Με την κατάληψη της ελληνικής πρωτεύουσας ξεκινούσαν και τα δεινά για τους Αθηναίους, που κορυφώθηκαν τον βαρύ χειμώνα του 1941 – 1942. Ο δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής Γιώργος Χαρβαλιάς στο εξαιρετικό βιβλίο του με τίτλο «Γιαβόλ! – Αίμα, λήθη και υποτέλεια» (που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πεδίο» και προλογίζεται από τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή), καταγράφει την άγνωστη ελληνογερμανική ιστορία, αφιερώνοντας ένα μεγάλο τμήμα στα όσα συνέβησαν εκείνη τη δραματική περίοδο.
Αντιλαμβανόμαστε πως είναι δύσκολο να το φανταστούμε, ιδίως οι νεότερες γενιές που δικαιολογημένα δεν μπορούν να κάνουν οποιαδήποτε σύγκριση με τον σημερινό τρόπο ζωής, αλλά εκείνη την εποχή, κυριολεκτικά ο κόσμος περπατούσε ρακένδυτος στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας με ασταθή βηματισμό από την πείνα, λιποθυμούσε και πέθαινε. Οι ζωντανοί, έσφιγγαν με όση δύναμη του είχε απομείνει τις πεταμένες στα σκουπίδια λεμονόκουπες μήπως και βγάλουν καμία σταγόνα να ξεγελάσουν την πείνα τους, ενώ πάλευαν με σκύλους πάνω σε αποφάγια. Από ένα σημείο και μετά, είχαν εξαφανιστεί και τα αδέσποτα. Είτε γιατί είχαν ψοφήσει από την ασιτία είτε γιατί είχαν μαγειρευτεί.
Στο τεράστιο πρόβλημα του επισιτισμού προστέθηκε όμως και το δριμύ κρύο. Πετρέλαιο δεν υπήρχε για τη θέρμανση των δημόσιων κτιρίων, ούτε για τροφοδοσία των μέσων μαζικής μεταφοράς, με αποτέλεσμα οι συγκοινωνίες να διακοπούν. Στις ουρές για το τραμ, οι άνθρωποι περίμεναν ολόκληρες ώρες. Κι όταν εμφανίζονταν τα λιγοστά βαγόνια, έπρεπε να δώσεις μάχη για να μπεις, καθώς οι επιβάτες κρέμονταν ήδη από τα παράθυρα.
Τα λιγοστά τρόφιμα μοιράζονταν με δελτίο και η πλειονότητα των κατοίκων σιτιζόταν αποκλειστικά από τα συσσίτια που και πάλι δεν χορηγούνταν πάντα σε όλους. η μερίδα, μισό κύπελλο από αγνώστου υφής νερόβραστο χυλό, περιείχε μόλις 150 – 200 θερμίδες, ενώ το όριο επιβίωσης προσδιορίζεται γύρω στις 1.200.
Δυσεντερία, τύφος, φυματίωση και άλλες μολυσματικές ασθένειες
Όπως αναφέρει ο κ. Χαρβαλιάς, «αποστεωμένα παιδιά παραμόνευαν πότε θα φτύσει κάποιος Γερμανός φαντάρος ένα κουκούτσι ελιάς και τσακώνονταν για το «λάφυρο». Ηλικιωμένοι κατέρρεαν στη μέση του πουθενά. Οι νεκροί σωριάζονταν ομαδικά σε καρότσια, κάρα και καμιόνια. Εικόνες αλλόκοτες και φρικιαστικές, που έκαναν την Αθήνα να μοιάζει σαν ένα μεγάλο απερίφραχτο Άουσβιτς… Η δυσεντερία, ο τύφος, η φυματίωση και άλλες μολυσματικές ασθένειες οφειλόμενες στον υποσιτισμό θέριζαν.
Περίθαλψη για τους Αθηναίους δεν υπήρχε, αφού τα μεγάλα νοσοκομεία είχαν επιταχθεί για τις ανάγκες των δυνάμεων κατοχής. Και οι τελευταίοι Έλληνες νοσηλευόμενοι πετάχτηκαν στον δρόμο για να μπουν Γερμανοί τραυματίες».
Πόσοι πέθαναν από ασιτία
Και συνεχίζει ο συγγραφέας: «Δεν υπήρχε επίσης κανενός είδους οργανωμένη κοινωνική πρόνοια για τους πεινασμένους, εκτός από τον Ερυθρό Σταυρό και τους Σουηδούς και Ελβετούς απεσταλμένους του, που έκαναν σπουδαία δουλειά, αλλά δεν επαρκούσαν ούτε στο ελάχιστο. Οι εκτιμήσεις για το πόσοι Έλληνες έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια της μεγάλης πείνας του 1941-1942 ποικίλλουν από 30.000 που ισχυρίζεται αναίσχυντα σήμερα ο Γερμανός Χάιντς Ρίχτερ έως τις 500.000 που προπαγάνδιζε – επίσης αβάσιμα – το BBC στη διάρκεια του πολέμου.
Η αλήθεια βρίσκεται μάλλον κάπου στη μέση, με τους περισσότερους ιστορικούς και τα αρχεία του Ερυθρού Σταυρού να μιλούν για 250.000 θανάτους από τον λιμό, αριθμός που δεν αφορά βέβαια το σύνολο των νεκρών Ελλήνων στη διάρκεια της Κατοχής, Στην κορύφωση της επισιτιστικής κρίσης, στην Αθήνα καταγράφονταν καθημερινά 600 – 700 νεκροί. Παντού στους κεντρικούς δρόμους, δίπλα σε λύματα και σκουπίδια, υπήρχαν και ανθρώπινα πτώματα. Η αστυνομία αναγκαζόταν να κλείνει οικοδομικά τετράγωνα μέχρι να γίνει η περισυλλογή τους. Κι ένα πρόσθετο πρόβλημα ήταν η ταυτοποίηση. Τα περισσότερα από αυτά τα πτώματα ήταν άγνωστης ταυτότητας».
Έθαψαν όλα τα πτώματα μαζί
Το εξηγεί πολύ παραστατικά σε μια αποστροφή του ημερολογίου του και ο Γάλλος διανοούμενος και φιλέλληνας Ροζέ Μιλλιέξ: «Κάποιος “μπαρμπα-Γιώργης”», γράφει, «πήρε προχτές στο καρότσι του πέντε πτώματα για να τα μεταφέρει στο νεκροταφείο. Έχασε όμως το χαρτί με τα ονόματά τους. Τα ‘θαψαν όλα μαζί και βάλαν πάνω στο σταυρό τούτα τα διακριτικά: «Καρότσι μπάρμπα-Γιώργη, αρ. τάδε». Την άλλη μέρα υπήρχε μια ειδοποίηση στις εφημερίδες να πάνε οι συγγενείς ν’ αναγνωρίσουν τους δικούς τους». Γι’ αυτό και οι ιστορικοί χάνουν τον λογαριασμό. Ο αριθμός των δηλωμένων θανάτων ποτέ δεν αντιστοιχούσε στους πραγματικούς.
«Ο μεγαλύτερος μπελάς που μπορείς να φορτώσεις τώρα στο κεφάλι των δικών σου είναι να πεθάνεις», γράφει ο γνωστός Βρετανός ιστορικός και δημοσιογράφος Μαρκ Μαζάουερ, επικαλούμενος τα λόγια ενός γνωστού Αθηναίου δικηγόρου εκείνης της εποχής. Ελάχιστοι μπορούσαν να πληρώσουν τα έξοδα κηδείας, τα φέρετρα ήταν σε έλλειψη γιατί το ξύλο ήταν πλέον δυσεύρετο είδος πολυτελείας και κυρίως δεν υπήρχε χώρος για να ταφούν οι νεκροί.
Αρκετά πτώματα σαπίζανε άταφα, γιατί σε νεκροτομεία και νεκροταφεία επικρατούσε το αδιαχώρητο. Οι εργάτες του δήμου έπαιρναν διπλό συσσίτιο, για να μπορούν να ανταπεξέλθουν στον φόρτο εργασίας. Η τραγικότητα εκείνων των ημερών, ο αδυσώπητος αγώνας για επιβίωση ανάγκαζαν τις οικογένειες, όταν πέθαινε κάποιο μέλος τους, να προσπαθούν να το κρύψουν! Όσοι από τους συγγενείς διέθεταν ακόμη σωματική δύναμη μετέφεραν στη διάρκεια της νύχτας τον νεκρό έξω από τα νεκροταφεία ή σε σημεία που θα περνούσε το πρωί το κάρο του δήμου, αφαιρώντας όλα τα προσωπικά του έγγραφα. Και το έκαναν αυτό, μεταξύ άλλων, για να εξοικονομήσουν το πολύτιμο κουπόνι τροφίμων του αποβιώσαντος. Στην περίπτωση της κατοχικής Αθήνας, η έννοια του κοινωνικού κανιβαλισμού είχε χάσει το νόημά της… «Τις προάλλες είδα στην οδό Μασσαλίας από το νεκροτομείο όπου το ‘χαν ανοίξει για αυτοψία ένα κάρο με πτώματα. Απέναντι από το καφενεδάκι, στο κάτω μέρος της οδού Σίνα, μέσα σε μια λίμνη από αίμα, προχθές το πρωί ξεψυχούσε κι ένα άλογο. Ένα πλήθος περίμενε το τέλος του, για να το διαμελίσει…» γράφει ο Ροζέ Μιλλιέξ. Ο θάνατος ανθρώπων και ζώων είχαν γίνει έννοιες σχετικές…
Με τρεις τενεκέδες λάδι οι μαυραγορίτες αγόραζαν σπίτια
Η έλλειψη των βασικών ειδών διατροφής ήταν πάντως σταδιακή, ως φυσικό επακόλουθο των μαζικών γερμανικών κατασχέσεων και της μαύρης αγοράς που στήθηκε εν ριπή οφθαλμού. Όπως σημειώνει ο Γιώργος Χαρβαλιάς: «Βασικά προϊόντα κατανάλωσης είχαν γίνει απρόσιτα στον μέσο άνθρωπο. Στο διάστημα 1941 – 1942 η τιμή του ψωμιού αυξήθηκε 89 φορές. Με τρεις τενεκέδες λάδι, οι μαυραγορίτες αγόραζαν ολόκληρα σπίτια.
Το δράμα της πείνας άρχισε να γίνεται έντονο τον Νοέμβριο του 1941, όταν η μερίδα του ψωμιού περιορίστηκε στα 100 γραμμάρια. Γρήγορα άρχισαν να διαδίδονται φήμες ότι η πείνα ήταν το μυστικό γερμανικό όπλο για τον συστηματικό αφανισμό του ελληνικού έθνους. Οι ίδιοι οι Γερμανοί, όπως γράφει ο Μαζάουερ, αντιμετώπιζαν το θέμα κυνικά: «Α, δεν έχετε δει ακόμη τίποτα. Στην Πολωνία πεθαίνουν από την πείνα 600 άνθρωποι την ημέρα». Τα νούμερα αυτά δε θα αργούσαν να έρθουν και στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα.