μπορούσε να αντιμετωπίσει σημαντικότατες προκλήσεις αν δεν ήμασταν κράτος-μέλος της ΕΕ. Μαζί με τους εταίρους μας αντιμετωπίσαμε δυσκολίες, αλλά και πρωτοφανείς προκλήσεις, κρίσεις, όπως η τραπεζική και οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας, η πανδημία του κορονοϊού, ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλά και πιο πρόσφατα η μεταναστευτική και προσφυγική κρίση».
«Πρόκειται για μία εξέλιξη που αναπόφευκτα επηρεάζει τις προσπάθειες μας για τερματισμό της κατοχής και επανένωσης της πατρίδας μας. Αυτή ακριβώς ήταν η συλλογιστική του Γιάννου Κρανιδιώτη όταν επέμενε πεισματικά για την αναγκαιότητα αίτησης ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
«Η παρούσα κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο δεν είναι επιλογή για εμάς», υπογράμμισε. «Η παρούσα κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους και δεν διασφαλίζει το μέλλον του κυπριακού ελληνισμού στην Κύπρο».
Όπως σημείωσε, ο Κρανιδιώτης είχε αναφέρει ότι ο ευρωπαϊκό δρόμος της Άγκυρας περνάει μέσα από τη Λευκωσία και την Αθήνα, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι το Κυπριακό είναι διεθνές πρόβλημα ανεξάρτητο από τα ελληνοτουρκικά και ότι μία δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού θα συνέβαλλε τόσο στη βελτίωση των ελληνοτουρκικών θέσεων όσο και στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας.
Σε συνεργασία και πλήρη συνεννόηση και πλήρη ειλικρίνεια με την ελληνική κυβέρνηση, καθώς και τους άλλους εταίρους, η Κύπρος εργάζεται μεθοδικά για την επανέναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων για επίλυση του Κυπριακού, προσέθεσε.
«Είκοσι χρόνια μετά την ένταξη στην ΕΕ η Κυπριακή Δημοκρατία δεν διακατέχεται από φοβικά σύνδρομα και ασφαλώς, η αναζήτηση λύσης δεν μπορεί να προσεγγίζεται μέσα από λογικές της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Όραμά μου είναι μια χώρα που θα διασφαλίζει όλα τα δικαιώματα για όλους τους νόμιμους κατοίκους της, Ελληνοκύπριους, Τουρκοκύπριους, Μαρωνίτες, Αρμένιους και Λατίνους, προσφέροντάς τους αυτά που απολαμβάνουν και άλλοι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ασφάλεια, ευημερία και ειρήνη», σημείωσε.
Ανέφερε δε πως σε λίγες μέρες μεταβαίνει στη Νέα Υόρκη για τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, «με την προσδοκία ότι θα εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες για να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα στο Κυπριακό, που δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου».
«Έχω μεταφέρει στον γενικό γραμματέα ότι είμαι έτοιμος για συνάντηση με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη αλλά και την τουρκική ηγεσία. Δεν μας φοβίζει ο διάλογος, έχουμε θέσεις και επιχειρήματα, ξέρουμε καλά πού θέλουμε να φτάσουμε», τόνισε.
«Με ρεαλισμό και αυτοπεποίθηση, με σχεδιασμό και με αποφασιστικότητα, διεκδικούμε το αυτονόητο: Τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ένα κράτος απαλλαγμένο από αναχρονιστικές εγγυήσεις και κατοχικά στρατεύματα, ένα κράτος πραγματικά ανεξάρτητο και κυρίαρχο σε όλη την επικράτειά του, μέλος της ΕΕ και των Ηνωμένων Εθνών, που μόνο του θα ορίζει την τύχη του».