Το μεγαλύτερο έργο εξόρυξης στον κόσμο ξεκινά σε μια απόμακρη γωνιά της Αφρικής έπειτα από καθυστερήσεις 27 ετών εξαιτίας πραξικοπημάτων, σκανδάλων και αποτυχημένων προσπαθειών. Πρόκειται για μια συνεργασία ανάμεσα στον αυστραλοβρετανικό κολοσσό Rio Tinto, στην κυβέρνηση της Γουινέας και σε άλλες επτά εταιρείες, εκ των οι πέντε είναι κινεζικές. Οι εταιρείες αυτές θα μοιραστούν τα έργα και το κόστος, που προφανώς θα ήταν δυσβάσταχτο για να το αναλάβει μια εταιρεία ορυχείων μόνη της.
Το σχέδιο προβλέπει την κατασκευή ορυχείου εξόρυξης σιδηρομεταλλεύματος από τη Rio Tinto σε συνεργασία με κοινοπραξία, της οποίας ηγείται η μεγαλύτερη βιομηχανία αλουμινίου στον κόσμο, Chinalco, και την κατασκευή δεύτερου ορυχείου από τη μεγαλύτερη χαλυβουργία στον κόσμο, Baowu, σε συνεργασία με κοινοπραξία της οποίας ηγείται η Winning International Group. Παράλληλα, οι εμπλεκόμενες εταιρείες θα συγχρηματοδοτήσουν την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής μήκους 552 χιλιομέτρων, όπως και ένα λιμένα βαθέος ύδατος στις ακτές του Ατλαντικού.
Η ιστορία του εγχειρήματος είναι τουλάχιστον περιπετειώδης, καθώς η Rio Tinto απέσπασε άδεια εξερεύνησης της περιοχής στα όρη Σιμαντού στη νοτιοανατολική Γουινέα για πρώτη φορά το 1997. Οπως σχολιάζει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, έκτοτε η χώρα των 13 εκατ. κατοίκων γνώρισε δύο πραξικοπήματα, τέσσερις διαφορετικούς ηγέτες και τρεις προεδρικές εκλογές. Από την πλευρά της, η Rio Tinto είχε έξι διευθύνοντες συμβούλους, έχασε κατά το ήμισυ την άδεια που είχε εξασφαλίσει, διεξήγαγε δικαστικούς αγώνες με ανταγωνίστριές της, διευθέτησε εναντίον της κατηγορίες των αμερικανικών αρχών για διαφθορά και κάποια στιγμή επιχείρησε να εγκαταλείψει πλήρως το σχέδιο. Ηταν πριν από επτά χρόνια όταν η Rio Tinto συμφώνησε να πουλήσει στην Chinalco το μερίδιό της έναντι 1,3 δισ. δολ.
Το εγχείρημα, ύστερα από καθυστερήσεις 27 ετών, έχουν αναλάβει ο αυστραλοβρετανικός κολοσσός Rio Tinto και άλλες επτά εταιρείες, εκ των οποίων οι πέντε είναι κινεζικές.
Το Πεκίνο, όμως, που ελέγχει πάντα κάθε επένδυση των κρατικών εταιρειών της Κίνας, όπως και κάθε προσπάθειά τους να πουλήσουν κάποια επένδυσή τους, δεν ενέκρινε τη συμφωνία. Ετσι το πολυσχιδές σχέδιο παρέμεινε και πάλι στα λογιστικά βιβλία της Rio Tinto. Μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα, ο Μπολντ Μπαάταρ, τα τελευταία επτά χρόνια υπεύθυνος για τις σύνθετες εμπορικές συμφωνίες του εγχειρήματος, επισημαίνει ότι η διαφορά σήμερα έγκειται στο ότι το υψηλής διαβάθμισης και ποιότητας σιδηρομετάλλευμα που βρίσκεται στα όρη Σιμαντού είναι πολύ πιο ελκυστικό από όσο ήταν το 2016, καθώς είναι επιτακτική ανάγκη να μειωθεί η χρήση άνθρακα στη χαλυβουργία. Και αυτή η μείωση εκπομπών άνθρακα στη χαλυβουργία επιτυγχάνεται με τη χρήση σιδηρομεταλλεύματος υψηλής διαβάθμισης, που δύσκολα βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες. Ο Μπαάταρ το αποκαλεί χαβιάρι του σιδηρομεταλλεύματος.
Εν ολίγοις, το σιδηρομετάλλευμα που βρίσκεται στα όρη Σιμαντού μπορεί να βοηθήσει την Κίνα να περιορίσει δραματικά τον άνθρακα στην κινεζική βιομηχανία χάλυβα. Γι’ αυτό και το Πεκίνο ενδιαφέρθηκε για το σχέδιο και έδωσε την έγκρισή του να προχωρήσει. Και όταν τελικά απέσπασαν την έγκριση του Πεκίνου οι κινεζικές εταιρείες που συνεργάζονται μαζί της, η Rio Tinto αποφάσισε να δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα για την εκκίνηση του πλέον περίπλοκου σχεδίου στην ιστορία. Ο Μπαάταρ τονίζει πως δεν υπάρχει τίποτε άλλο ανάλογης κλίμακας και μεγέθους. Σημειωτέον ότι η κοινοπραξία της Rio Tinto και της Chinalco θα χρηματοδοτήσει επίσης πρόσθετη σιδηροδρομική γραμμή μήκους 70 χλμ. προκειμένου να συνδέσει τα ορυχεία της με την κεντρική σιδηροδρομική γραμμή. Το μερίδιο της Rio Tinto στο σύνολο του κόστους του έργου προβλέπεται να φτάσει στα 6,2 δισ. δολ., υπερβαίνοντας το σύνολο των δαπανών της τα τελευταία πέντε χρόνια.