Από τα πρώτα τραγούδια στο χωριό στο πλυσταριό μιας παρηκμασμένης βίλας που στέγασε αρχικά την οικογένειά του στην Αθήνα. Το μεροκάματο στο «σκυλάδικο», προκειμένου να μαζέψει χρήματα για τα εισιτήρια στη Γερμανία. Και ύστερα η γνωριμία με τον Μίκη, τον Μάνο, τον Θάνο, τον Άλκη, τον Οδυσσέα και φυσικά όλους εμάς.
Μπορεί να μην συνάντησε τον «Κουρσάρο», αλλά τραγούδησε για τον κάθε… κουρσάρο της ασφάλτου. Βυθίστηκε στα λόγια των ποιητών και τους έδωσε φωνή. Ποτέ δεν φοβήθηκε κι ας τραγούδησε ένα από τα πιο εμβληματικά τραγούδια -το «Φοβάμαι»- να ρισκάρει. Κάπως έτσι άλλωστε -μπορεί να μην πήρε ανάποδες σαν τον ήρωα του «Πόρτο Ρίκο»- αποφάσισε να «ξεγυμνωθεί» στο κοινό του και να στραφεί στο θέατρο. Εκεί που όχι μόνο γνώρισε ακόμη μία επιτυχία, αλλά άνοιξε και τον δρόμο για ανάλογες παραστάσεις, όπως είχε κάνει και στις αρχές της δεκαετίας του ’80 με τις πρώτες μεγάλες συναυλίες ελληνόφωνου ροκ στην χώρα.
Ο Βασίλης κάνει στάση σήμερα στους πιο σημαντικούς σταθμούς της ζωής του και της μουσικής πορείας του. Σαν μια συναυλία που μέσα σε τρεις ώρες θα πρέπει να χωρέσει όλα όσα αγαπάμε και αγαπάει. Στις 14 Ιουνίου το Καλλιμάρμαρο (τον) περιμένει για να ακουστούν τα «Χρόνια Πολλά» στους ροκάδες που δεν κουράστηκαν… Αυτός για ακόμη μία φορά θα πάρει την κιθάρα του και θα μας εκσφενδονίσει τα παιδικά του όνειρα… Άλλωστε, όπως εξομολογείται, δεν ονειρεύτηκε καριέρα, ήθελε μόνο να τραγουδάει.
Τα πρώτα χρόνια στο Βάστα
Ήμασταν μια εξαμελής οικογένεια. Τέσσερα παιδιά -δύο αγόρια, δύο κορίτσια- και οι γονείς μας. Μαζί μας και οι παππούδες. Στο χωριό μου, όπως και σε όλα τα μικρά χωριά των 200 κατοίκων, η μόνη διασκέδαση ήταν το τραγούδι. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από αυτό. Και μάλιστα, το τραγούδι μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα. Εγώ παίδευα τη μητέρα μου να με νανουρίζει ασταμάτητα, γιατί μαγευόμουν από τη φωνή της και το τραγούδισμά της. Η φωνή της ήταν σαν νεράκι που έτρεχε. Ένα τέτοιο πράγμα θυμάμαι, ένα κελάρυσμα. Και με την αδελφή μου, βέβαια, και με τον πατέρα μου επικοινωνούσαμε συχνά με τραγούδια. Σε κάθε γάμο, σε κάθε γέννηση μαζευόμασταν όλο το χωριό και τραγουδούσαμε. Επίσης, σε κάθε συγκομιδή, στο μάζεμα των καλαμποκιών, θυμάμαι, τους αγρότες να ξενυχτούν και να τραγουδάμε. Όλα αυτά, βέβαια, μέχρι τα εφτά μου χρόνια, που έφυγα για την Αθήνα. Νομίζω ότι είναι τα πιο ουσιαστικά χρόνια που θυμάμαι στο χωριό για το πόσο πολύ αγάπησα τα τραγούδια.
Δεν νομίζω ότι αγάπησε τόσο πολύ το τραγούδι κάποιο άλλο από τα αδέλφια μου. Εκτός από τη μεγάλη αδερφή μου, την Αθανασία, αλλά ποτέ δεν προσπάθησε να τραγουδήσει μπροστά σε κοινό.
Ο ερχομός στην Αθήνα
Ήρθαμε πρώτα στην Αγία Παρασκευή. Είχε έρθει ένας θείος μου με την οικογένειά του, ο θείος μου ο Φώτης. Ο πατέρας μου δούλευε ήδη στην Αθήνα ως οικοδόμος/σοβατζής. Ο μαστρο-Σπύρος με το όνομα. Και κάποια στιγμή, γύρω στα εφτάμισι χρόνια μου, μας πήρε μαζί του. Μετακομίσαμε στην Αθήνα. Ήταν πολύ φτωχικά εκείνα τα χρόνια. Αλλά όταν μια οικογένεια είναι δεμένη, τα ξεπερνάει όλα. Παρόλο που ο μπαμπάς έλειπε από το σπίτι. Ήλιο με ήλιο δούλευε. Και η μαμά έπλενε σε σπίτια. Ήταν η πλύστρα, που λέγαμε. Και εμείς πηγαίναμε σχολείο και μετά στο σπίτι. Καθόμασταν και ευτυχώς είχαμε ο ένας τον άλλον. Οικογένεια. Όλη μου τη ζωή είχα παράδειγμα την οικογένειά μου. Λέω, ναι, έτσι πρέπει να ζουν όλα τα παιδιά.
Η πρώτη συναυλία
Αφού μείναμε τρία χρόνια στην Αγία Παρασκευή, ξέχασα να πω ότι η… βίλα μας ήταν το πλυσταριό μιας βίλας, όπου μια μάλλον ξεπεσμένη οικογένεια είχε ανάγκη να νοικιάσει το πλυσταριό. Και επειδή το αντίτιμο ήταν, φαίνεται, λίγο, γι’ αυτό μείναμε σε ένα δωμάτιο μαζί. Η τουαλέτα ήταν έξω από αυτό το δωμάτιο. Ύστερα μετακομίσαμε στη Νέα Φιλαδέλφεια. Εκεί πια εγώ ανέλαβα να κάνω το συγκρότημα της γειτονιάς, γιατί κάθε γειτονιά είχε και ένα μουσικό συγκρότημα. Έτσι μάζεψα τα γειτονόπουλα που κάτι χαμπάριαζαν από μουσική και φτιάξαμε το πρώτο μας συγκρότημα. Μάλιστα, ο ντράμερ έπαιζε με τα χέρια του στο τζάμι της μπαλκονόπορτας και ακουγόταν πολύ ωραία. Παίζαμε όλοι με έναν ενισχυτή. Τελικά στείλαμε συμμετοχή σε ένα διαγωνισμό που γινόταν τότε. Crosswords, δηλαδή Σταυρόλεξα, λεγόταν το συγκρότημά μας. Στον διαγωνισμό αυτό τραγούδησα το «House of the Rising Sun». Από την εκτέλεση των Animals με τον Eric Burdon. Έγινε χαλασμός και έτσι κερδίσαμε για βραβείο τα πρώτα αληθινά όργανα. Μετά κάναμε κανονικές πρόβες. Μας έδωσε ο πρόεδρος των κατοικιών έναν χώρο που προοριζόταν για μαγαζί. Για μπακάλικο, για μανάβικο, δεν θυμάμαι… Και ήταν ακριβώς στην πλατεία της γειτονιάς μας. Εκεί, λοιπόν, κάναμε τις πρόβες μας. Μας αγόρασε και ένα μαγνητόφωνο ο πρόεδρος, ο κύριος Δεγαίτας, γι’ αυτό τον θυμάμαι ακόμα. Και έτσι σιγά σιγά κάναμε την πρώτη μας συναυλία με όργανα κανονικά στο Cine Ιωνία, στη Νέα Ιωνία. Εκεί έγινε χαμός. Γιατί όλοι στις πολυκατοικίες θέλανε να μας στηρίξουν. Έτσι, λοιπόν, πήρα εκεί το πρώτο μου χειροκρότημα. Με αληθινά όργανα. Και έτσι προχώρησα. Εγώ δεν ήξερα ποτέ ότι θα γίνω τραγουδιστής. Το έκανα μόνο και μόνο επειδή αγαπούσα το τραγούδι και τη μουσική.
Οι μπουάτ και οι «Κάψες»
Πριν να πάω στον Στρατό, κατέβηκα στην Πλάκα, στην μπουάτ «Εσπερίδες» του Γιάννη Αργύρη. Εκεί αρχικά τραγουδούσα και έπειτα σε μια άλλη μπουάτ δίπλα, την «Ξαστεριά». Εκείνη την περίοδο ένας φίλος μού πρότεινε να φύγουμε στο εξωτερικό. Δεν είχαμε, όμως, λεφτά. Του είπα, λοιπόν, ότι θα το κανονίσω εγώ. Βρέθηκα, λοιπόν, με έναν φίλο μας που έπαιζε σε λαϊκά μαγαζιά. Τον Δημήτρη Κουτζανίδη. Αυτός έπαιζε σε ένα μαγαζί, που το λέγανε «Κάψες». Ήταν σε μια κάθετη, όπως ανεβαίνουμε τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Εκεί, βέβαια, το μαγαζί το είχαν μόλις φτιάξει και μέσα είχαν μείνει ακόμη τα μπάζα. Δίπλα στα τραπέζια ήταν ένας λόφος με άμμο και αυτό που παρατήρησα ήταν ότι, όταν άφηναν ανοιχτή την πόρτα που έμπαινε ο κόσμος μέσα, αυτή έκλεινε από την πίεση του καπνού. Δεν ήταν τεχνητός καπνός, ήταν από το κάπνισμα. Εκεί, λοιπόν, τα πήγα πολύ καλά, διότι τραγουδούσα λαϊκά τραγούδια. Και απέκτησα και πολύ καλή σχέση με το κοινό των «Καψών». Γιατί με είδαν έτσι, ένα ευγενικό παιδί που σαν να ερχόμουν από άλλου. Δεν ανήκα, δηλαδή, σε αυτούς τους χώρους. Και με αγάπησαν πολύ. Έμαθα κι ένα κόλπο εκεί. Όταν ένας μεθυσμένος χόρευε και πήγαινε να πέσει, του έλεγα στο μικρόφωνο: «Άμυνααα». Και μου λέγανε «Ευχαριστώ, Βασιλάκη» και επανερχόταν στον χορό. Έτσι μάζεψα τα χρήματα και πήγαμε με τον φίλο μου στη Γερμανία.
Το πρώτο τραγούδι στη δισκογραφία
Η δισκογραφία ήρθε πολύ αργότερα. Όταν ήμουν φαντάρος. Πήρα άδεια για να τραγουδήσω τέσσερα τραγούδια. Ήταν του Βασίλη Αρχιτεκτονίδη. Σπουδαίος μουσικός και καθηγητής. Η εταιρεία που τα ηχογράφησε αυτά τα τραγούδια ήταν μια προσπάθεια των καταστημάτων δίσκων να φτιάξουν δική τους εταιρεία για να μην τους εκμεταλλεύονται οι μεγάλες δισκογραφικές που ήδη υπήρχαν. Αυτή η προσπάθεια σαμποταρίστηκε από τους μεγάλους και δεν ορθοπόδησε. Και δεν έγιναν ποτέ τα τραγούδια αυτά γνωστά. Μετά από λίγο διάστημα, η μικρή αυτή εταιρεία έκλεισε. Όχι επειδή τραγούδησα εγώ (σ.σ.: γέλια)! Πλέον δεν είχα τι να κάνω εδώ και επειδή τραγουδούσα και απαγορευμένα τραγούδια, καθώς ήταν ήδη χούντα, όταν απολύθηκα, ο φίλος μου από τον Στρατό μού έριξε την ιδέα να φύγουμε, να πάμε έξω, στη Γερμανία που ήταν ο πατέρας του. Τελικά, μιας και δεν μπορούσαμε να τραγουδήσουμε αυτά που θέλαμε, δηλαδή Θεοδωράκη, Λοΐζο, Μαρκόπουλο, Χατζιδάκι, είπα «ναι, θα πάμε έξω», αλλά με κρυφή σκέψη στο βάθος του μυαλού μου ότι έτσι ίσως γνωρίσω τον Μίκη Θεοδωράκη.
Ο δίσκος «Φοβάμαι»
Εγώ είχα έρωτα με την ποίηση από μικρό παιδί. Πήγαινα κάθε τόσο στα βιβλιοπωλεία και έλεγα: «Τι καινούργιο έχεις σε ποιητές;». Έτσι, λοιπόν, έπεσα πάνω στο βιβλίο «Το εσωτερικό ταχυδρομείο» του Αντρέα Πανταζή. Τότε ήμασταν στο «Αχ Μαρία». Και παιδευόμασταν να βρούμε νέα τραγούδια. Διαβάζω, λοιπόν, το «Φοβάμαι», το ποίημα από το βιβλίο αυτό του Ανδρέα Πανταζή και ενθουσιάστηκα. Λέω «αυτό είναι, είναι κοινωνικό πέρα για πέρα». Το διάβασα στον Γιάννη (σ.σ.: Ζουγανέλη) και του είπα: «Προσπάθησε να το κάνεις αυτό». Γιατί ο Γιάννης ήταν τραγουδοποιός και ήδη είχε γράψει αρκετά κομμάτια. Κι έτσι βγήκε το τραγούδι «Φοβάμαι». Μέσα σε αυτόν τον δίσκο, που λεγόταν όλος ο δίσκος «Φοβάμαι», ήταν και ο «Κουρσάρος» που έγινε αμέσως το πιο αγαπημένο τραγούδι όλου του δίσκου. Τελικά, όμως, έγιναν πολλά τα αγαπημένα τραγούδια του συγκεκριμένου δίσκου. Όλα τα τραγούδια τα επέλεξα εγώ. Και μάλιστα, η εταιρεία δεν ήθελε να το κάνουμε στον δίσκο, γιατί θα καταστρεφόμουν, όπως είχε προβλέψει ο κύριος Μάτσας. Είχε βάλει μάλιστα τον Αχιλλέα Θεοφίλου να μου αλλάξει γνώμη. Εγώ, για να τον πείσω, του είπα θα πάρω χαρτί γιατρού και θα βουβαθώ για δύο χρόνια. Με αυτήν την απειλή μου με θεώρησε τρελό και δέχτηκε να το κάνουμε, αλλά χωρίς να διαφημίσουμε τον δίσκο, για να μη γίνω ρεζίλι. Έπειτα, όμως, αφού είδε την εμπορική επιτυχία και να πολλαπλασιάζονται οι παραγγελίες, με αποδέχτηκε.
Ο δίσκος «Διαίρεση»
Εγώ αυτόν τον δίσκο τον βλέπω τόσο δεμένο με το «Φοβάμαι», που είναι σαν μια συνέχεια. Τα τραγούδια που δεν βάλαμε στο «Φοβάμαι» τα τραγούδησα στη «Διαίρεση». Άλλωστε ο δίσκος χωράει μόνο δώδεκα. Κάπως έτσι γεννήθηκε και αυτός ο δίσκος. Είχα μπει στην αναζήτηση του ροκ ακούσματος, του σκληρού ήχου, αλλά συγχρόνως ήθελα να υπάρχουν πάντα και οι μπαλάντες, για να καλύψω το συναίσθημά μου το βαθύτερο. Στη «Διαίρεση» υπάρχει ανάμεσα στα άλλα και ο «Μαύρος γάτος» του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Τότε ο Θανάσης δεν έγραφε μουσική. Έγραφε μόνο τους στίχους. Και τον γνώρισα από τον Μάνο Λοΐζο. Του είχε δώσει ο Θανάσης κάποιους στίχους του, και ο Μάνος είχε μελοποιήσει μερικά, τα οποία βρέθηκαν μέσα από την κόρη του την Μυρσίνη.
Επίσης, ένα χαριτωμένο περιστατικό συνέβη με το τραγούδι «Μπρος γκρεμός και πίσω γκόμενες». Μέσα στους στίχους υπάρχει ένας αριθμός τηλεφώνου: 36 39 217. Αυτό το τηλέφωνο ήταν μια δικιά μου πονηριά να το πω, γιατί ήταν το τηλέφωνο του «Αχ Μαρία». Και παίρνανε και λέγανε «τον Βασίλη μου δίνετε», «τι είναι εκεί;». Είχε σπάσει, δηλαδή, όλα τα ρεκόρ κλήσεων. Στους πρώτους μου δίσκους χρωστάω μια ευγνωμοσύνη σε έναν φοβερό μουσικό. Στον Κώστα Γανωσέλη που έκανε και τις ενορχηστρώσεις. Ένας φοβερός μουσικός που ήξερε από ποια μουσικά μονοπάτια θα περάσει και ταίριαζε απόλυτα με όλο αυτό που ήθελα να πω. Και τα λόγια να μην υπήρχαν, θα καταλάβαινες τι ήθελε να πει το τραγούδι.
Το «Αχ Μαρία»
Το «Αχ Μαρία» ήταν μια δική μου ιδέα. Εγώ, ο Ζουγανέλης, ο Μπουλάς, η Ισιδώρα, η γυναίκα του Γιάννη φτιάξαμε ένα δικό μας μαγαζί στα Εξάρχεια. Όταν βρήκαμε τον χώρο, βάλαμε και πολλή χειρωνακτική εργασία. Κι εκεί κάναμε ό,τι θέλαμε, ό,τι μας ερχόταν στο κεφάλι. Η ταμπέλα απέξω έγραφε «Πωλούνται κατσαβίδια, πρόκες». Εγώ εκεί έμεινα τρία – τέσσερα χρόνια. Μετά συνέχισε ο Γιάννης.
Η συναυλία στο Νέο Φάληρο
Είναι το πρώτο μεγάλο γεγονός που πήρα επάνω μου. Δεν περίμενα τόσο κόσμο. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή τρόμαξα. Και από τότε τρομάζω κάθε φορά που έχω μια εμφάνιση. Αν πιάσεις την καρδιά μου εκείνη τη στιγμή που είναι να βγω στη σκηνή, σίγουρα θα καταλάβεις τι λέω. Πήγε πολύ καλά εκείνη η συναυλία και έτσι μετά και με τον δίσκο που κυκλοφόρησε με αγάπησε ακόμη περισσότερο ο κόσμος.
Ο δίσκος «Χαιρετίσματα»
Στα «Χαιρετίσματα» οι στίχοι είναι της Αφροδίτης Μάνου. Τραγουδούσαμε τότε με την Αφροδίτη και με τη Μαρία Δημητριάδη. Μια μέρα, λοιπόν, με πήρε τηλέφωνο και μου υπαγόρευσε τους στίχους. Αμέσως έγραψα τη μουσική. Και όταν το τελείωσα, την ξαναπαίρνω τηλέφωνο και της παίζω το τραγούδι στο τηλέφωνο. Το πρωτόλειο. Σε δέκα λεπτά. Για την επιτυχία που σημείωσαν τα «Χαιρετίσματα» δεν μπορώ να πω αν την περίμενα. Δεν φαντάζομαι ποιο τραγούδι θα προχωρήσει και ποιο θα μείνει στη δεύτερη πλευρά. Τα αγαπάω όλα. Στα «Χαιρετίσματα» τα μισά τα τραγούδια είναι του Νικόλα Άσιμου. Είχα δει τον Νικόλα στον δρόμο πριν κάνω τον δίσκο και του λέω «Ρε συ, θέλω το “Venceremos” να το τραγουδήσω». Και αυτός μου απάντησε έτσι με τη βαριά του τη φωνή: «Γιατί; Μόνο αυτό σου αρέσει;». Του λέω «Όχι, άλλα…». Και έτσι είπα συνολικά πέντε τραγούδια του. Ήρθε στα στούντιο με μεγάλη χαρά και πολύ του άρεσε.
Το τραγούδι «Ελλάς»
Το «Ελλάς» το έγραψε ο Σταμάτης Μεσημέρης. Ήταν ψυχαναλυτής στο επάγγελμα και μάλιστα είχε φτιάξει και μια ομάδα δική του απεξάρτησης ναρκωτικών. Και πράγματι έκανε πολύ καλή δουλειά στον τομέα αυτό και πολύ τον εκτίμησα. Γιατί κι εγώ τότε, καθώς ήταν μια εποχή με πολλά παιδιά θύματα ναρκωτικών, έκανα συναυλίες και τις αφιέρωνα στον αγώνα ενάντια στα ναρκωτικά. Στο «Ελλάς» ήταν και η πρώτη συμμετοχή του Χριστόφορου Κροκίδη στις κιθάρες. Και ο ήχος σκλήρυνε ακόμα πιο πολύ.
Ο δίσκος «Φυσάει»
Έπειτα από χρόνια άρχισε να αναγνωρίζεται ο δίσκος αυτός. Ήρθε ο Γιώργος Τσαγκάρης και μου είπε: «Έχω μελοποιήσει Λειβαδίτη». Τον Λειβαδίτη τον αγαπούσα πάρα πολύ. Και γεμάτος έκπληξη για τη μελοποίηση, ήρθε στο σπίτι μου, έκατσε στο πιάνο και μου έπαιξε αρκετά τραγούδια από αυτά. Ενθουσιάστηκα. Είπα «αυτό είναι, έτσι μελοποιείται η ποίηση και έτσι πρέπει να βγαίνει». Και βγήκε ο δίσκος αυτός. Ξέραμε ότι δεν είναι εμπορικός δίσκος. Αλλά εγώ τον πίστευα και τον αγάπησα πολύ. Δεν υπολόγισα, όμως, την εμπορική απήχηση. Έκανα πάντα ό,τι πίστευα. Οι ποιητές έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή μου αλλά και στη μουσική πορεία μου, γιατί από πολύ μικρός αγαπούσα πολύ την ποίηση και τη διάβαζα. Τον Καρυωτάκη τον ήξερα σχεδόν απέξω στα 17 – 18 μου.
Ο Θάνος Μικρούτσικος
Μεγάλο κεφάλαιο. Γνωρίστηκα με τον Θάνο σε μια πορεία διαμαρτυρίας. Γνωριστήκαμε γιατί είχε μαθευτεί ότι είχα επιστρέψει. Όταν χαιρετηθήκαμε για πρώτη φορά, γίναμε αμέσως φίλοι. Όπως και με τη Μαρία Δημητριάδη και με τον Ανδρέα, τον αδερφό του Θάνου. Και παίξαμε για πολλά χρόνια μαζί. Πηγαίναμε το πρωί στα εργοστάσια. Ακόμη και εγώ που δεν ξύπναγα πρωί… Πηγαίναμε και τραγουδούσαμε σε απεργίες, για να δώσουμε κουράγιο στους απεργούς. Και τελικά έφτασε η στιγμή να τραγουδήσω αρχικά στον «Σταυρό του Νότου», μετά στις «Γραμμές των Οριζόντων», στο «Όλα από χέρι καμένα» και στη «Θάλασσα στη σκάλα».
Ο Άλκης Αλκαίος
Τι υπέροχος άνθρωπος. Είχε ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ στη χούντα. Του είχαν σπάσει τα γόνατά. Δεν έβγαινε έξω από το σπίτι του. Περπατούσε συνέχεια σαν να είναι γονατισμένος. Κι όμως το μυαλό του… Αχ, αυτό το μυαλό… Έβγαινε από το παράθυρο και κυκλοφορούσε σε όλο τον κόσμο. Αναρωτιέμαι ακόμη πώς γίνεται να μάζευε τέτοιες εικόνες; Να εκφράζει με τους στίχους του τόσα όνειρα; Νομίζω, είναι πολύ σπουδαίος. Είναι ένας μοναδικός ποιητής. Ανάμεσα στα τραγούδια που μου έχει χαρίσει είναι και τα «Χρόνια πολλά» που το μελοποίησα εγώ. Θυμάμαι, του είχα πει: «Βρε συ Άλκη μου, θέλω ένα τραγούδι που να έχει κάποια ανοιχτά παράθυρα. Γιατί τόσο καιρό έχω πει σκληρά τραγούδια. Πονάει ψυχή μου πια. Θέλω να έχω και ένα τραγούδι να το λέω και να χαιρόμαστε. Και εγώ και αυτοί που τους το τραγουδάω. Και μου λέει: «Βασίλη, δεν κάνω παραγγελίες, αλλά ο τρόπος που το ζητάς μου αρέσει. Και μου αρέσει το θέμα που μου λες». Και έτσι έγραψε τα «Χρόνια πολλά». Κατά παραγγελία. Επίσης μου χάρισε και το «Πόρτο Ρίκο». Ένα τραγούδι που ανατριχιάζω κάθε φορά που το τραγουδάω. Και φυσικά την «Βικτώρια» -που την έχω μελοποιήσει- και πολλά πολλά ακόμη…
Στον Άλκη βρήκα αυτό που έψαχνα. Μου είχε δώσει πριν φύγει τους στίχους του. Μου είχε στείλει 12 τραγούδια λέγοντας μου: «Αυτά θέλω να τα μελοποιήσεις όλα εσύ». Εγώ του είχα απαντήσει: «Γιατί να μην τα δώσουμε σε επαγγελματίες;». « Όχι, όχι, θέλω από σένα» μου είπε. Κι έτσι κι έγινε, και κάναμε τον δίσκο «Ουράνια τόξα κυνηγώ».
Πενήντα χρόνια Βασίλης
Είναι συμβολικό. Πενήντα χρόνια στον δρόμο, έχοντας κάνει τις περισσότερες εμφανίσεις από όλους τους συναδέλφους. Και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν πιστεύω να έχει τραγουδήσει τόσες πολλές φορές κάποιος. Θυμάμαι, μια χρονιά είχαμε κάνει 64 συναυλίες σε τρεις μήνες.
Ταξιδεύαμε και δεν ξέραμε πού βρισκόμαστε. Και ταξιδεύαμε με κάτι σακαράκες, κάτι πούλμαν δηλαδή που χάλαγαν στον δρόμο. Μέχρι που λέγαμε: «Πλησιάζει νταλίκα με ιλιγγιώδη ταχύτητα». Επίσης αμέτρητα βράδια κοιμηθήκαμε σε καταστρώματα. Όχι γιατί δεν είχαμε λεφτά να κοιμηθούμε μέσα, αλλά γιατί το καλοκαίρι γίνεται χαμός και ήταν κλεισμένες όλες οι θέσεις. Ταξίδια, ταξίδια, ταξίδια… Με αεροπλάνα και βαπόρια.
«Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη»
Το «Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη» είναι ένα αστείο που γεννήθηκε στο «Αχ Μαρία». Εννοείται ότι δεν είναι αλήθεια ότι δεν θα πεθάνουμε, αλλά το νόημα είναι ότι δεν καταθέτουμε τα όπλα. «Κουφάλα νεκροθάφτη, θα σε πολεμήσουμε». Το πέταξε ένας φίλος τότε που λέγαμε πολλά τέτοια κουφά σλόγκαν. Και τα λέγαμε στο καμαρίνι στο «Αχ Μαρία». Τα άκουγε ο κόσμος απέξω και γέλαγε. Ένα βράδυ βουτάει το μικρόφωνο στο καμαρίνι ο Κώστας Θωμαΐδης και το λέει, και φωναχτά μάλιστα. «Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη». Και πέσανε κάτω από τα γέλια.
Καλλιμάρμαρο 14 Ιουνίου
Με αφορμή τη συναυλία στο Καλλιμάρμαρο, αλλά και όλες τις καλοκαιρινές συναντήσεις με τους φίλους μου σε όλη την Ελλάδα, μου έρχονται στο μυαλό τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη: «Τους παλιούς μου φίλους καλώ». Μόνο που εγώ θα έβαζα «τους παλιούς μου φίλους και τους νέους» καλώ.