Αυτό που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022 ως ο μεγαλύτερος πόλεμος στην Ευρώπη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τώρα διεκδικεί τον τίτλο της πρώτης παγκόσμιας σύγκρουσης από τον Ψυχρό Πόλεμο, με δεκάδες χώρες να συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα.
Αυτό το στοιχείο της σύγκρουσης μπορεί τελικά να καθορίσει την έκβασή της, καθώς η Ουκρανία κινδυνεύει να χάσει τον μεγαλύτερο υποστηρικτή της μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, την ίδια στιγμή που η Ρωσία κερδίζει όλο και περισσότερη υποστήριξη από άλλους εχθρούς της Δύσης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Βόρεια Κορέα.
Με ξένους στρατιώτες να πολεμούν στα χαρακώματα, διεθνή όπλα να συγκρούονται στο πεδίο της μάχης και μεγάλες δυνάμεις όπως το ΝΑΤΟ και η Κίνα να καθορίζουν την πορεία της σύγκρουσης, η διεθνοποίηση του πολέμου αποδεικνύεται καθοριστική. Την ίδια στιγμή, η αβεβαιότητα για τη δέσμευση των εξωτερικών υποστηρικτών και η πιθανότητα περαιτέρω κλιμάκωσης δημιουργούν ένα εύθραυστο σκηνικό, που αναδεικνύει τους κινδύνους και τα διλήμματα του σύγχρονου γεωπολιτικού τοπίου.
«Η τελευταία φορά που είδαμε κάτι παρόμοιο ήταν πιθανότατα η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν», λέει ο ιστορικός του Ψυχρού Πολέμου, Σεργκέι Ραντσένκο.
Πόλεμος μέσω πληρεξουσίων
Όταν η Μόσχα ξεκίνησε την πλήρους κλίμακας επίθεση στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, το Κρεμλίνο και οι προπαγανδιστές του τη δικαιολόγησαν ως μια απαραίτητη και αμυντική κίνηση ενάντια στο ΝΑΤΟ. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν φέρεται να πίστευε πως ο πόλεμος θα τελείωνε μέσα σε λίγες μέρες. Βασιζόμενος μάλιστα στις προηγούμενες εδαφικές διεκδικήσεις του στην Ουκρανία, τη Μολδαβία και τη Γεωργία υπολόγιζε πως η Δύση θα αντιδρούσε με καταδίκες, αλλά τελικά θα το αποδεχόταν.
«Θα ήταν μια τοπική σύγκρουση αν είχε τελειώσει γρήγορα,» λέει ο Ραντσένκο. «Αλλά δεν έγινε έτσι.»
Οι Ουκρανοί αντεπιτέθηκαν με σθένος, και τα ρωσικά στρατεύματα καθυστέρησαν αρκετά ώστε να αφυπνιστεί η Δύση. Η Ευρώπη ανησυχούσε για τη δική της ασφάλεια και οι ΗΠΑ έπρεπε να διατηρήσουν την εικόνα τους ως υποστηρικτές της δημοκρατίας. Μέσα σε λίγες μέρες, τα δυτικά όπλα και κατέφτασαν στην Ουκρανία, βοηθώντας τους στρατιώτες να ανακόψουν τη ρωσική προέλαση και διεθνοποιώντας τη σύγκρουση. Με την πάροδο του χρόνου, καθώς τόσο η Ουκρανία όσο και η Ρωσία αντιμετώπιζαν ελλείψεις πυρομαχικών και υπερβολικά πιεσμένα στρατεύματα, αυτή η διεθνής διάσταση έγινε πιο εμφανής και πιο σημαντική.
Σήμερα, και οι δύο χώρες βασίζονται σε εξωτερική βοήθεια: η Ουκρανία για να αντέξει στην άμυνα και η Ρωσία για να διατηρήσει την κυριαρχία της στον αέρα και στο έδαφος.
Η Ουκρανία ισχυρίζεται ότι πολεμά για τη «δημοκρατία» ενώ η Ρωσία ότι διεξάγει μια σταυροφορία ενάντια στην αμερικανική ηγεμονία και τη «συλλογική Δύση». Το αφήγημα της Μόσχας, αν και αόριστα διατυπωμένο ήταν αρκετά πειστικό ώστε να προσελκύσει τη στήριξη του Ιράν με drones Shahed και της Βόρειας Κορέας με βαλλιστικούς πυραύλους, εκατομμύρια πυρομαχικά και, πρόσφατα, χιλιάδες στρατιώτες.
Ο μεγαλύτερος σωτήρας της Μόσχας είναι η Κίνα, που έχει παίξει κρίσιμο ρόλο στην ενίσχυση της ρωσικής οικονομίας απέναντι στις δυτικές κυρώσεις ενώ παράλληλα προσφέρει και πρόσβαση σε τεχνολογία που είναι ζωτικής σημασίας.
«Η Ινδία και άλλες χώρες μπορούν να συναλλάσσονται με τη Ρωσία, και αυτό είναι σημαντικό. Αλλά τίποτα δεν πλησιάζει σε αυτό που προσφέρει η Κίνα,» λέει ο Αλεξάντερ Γκαμπούεβ, διευθυντής του Carnegie Russia Eurasia Center.
«Η Ρωσία ψάχνει τρόπους να αντεπιτεθεί», προσθέτει ο Γκαμπούεβ. «Να δημιουργήσει κόστος, να προκαλέσει πόνο, να εκδικηθεί». Αυτό περιλαμβάνει παρεμβάσεις σε εκλογές, εμπρησμούς και άλλα σαμποτάζ, καθώς και παροχή υποστήριξης σε διάφορους αντιδυτικούς παράγοντες και ομάδες.
Δυτική βοήθεια
Εν τω μεταξύ, οι αντίπαλοι της Ρωσίας δεν μένουν αδρανείς. Το μήνυμα του Κιέβου, διά στόματος του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, έχει αποφέρει περισσότερα από 220 δισεκατομμύρια δολάρια βοήθειας από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Οι χώρες του ΝΑΤΟ έχουν παραδώσει όπλα ολοένα και πιο ισχυρά: από πυρομαχικά για οβιδοβόλα στην αρχή του πολέμου, μέχρι μαχητικά αεροσκάφη F-16 και πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς ATACMS.
Σε μια σαφή γεωπολιτική προειδοποίηση προς τη Μόσχα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προχωρήσει στις αιτήσεις ένταξης της Ουκρανίας, της Μολδαβίας και της Γεωργίας στο μπλοκ. Χωρίς τη δυτική βοήθεια, ο πόλεμος θα είχε τελειώσει από τον πρώτο χρόνο με «συντριπτική ήττα» της Ουκρανίας, όπως δηλώνει ο Γκαμπούεβ.
Με μεγάλη απογοήτευση του Κιέβου, η παροχή όπλων γίνεται με αυστηρούς κανόνες. Για σχεδόν τρία χρόνια, οι ηγέτες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη κώφευαν στις ολοένα και πιο απελπισμένες εκκλήσεις της Ουκρανίας για άδεια να χρησιμοποιήσει όπλα μεγάλου βεληνεκούς για να πλήξει στόχους μέσα στη Ρωσία, σημειώνει το Politico.
Από την άλλη πλευρά, παρά τις συχνές απειλές της Μόσχας ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα σε μια δυτική πόλη, το “κόκκινο κουμπί” φαίνεται να παραμένει εκτός συζήτησης. Και, παρά τις ανησυχίες χωρών στην ανατολική πλευρά της Ευρώπης για μια επικείμενη ρωσική εισβολή, τα ρωσικά στρατεύματα έχουν αποφύγει να παραβιάσουν το έδαφος του ΝΑΤΟ.
Η Κίνα, επίσης, έχει σεβαστεί ορισμένες “κόκκινες γραμμές” της Δύσης, εξασφαλίζοντας ότι δεν παραβιάζει άμεσα τις δυτικές κυρώσεις (αν και το κάνει έμμεσα) και, προς το παρόν, δεν παρέχει στη Ρωσία φονικά όπλα (αν και έχει παραδώσει μεμονωμένα μέρη και, σύμφωνα με πρόσφατες αναφορές, θεωρείται ύποπτη για παράδοση drones), προσθέτει το Politico.
Και από τις δύο πλευρές, η παρουσία ξένων στρατευμάτων στο έδαφος φαινόταν απαγορευτική. Παρόλο που ορισμένες φωνές, με πιο χαρακτηριστική αυτή του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, έθεσαν το ενδεχόμενο να υπάρξουν δυτικά στρατεύματα στο έδαφος, η ιδέα αυτή δεν προχώρησε πέρα από μια πρόταση που γρήγορα απορρίφθηκε.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι αυτές οι «κόκκινες γραμμές» δεν έχουν δοκιμαστεί. Η Ουκρανία εισέβαλε στη ρωσική περιοχή του Κουρσκ και χρησιμοποίησε δυτικά όπλα για να πλήξει ρωσικούς στόχους, όπως τον Στόλο της Μαύρης Θάλασσας. Βορειοκορεάτες στρατιώτες ταξίδεψαν στη Ρωσία. Και ο απερχόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν έδωσε τελικά το πράσινο φως για τη χρήση όπλων μακρού βεληνεκούς ATACMS από την Ουκρανία κατά στόχων στο ρωσικό έδαφος.
Το τέλος του πολέμου
Καθώς η σύγκρουση πλησιάζει την έναρξη του τέταρτου έτους της, καμία πλευρά δεν λαμβάνει όλη τη βοήθεια που επιθυμεί. Εν τω μεταξύ, ο πόλεμος μοιάζει περισσότερο με έναν πόλεμο φθοράς τύπου Α’ Παγκοσμίου Πολέμου παρά με έναν υψηλής τεχνολογίας Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μέχρι στιγμής, το όνειρο της Ρωσίας για παγκόσμια αλληλεγγύη δεν έχει αποδώσει τίποτα περισσότερο από καπνό. Εκτιμάται ότι η Ρωσία χάνει περίπου 30.000 στρατιώτες τον μήνα και στρατολογεί μόλις τόσους για να τους αντικαταστήσει. Η Βόρεια Κορέα (προς το παρόν) δεν παρέχει αρκετούς στρατιώτες ώστε να κάνει τη διαφορά. Το Κίεβο βρίσκεται σε ακόμα χειρότερη κατάσταση. Οι αμφιβολίες για το βάθος της δυτικής υποστήριξης αυξάνονται, τη στιγμή που οι Ουκρανοί αντιμετωπίζουν έναν ακόμη χειμώνα, με χαμηλό ηθικό και φοβερές ελλείψεις. Σύμφωνα με εκτίμηση του Πενταγώνου, η χώρα έχει αρκετούς στρατιώτες για να αντέξει μόνο άλλους έξι έως δώδεκα μήνες πριν αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα.
Καθώς τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία δυσκολεύονται να κινητοποιήσουν αρκετούς δικούς τους άνδρες, οι δύο πλευρές χρησιμοποιούν ως «πρώτες βοήθειες» χιλιάδες ξένους, κυρίως από φτωχές χώρες, για να πολεμήσουν.
Εκτός από τους στρατιώτες που παρέχει η Πιονγκγιάνγκ, η Μόσχα έχει στρατολογήσει μαχητές από την Κούβα, την Ινδία, το Νεπάλ, τη Συρία, τη Σερβία, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και τη Λιβύη με υποσχέσεις για γενναιόδωρους μισθούς και ρωσική υπηκοότητα (μια δέσμευση που, σύμφωνα με κάποιους στρατολογημένους, δεν τηρείται πάντα). Παράλληλα, η Ουκρανία, πέρα από οικονομικά κίνητρα, προσφέρει στους ξένους τη δυνατότητα να βρεθούν στη «σωστή πλευρά της ιστορίας», επισημαίνει το Politico.
«Μαζί νικήσαμε τον Χίτλερ, και θα νικήσουμε και τον Πούτιν» έγραψε το 2022 ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας, Ντμίτρο Κουλέμπα, στo X.
Αυτό έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου, περισσότερο από τρεις δεκαετίες μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το υποτιθέμενο «τέλος της ιστορίας», Κολομβιανοί πολεμούν Κουβανούς, υφίστανται τραυματισμούς από θραύσματα και πεθαίνουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα τους.
Τελικά, σύμφωνα με αναλυτές που επικαλείται το Politico, το αποτέλεσμα του πολέμου πιθανότατα θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις των κύριων υποστηρικτών των μαχητών: του ΝΑΤΟ και της Κίνας.
Προς το παρόν, η Κίνα φαίνεται να είναι ο κύριος ωφελημένος από τη σύγκρουση. Ο πόλεμος έχει αποσπάσει την προσοχή της Ουάσινγκτον και έχει βοηθήσει το Πεκίνο να σφίξει τη λαβή του στη Ρωσία — έναν αποδυναμωμένο αλλά, υπό τον Πούτιν, αξιόπιστο εταίρο.
Αυτό, ωστόσο, θα μπορούσε να αλλάξει, αν η εμπλοκή της Βόρειας Κορέας στη σύγκρουση οδηγήσει σε επέκτασή της στην περιοχή του Ινδοειρηνικού, που το Πεκίνο θεωρεί ως «πίσω αυλή» του, προκαλώντας την εμπλοκή της Νότιας Κορέας και πιθανώς του ΝΑΤΟ. Παράλληλα άλλοι παράγοντες θα μπορούσαν επίσης να ανατρέψουν την ισορροπία: ένας απρόβλεπτος Τραμπ, η σύγκρουση του Ιράν με το Ισραήλ και η άνοδος ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη, μερικά από τα οποία είναι επιφυλακτικά ως προς την παροχή βοήθειας στην Ουκρανία.
Εν τω μεταξύ, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος περαιτέρω κλιμάκωσης καθώς όσο ο πόλεμος είναι σε εξέλιξη, όλο και κάποιος μπορεί να εμπλακεί σε αυτόν.