Άρθρο του Γιάννη Στουρνάρα
Η παγκόσμια οικονομία το 2023 αποδείχθηκε ανθεκτικότερη των προσδοκιών, παρά την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής για την καταπολέμηση του υψηλού πληθωρισμού και τη σταδιακή απόσυρση των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης των εισοδημάτων. Μεταξύ των προηγμένων οικονομιών οι εξελίξεις υπήρξαν αποκλίνουσες το 2023 και κατά τη διάρκεια του 2024. Η αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής ως προς την επίτευξη του στόχου για τον πληθωρισμό και η ταχεία ανάκαμψη της συνολικής προσφοράς μετά την πανδημική και την ενεργειακή κρίση επέτρεψαν την υποχώρηση του πληθωρισμού από τα μέσα περίπου του 2022 και έπειτα. Συνολικά, σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, ο ρυθμός ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας θα παραμείνει κοντά στο επίπεδο του 2023. Επιπλέον, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη το 2024 αναμένεται να είναι μέτρια, μόνο κατά τι βελτιωμένη συγκριτικά με την αδύναμη ανάπτυξη το 2023, ενώ η τάση του πληθωρισμού συνεχίζει να είναι καθοδική.
Η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ικανοποιητικό ρυθμό και κατά τη διάρκεια του 2024. Ο γενικός πληθωρισμός εξακολουθεί να επιβραδύνεται, ενώ και ο πυρήνας του πληθωρισμού αποκλιμακώνεται πλέον σε σύγκριση με τους υψηλούς ρυθμούς του 2023. Η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί τα επόμενα έτη. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, αναμένεται αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 2,2% το 2024, 2,5% το 2025 και 2,3% το 2026. Βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχίσουν να είναι οι επενδύσεις, η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές. Ο πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί σημαντικά τα δύο επόμενα έτη, ενώ μεσοπρόθεσμα εκτιμάται ότι θα συγκλίνει προς τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για 2%.
Τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο, παρά το δυσμενές διεθνές οικονομικό περιβάλλον λόγω της ενεργειακής κρίσης, καταγράφοντας μάλιστα υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, παρά την έως τώρα πρόοδο, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, που συνδέονται τόσο με εγχώριες διαρθρωτικές αδυναμίες –όπως η έλλειψη ανταγωνισμού σε πολλούς κλάδους της οικονομίας, η οποία επιδεινώνει το πρόβλημα της ακρίβειας, το υψηλό δημόσιο χρέος, το μεγάλο επενδυτικό κενό, η χαμηλή αποταμίευση, η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, η υψηλή ανεργία και η γήρανση του πληθυσμού– όσο και με γενικότερες παγκόσμιες τάσεις, όπως η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση.
Επιπλέον, συνεχίζουν να υφίστανται σημαντικοί κίνδυνοι και αβεβαιότητες για την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία, που σχετίζονται μεταξύ άλλων με την επίδραση της ανόδου των πραγματικών επιτοκίων, τον χαμηλό ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας, τον γεωοικονομικό κατακερματισμό, τις γεωπολιτικές και εμπορικές εντάσεις και την κλιματική αλλαγή.
Η κλιμάκωση των γεωπολιτικών και εμπορικών εντάσεων ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και τη συνολική προσφορά, αυξάνοντας εκ νέου τις διεθνείς τιμές της ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων και το κόστος των εισαγόμενων ενδιάμεσων και τελικών αγαθών. Παράλληλα, τυχόν βραδύτερη υποχώρηση του πυρήνα του πληθωρισμού, λόγω διαταραχών στη συνολική προσφορά ή λόγω της στενότητας της αγοράς εργασίας, θα μπορούσε να μεταβάλει τις τρέχουσες προσδοκίες σχετικά με την εξέλιξη των βασικών επιτοκίων και του κόστους δανεισμού.
Η πρόσφατη επιδείνωση της κρίσης στη Μέση Ανατολή επέτεινε την αβεβαιότητα, προκαλώντας αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Λίγο νωρίτερα, πολιτικές πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν σε ορισμένες χώρες-μέλη μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και οι οποίες, κατά την εκτίμηση των αγορών, έθεταν ενδεχομένως υπό αμφισβήτηση το πλαίσιο των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων αναστάτωσαν προσωρινά τις αγορές κεφαλαίων και κρατικών ομολόγων στη ζώνη του ευρώ. Η άμεση αντίδραση των αγορών και στις δύο περιπτώσεις καταδεικνύει την ευαισθησία τους σε εξωγενείς διαταραχές, καθώς και τη σημασία που έχει η πολιτική σταθερότητα για τη διατήρηση ευνοϊκών μακροοικονομικών προοπτικών.
Επιπλέον, η υιοθέτηση πιο εσωστρεφούς οικονομικής πολιτικής από πλευράς κάποιων χωρών θα αύξανε τον εμπορικό προστατευτισμό και τον άνισο ανταγωνισμό, επιφέροντας ενδεχομένως μια πιο μόνιμη αρνητική επίδραση στην παγκόσμια οικονομία.
Μερικά από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας την τελευταία δεκαπενταετία είναι η δημοσιονομική προσαρμογή και η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και αξιοπιστίας, η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους, η υλοποίηση εμβληματικών μεταρρυθμίσεων στο συνταξιοδοτικό σύστημα και στην αγορά εργασίας και η αύξηση της εξωστρέφειας. Η πρόοδος αυτή και οι θετικές προοπτικές της οικονομίας για τα επόμενα χρόνια αντικατοπτρίζονται στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία.
Ωστόσο το διεθνές περιβάλλον χαρακτηρίζεται από νέες αβεβαιότητες και γεωπολιτικές εντάσεις, καθώς και τεχνολογικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις. Επίσης, η ενεργοποίηση των νέων ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων περιορίζει τη δυνατότητα αξιοποίησης των υπερβάσεων των εσόδων έναντι των στόχων για τη χρηματοδότηση νέων δαπανών. Από την άλλη πλευρά, η σταδιακή χαλάρωση της κοινής νομισματικής πολιτικής αυξάνει τους βαθμούς ελευθερίας στην οικονομική πολιτική, ενώ επίσης μπορεί να υποβοηθήσει τη μείωση του κόστους δανεισμού και την τόνωση των επενδύσεων.
Τέλος, επισημαίνεται ότι, παρά τις υψηλότερες επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ, θα χρειαστούν πάνω από 20 χρόνια, με τους σημερινούς ρυθμούς ανάπτυξης, ώστε να συγκλίνει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Συνεπώς, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και στην ταχύτερη υλοποίηση των δράσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ώστε να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη αύξηση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και να προχωρήσει ο παραγωγικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας.
*Ο Γιάννης Στουρνάρας είναι Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.