Όπως επισημαίνει ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, Σταύρος Καφούνης, επιβεβαιώνεται η θετική προοπτική για την ελληνική οικονομία και εφόσον μετά την αναβάθμιση από τη DBRS ακολουθήσουν και οι άλλοι τρεις οίκοι αξιολόγησης, αυτό θα δώσει τη δυνατότητα να ”ανοίξει” η χρηματοδότηση προς την υγιή επιχειρηματικότητα. Ο κ. Καφούνης υπογραμμίζει πως το συγκεκριμένο ζήτημα άλλωστε «αποτελεί και το νούμερο ένα πρόβλημα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις όπως κατέδειξε και η πρόσφατη έρευνα του Εμπορικού Συλλόγου της Αθήνας».
Σημειώνεται ότι σε σχετική ερώτηση της έρευνας αναφορικά με τον σημαντικότερο παράγοντα που επιβαρύνει το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, πρώτος, με ποσοστό 40%, έρχεται ο τραπεζικός τομέας με τους εμπόρους να αναφέρονται στην αύξηση του κόστους δανεισμού και την χρέωση προμηθειών.
Ο κ. Κορκίδης σημειώνει ότι η επιστροφή στην κανονικότητα, την οποία επισφραγίζει και επίσημα η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, όσο σημαντικό επίτευγμα και αν είναι ως εθνικός στόχος, δεν σημαίνει πως θα βάλει τέλος στις προκλήσεις για την Ελλάδα.
«Η χώρα ουσιαστικά παύει να αποτελεί εξαίρεση στην Ευρωζώνη, αλλά η επενδυτική βαθμίδα θέλει δουλειά. Η αξιολόγηση μιας χώρας αποτελεί το βασικό αλλά όχι το μοναδικό κριτήριο για τους επενδυτές, καθώς «ζυγίζουν» τις οικονομικές προοπτικές, επιβραβεύουν τη δημοσιονομική σύνεση και κλείνουν την πόρτα όπου βλέπουν κινδύνους πολιτικής. Σύμφωνα πάντως με τους ειδικούς μόνο 1 στα 10 funds μπορεί να επενδύσει σε χώρες που δεν διαθέτουν επενδυτική βαθμίδα».
Όπως επισημαίνει ο κ. Κορκίδης, «η ”επενδυτική μετάβαση” μας πρέπει να διατηρήσει τα μεταρρυθμιστικά πλάνα, ώστε να μην υπάρξει μια αργή στροφή προς την ανατροπή των μεταρρυθμίσεων των προηγούμενων ετών και την επιστροφή σε πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική για την αντιστάθμιση των σοβαρών απωλειών εισοδήματος της προηγούμενης δεκαετίας.
«Πέραν των παραπάνω, η μετάβαση στη «μεταχείριση» των κεφαλαιαγορών επηρεάζει επίσης σταδιακά την ισχυρή δομή του χρέους της Ελλάδας. Η σταθμισμένη μέση διάρκεια του δανεισμού της χώρας μειώθηκε στα 5,5 έτη το 2022 και εκ νέου στα 4,6 έτη το 2023. Η μέση διάρκεια του ανεξόφλητου ελληνικού χρέους είναι 19,6 έτη. Πάντως, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους έχει φροντίσει να θωρακίσει την οικονομία από τις αυξήσεις των επιτοκίων με το πραγματικό κόστος για το ελληνικό Δημόσιο να κινείται πολύ κάτω από το επιτόκιο της αγοράς.