Με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1/12 Ιουλίου 1878) ιδρυόταν Αυτόνομη Βουλγαρική Ηγεμονία βόρεια του Αίμου, στην οποία συμπεριλήφθηκαν οι επαρχίες της Βάρνας και της Σόφιας. Το βουλγαρικό κράτος τελούσε υπό την άμεση εποπτεία και καθοδήγηση της Ρωσίας.

Ηγέτης της Αυτόνομης Βουλγαρικής Ηγεμονίας εξελέγη από τη Σοβράνιε (Βουλή), ο Αλέξανδρος Βάτεμπεργκ, ανιψιός της τσαρίνας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ονομάστηκε Roumelie Orientale.
Με την επίδραση του λογιοτατισμού ο όρος μεταφράστηκε ως Ανατολική Ρωμυλία. Ο όρος αυτός επικράτησε.
Πάντως, οι νεότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι ορθότερος είναι ο όρος Ανατολική Ρουμελία που αποδίδει ακριβώς τη γαλλική λέξη Roumelie, αλλά και τον τουρκικό όρο Roum +eli (=η χώρα των Ελλήνων, των Ορθόδοξων).

Τα όρια και η εθνολογική σύσταση της Ανατολικής Ρουμελίας (Ρωμυλίας)
Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βερολίνου, τα όρια της Ανατολικής Ρωμυλίας άρχιζαν από τον Εύξεινο Πόντο, νότια της Σωζόπολης. Η γραμμή τους ακολουθούσε την οροσειρά της Ροδόπης και στρεφόταν προς τον βορρά, όπου συναντούσε τα σύνορα της Βουλγαρικής Ηγεμονίας, στο ύψος των πηγών του ποταμού Νέστου. Είχε έκταση 35.900 τ.χλμ. (μιάμιση φορά μεγαλύτερη από την Πελοπόννησο). Η Ανατολική και Δυτική Θράκη και όλη η Μακεδονία παρέμεναν υπό τουρκική κυριαρχία.

Σύμφωνα με τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο («Η Ελληνική Θράκη», 1949, σελ. 147), ο πληθυσμός της ανερχόταν σε 750.000 κατοίκους. Ο Παύλος Καρολίδης υπολόγιζε τους Έλληνες σε 250.000 κατοίκους. Πιο μετριοπαθείς ήταν οι υπολογισμοί του Οικουμενικού Πατριαρχείου: ο πληθυσμός της Ανατολικής Ρωμυλίας ανερχόταν σε 545.000 κατοίκους. Από αυτούς, 234.000 ήταν Βούλγαροι, 175.000 Τούρκοι, 78.000 Έλληνες και 50.000 διαφόρων εθνοτήτων.
Ο Γάλλος Albert Dumont στο έργο του «Souvenirs de la Roumelie» παραθέτει τις εντυπώσεις του από την περιήγησή του στη Βόρεια Θράκη το 1868 και αναφέρει: «Ο Έλλην κατέχει εδώ εξέχουσα θέση. Οι Έλληνες έδωσαν στους Βούλγαρους τη λίγη μόρφωση που απέκτησαν μέχρι σήμερα». Στην Ανατολική Ρωμυλία υπήρχαν πέντε ελληνικές μητροπόλεις, 113 κεντρικοί ναοί, 100 παρεκκλήσια, 10 μοναστήρια, 66 σχολεία με 7.943 μαθητές και το φιρμάνι με το οποίο ιδρύθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία. Με αυτό εξαιρέθηκαν από τη δικαιοδοσία της Εξαρχίας η Φιλιππούπολη και η Σωζόπολη καθώς ο βουλγαρικός πληθυσμός σε αυτές ήταν ελάχιστος.
Η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από τους Βούλγαρους – Τα λάθη των Ελλήνων πολιτικών
Λίγο πριν το Συνέδριο του Βερολίνου είχε υπογραφεί η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου με την οποία, χάρη στη ρωσική παρέμβαση ιδρύθηκε η «Μεγάλη Βουλγαρία». Οι έντονες αντιδράσεις των Ευρωπαίων όμως, καθώς μέσω αυτής η Ρωσία έφτασε στο Αιγαίο οδήγησαν στο Συνέδριο του Βερολίνου και τη δημιουργία μιας Αυτόνομης Βουλγαρικής Ηγεμονίας, βόρεια του Αίμου και της Ανατολικής Ρωμυλίας. Οι Βούλγαροι δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και άρχισαν να υπονομεύουν το καθεστώς της, είτε απροκάλυπτα είτε συνωμοτικά, μέσω των κομιτατζήδων. Σύμφωνα με τον Οργανικό Νόμο της Ανατολικής Ρωμυλίας, αυτή ήταν μία Τοπαρχία, υπό την άμεση και στρατιωτική κυριαρχία του σουλτάνου και είχε αυτόνομη διοίκηση. Ο Βρετανός Σόλσμπερι πάντως είχε πει στο Βερολίνο ότι «η Θράκη και η Μακεδονία είναι τόσο ελληνικές όσο και η Κρήτη».
Ο όρος Τοπαρχία υποδηλώνει την έννοια της Γενικής Διοίκησης που είναι ευρύτερη από αυτή του νομού και αυτοδιοικείται. Μετά το 1880 διαμορφώθηκε μια νέα γενιά Βούλγαρων διανοουμένων που δεν είχαν σπουδάσει σε ελληνικά σχολεία, αλλά στη Ρωσία και ήταν άμεσα επηρεασμένοι από το δόγμα του πανσλαβισμού. Το ρήγμα που είχε δημιουργήσει η απόσχιση της Βουλγαρικής Εκκλησίας οδήγησε σε βαθύτατο φυλετικό διχασμό. Προηγουμένως προετοίμασαν κατάλληλα το έδαφος. Πέτυχαν αρχικά, τον έλεγχο της διοίκησης, της πολιτικής ζωής, του στρατού της Τοπαρχίας και δημιούργησαν τα κατάλληλα διπλωματικά ερείσματα.
Η προετοιμασία για την ενσωμάτωση της Ανατολικής Ρωμυλίας ξεκίνησε από τον Αύγουστο του 1878, με την ίδρυση βουλγαρικών κομιτάτων. Η Φιλιππούπολη ήταν το μεγαλύτερο κέντρο του ελληνισμού της Βόρειας Θράκης. Άλλωστε και στα ύστερα βυζαντινά χρόνια ήταν η τρίτη σε σημασία πόλη της Αυτοκρατορίας μετά την Κωνσταντινούπολη και την Αδριανούπολη.

Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1879 βουλγαρικός όχλος μαζί με χωροφύλακες κατέλαβε την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Φιλιππούπολη. Εκδίωξαν τον νεωκόρο, δεν άφησαν τον ιερέα να λειτουργήσει και αφού η λειτουργία τελέστηκε από έναν Βούλγαρο ιερέα, ο ναός σφραγίστηκε.
Μετά από παρέμβαση των προξένων, η εκκλησία επιστράφηκε στους Έλληνες. Στη Φιλιππούπολη πρόξενος της Ελλάδας από το 1874 ήταν ο Λάκωνας Αθανάσιος Ματάλας (1836-1922). Από το 1880 μάταια προσπαθούσε να «ξυπνήσει» τις ελληνικές κυβερνήσεις για τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Ρωμυλία. Όχι μόνο όμως δεν εισακούστηκε, αλλά επειδή προφανώς θεωρήθηκε ενοχλητικός απολύθηκε στις 9/4/1881 (!). Μετά την απόλυσή του ασχολήθηκε με το εμπόριο στον Πειραιά και απέκτησε μεγάλη περιουσία. Διέθετε επίσης έναν αλευρόμυλο στο Ναύπλιο. Διετέλεσε Νομάρχης Αργολιδοκορινθίας, Φθιωτιδοφωκίδος και Αρκαδίας (1895-1899). Με τη διαθήκη του δημιουργήθηκε το «Καθίδρυμα Ματάλα Αθανασίου του Λακεδαιμονίου» που λειτουργεί μέχρι σήμερα.

Οι Βούλγαροι συνέχιζαν ωστόσο την προσπάθεια εξόντωσης των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας. Τον Απρίλιο του 1885 ξέσπασαν επεισόδια στη Φιλιππούπολη, με αφορμή την απόφαση των Ελλήνων να γιορτάσουν την ονομαστική εορτή του βασιλιά Γεώργιου Α’. Αυτό γινόταν ως απάντηση στον εορτασμό της χιλιετηρίδας των αποστόλων των Σλάβων Κύριλλου και Μεθόδιου. Ήταν τέτοια η άγνοια (;) των Βούλγαρων, που δεν ήξεραν ότι ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος ήταν Έλληνες και μάλιστα από τη Θεσσαλονίκη. Οι Έλληνες σε συνεννόηση με τον νέο Έλληνα πρόξενο, αλλά κάκιστο διπλωμάτη Δοκό αποφάσισαν την ονομαστική εορτή του Γεώργιου Α’. Έτσι, την παραμονή της γιορτής σημαιοστόλισαν τα σπίτια τους.

Ομάδα 50 Βουλγάρων όμως, γυρνούσε στους δρόμους, έσκιζε και εξύβριζε τις ελληνικές σημαίες. Οι Έλληνες δεν πτοήθηκαν και το επόμενο πρωί σημαιοστόλισαν ξανά τα σπίτια τους. Παρά την απαγόρευση της Αστυνομίας, οι Βούλγαροι διοργάνωσαν συλλαλητήριο και επιτέθηκαν στα σπίτια των Ελλήνων αρπάζοντας τις σημαίες. Ήταν φανερό ότι η ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία δεν θα αργούσε. Άλλωστε, η μεν Οθωμανική Αυτοκρατορία έδειχνε να μην ενδιαφέρεται πλέον γι’ αυτή, αλλά και η αντίδραση των Ευρωπαίων ήταν από χλιαρή ως ανύπαρκτη.
Τελικά στις 6/18 Σεπτεμβρίου 1885 Βούλγαροι αξιωματικοί συνέλαβαν τον Γενικό Διοικητή της Ανατολικής Ρωμυλίας Γαβριήλ Κρέστοβιτς (το αρχικό επίθετό του ήταν Κρεστίδης και το εκσλάβισε όταν ανέλαβε αξιώματα στην Ανατολική Ρωμυλία) και τον οδήγησαν στα τουρκοβουλγαρικά σύνορα.

Παράλληλα, προσκάλεσαν τον Βάτεμπεργκ από τη Σόφια. Στη Φιλιππούπολη ανακηρύχθηκε «ηγεμών και των δύο Βουλγαριών». Για τήρηση των προσχημάτων, αρχικά ακολουθήθηκε η «φόρμουλα» της «προσωπικής ενώσεως», που ίσχυσε ως τις 24/9/1908, όταν η Βουλγαρία κήρυξε την ανεξαρτησία της καταργώντας την επικυριαρχία του σουλτάνου και την ονομασία Ανατολική Ρωμυλία. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους προξένους των άλλων χωρών στη Φιλιππούπολη, το 1885 έδωσε το παρών μόνο ο Ρώσος.
Ο Βασίλειος Σαρακιώτης, εκ μέρους των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας πήγε το 1885 στην Κωνσταντινούπολη και διαμαρτυρήθηκε στους Ευρωπαίους διπλωμάτες για την προσάρτηση και τη συνεχιζόμενη καταπίεση, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Όταν η Ανατολική Ρωμυλία προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία, πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης που έμεινε εμβρόντητος από τις εξελίξεις.

Στις 12/9/1885 κήρυξε επιστράτευση που διήρκησε οκτώ μήνες, ως τις 14/5/1886 που την τερμάτισε η νέα κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη. Αυτό το οκτάμηνο έμεινε στην ιστορία ως «ένοπλος επαιτεία ή Ειρηνοπόλεμος». Μια από τις σπασμωδικές ενέργειες του Δηλιγιάννη ήταν να στείλει το 5ο Ευζωνικό Τάγμα από τη, μεθοριακή τότε, Θεσσαλία σε οθωμανικό έδαφος. Το Τάγμα αιχμαλωτίστηκε. Τη σημαία του διέσωσε ο ηρωικός Λοχίας Λυσάνδρου, που έγινε λαϊκός ήρωας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις επέδωσαν στον Δηλιγιάννη προειδοποιητική διακοίνωση, με την οποία τόνιζαν ότι το θέμα της Ανατολικής Ρωμυλίας θεωρείται λήξαν.
Τα Ιουλιανά του 1906 – Η καταστροφή της Φιλιππούπολης – Η πυρπόληση της Αγχιάλου – Ο ξεριζωμός των Ελλήνων
Το 1893 οι Βούλγαροι ίδρυσαν Κομιτάτο στη Θεσσαλονίκη, για να πετύχουν την αυτονομία και έπειτα την προσάρτηση Μακεδονίας και Θράκης. Η δράση του κομιτάτου κορυφώθηκε μετά την ελληνική ήττα στον πόλεμο του 1897. Το 1903 η «Σλαβική Εταιρεία της Σόφιας» κάλεσε τη βουλγαρική κυβέρνηση να τηρήσει εθνική και αυστηρή στάση προς τους Έλληνες που βρίσκονταν στη χώρα. Ήταν η αρχή του οριστικού τέλους για τον ελληνισμού του Πύργου, της Φιλιππούπολης, του Στενήμαχου, του Ευσταθοχωρίου, της Περιστέρας, του Καβακλή και της Σωζόπολης. Η προκήρυξη που τοιχοκολλούσαν οι Βούλγαροι ήταν σαφής: «Άξιος περιφρονήσεως θα είναι ο Βούλγαρος εκείνος, που δεν θα εκδικηθεί ένα τουλάχιστον υπόδουλον Έλληναν». Η τελική επίθεση σε βάρος του ελληνισμού της Βουλγαρίας έγινε το 1906 κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού και Θρακικού Αγώνα. Η αρχή έγινε από τη Βάρνα, την αρχαία Οδησσό. Εκεί ζούσαν 10.000 Έλληνες και υπήρχαν 5 εκκλησίες και 7 σχολεία. Μετά την εκδημία του Μητροπολίτη Βάρνας Πολυκάρπου (2/2/1906) αντικαταστάτης του εκλέχθηκε ο Νεόφυτος Μοσχονησίων.
Στις 3/6/1906, Βούλγαροι εμπόδισαν τη λέμβο που μετέφερε τον νέο Μητροπολίτη να τον αποβιβάσει. Και μάλιστα των διακωμώδησαν, τυπώνοντας, εκκλησιαστικά δελτάρια, στα οποία εικονιζόταν ένας γάιδαρος, ανάμεσα σε Βούλγαρους στον οποίο είχαν κρεμάσει τη λατινική επιγραφή «Metropolit Gaiduris, Elenus, Elada», με τον υπότιτλο «Θριαμβευτική υποδοχή του Έλληνα Μητροπολίτη Νεοφύτου στη Βάρνα στις 3 Ιουνίου 1906». Αυτά, ήταν μόνο η αρχή.
Στις 16 Ιουλίου 1906 ξέσπασαν στη Φιλιππούπολη βίαια επεισόδια που θύμιζαν (σσ σχήμα πρωθύστερο) τα Σεπτεμβριανά του 1955 στην Πόλη. Σε βουλγαρικές εφημερίδες δημοσιεύθηκαν πλαστές επιστολές σύμφωνα με τις οποίες ο Αρχιερατικός Επίτροπος του Μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως ήταν αναμεμειγμένος σε αντάρτικο σώμα που θα πήγαινε στη Μακεδονία, μαζί με άλλους. Έλληνες, επιφανείς προσωπικότητες της πόλης. Καλούνταν οι Βούλγαροι σε συλλαλητήριο στις 16 Ιουλίου. Θορυβημένοι ο αρχιερατικός επίτροπος, καθώς ο Μητροπολίτης απουσίαζε στην Κωνσταντινούπολη και ο πρόεδρος της εφοροδημογεροντίας, γιατρός Σ. Αντωνιάδης επισκέφθηκαν τον νομάρχη Μανόλοφ και ζήτησαν προστασία. Αυτός τους διαβεβαίωσε ότι δεν πρέπει να φοβούνται, αλλά και ότι δεν μπορούσε να εμποδίσει τις βουλγαρικές διαδηλώσεις. Την αυγή της Κυριακής 16/7/1906, αρκετοί Βούλγαροι κατέλαβαν την εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους και έδιωξαν τον ιερέα και τον νεωκόρο.
Η εφοροδημογεροντία διέταξε να μην λειτουργήσουν άλλες εκκλησίες. Στις 9 π.μ., μετά το συλλαλητήριο 300 Βούλγαροι, οργανωμένοι από τον υπουργό Εσωτερικών Γενάδιεφ ξεχύθηκαν από την πλατεία Τζουμαγιάς στην πόλη με περίστροφα, ρόπαλα και τσεκούρια. Λεηλάτησαν το Μητροπολιτικό Μέγαρο και τον Αρχιερατικό Επίτροπο Φώτιο, τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη, τον πέταξαν στον δρόμο, από τον πάνω όροφο, αφού πρώτα ξερίζωσαν τρίχες από τα μαλλιά του. Ο Φώτιος ανάρρωσε μετά από νοσηλεία του σε νοσοκομείο. Λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν: ο Μητροπολιτικός ναός της Αγίας Μαρίνας, η νεόδμητη Μαράσλειος Σχολή, η Κεντρική Σχολή Αρρένων, το Παρθεναγωγείο και ο Ελληνικός Φιλαρμονικός Σύλλογος.

Καταστράφηκαν τα τυπογραφεία των εφημερίδων «Φιλιππούπολις» και «Ειδήσεις του Αίμου». Κακοποιοί, με την ανοχή ή και βοήθεια της χωροφυλακής διέρρηξαν τα ελληνικά καταστήματα και άρπαξαν τα εμπορεύματά τους. Ο Ηπειρώτης εργολάβος Μαλιάδης δολοφονήθηκε. Οι Βούλγαροι της Φιλιππούπολης δεν συμμετείχαν στα γεγονότα, αλλά τα αποδοκίμασαν.
Στον γειτονικό Στενήμαχο, μόλις μαθεύτηκαν όλα αυτά, οι Έλληνες εξοπλίστηκαν και κατέστησαν υπεύθυνη τη βουλγαρική κυβέρνηση για τυχόν επεισόδια. Η κυβέρνηση της Βουλγαρίας κατέστησε υπεύθυνο τον νομάρχη Μανόλοφ δημόσια, αλλά με απόρρητο τηλεγράφημα έδινε αντίθετες εντολές. Καθώς ο νομάρχης απουσίαζε, αυτό έφτασε στα χέρια του αναπληρωτή του, Απόστολου Τσούντα, αδελφού του μεγάλου αρχαιολόγου Χρήστου Τσούντα, ο οποίος το απέκρυψε.

Αντίθετα, η Αγχίαλος δεν είχε την ίδια τύχη. Η πόλη, χτισμένη τον 6ο π.χ. αιώνα από τους Μιλησίους, η βυζαντινή Αχελώ, είχε μεικτό πληθυσμό το 1906. Συνολικά 6.000 κάτοικοί της ήταν Έλληνες. Την Κυριακή 30 Ιουλίου 1906, άτακτα στίφη Βουλγάρων κατέφθασαν από τον Πύργο και όρμησαν στην ελληνική εκκλησία και το σχολείο. Όμως, συνάντησαν σθεναρή αντίσταση από τους Έλληνες. Το μεσημέρι κατέφθασε η έφιππη χωροφυλακή. Ενθαρρυμένοι οι Βούλγαροι άρχισαν να καίνε τα σπίτια των Ελλήνων, που προσπαθούσαν μάταια να τα σώσουν μάταια να τα σώσουν. Πολλοί κάηκαν ζωντανοί στην εκκλησία της Παναγίας και άλλοι στα σπίτια τους.

Ο τελικός απολογισμός ήταν τραγικός: 79 άτομα, κυρίως γυναικόπαιδα σφαγιάστηκαν. Πυρπολήθηκαν η Μητρόπολη, 1.000 σπίτια, 200 καταστήματα και η βιβλιοθήκη. Οι διωγμοί των Ελλήνων σχεδιάστηκαν από τον Βούλγαρο πρωθυπουργό Ράτσο Πετρόφ και εκτελέστηκαν από τον υπουργό Εσωτερικών Γενάδιεφ.
Το τέλος του Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας
Παρά τα γεγονότα αυτά, ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας δεν χάθηκε. Στη Φιλιππούπολη ζούσαν το 1910, 354 ελληνικές οικογένειες, στον Στενήμαχο το 1913 ζούσαν 6.149 Έλληνες, 6.071 Βούλγαροι, 687 Τούρκοι, 126 Εβραίοι, 25 Αθίγγανοι και 31 διαφόρων εθνοτήτων. Αλλά και στην Αγχίαλο παρέμειναν περίπου 2.000 Έλληνες.

Οι περισσότεροι μετά το 1906 ήρθαν στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία και ίδρυσαν τη Νέα Αγχίαλο. Τα έλη της περιοχής και το ανθυγιεινό κλίμα εξόντωσαν 2.500 κατοίκους. Έτσι 200 οικογένειες επέστρεψαν στη Βουλγαρία. Στη Νέα Αγχίαλο παρέμειναν 1.500 άτομα. Οι κάτοικοι της Μεσημβρίας παρέδωσαν την πόλη τους και προσχώρησαν στην Εξαρχία. Το ίδιο έγινε με τη Σωζόπολη και το Καβακλή. Κάποιοι Φιλιππουπολίτες ίδρυσαν τη Νέα Φιλιππούπολη στη Λάρισα, ενώ 900 Σωζοπολίτες, με άλλους Έλληνες του Εύξεινου Πόντου ίδρυσαν την Ευξεινούπολη κοντά στον Αλμυρό. Με τη Συνθήκη του Νεϊγί (1919) έγινε εθελουσία ανταλλαγή Ελλήνων της Βόρειας Θράκης και Βουλγάρων της Δυτικής Θράκης. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της Αγχιάλου ίδρυσαν τον ομώνυμο οικισμό στη Θεσσαλονίκη το 1922.

Οι Μεσημβριώτες ίδρυσαν τη Νέα Μεσημβρία και οι κάτοικοι της Σωζόπολης εγκαταστάθηκαν στη Γέφυρα (Θεσσαλονίκης). Άλλοι συμπατριώτες τους ίδρυσαν το 1925 τη Νέα Σωζόπολη στη Χαλκιδική.

Οι Καβακλιώτες, το Νέο Καβακλή, σήμερα Αίγειρο, κοντά στην Κομοτηνή

και οι Στενημαχιώτες τη Στενήμαχο (ή Χωροπάνι) Ημαθίας.