Ο Πυθαγόρας, o σημαντικότερος σοφός της αρχαιότητας, δεν μας άφησε
καμιά ιδιόχειρη παρακαταθήκη. Με απλά λόγια δεν έγραψε τίποτε. Το όνομά του είναι περιβεβλημένο με μια ομίχλη του θρύλου του, αποδεικνύοντας έτσι τη δύναμη και την παραγωγικότητα του έργου του. Η διδασκαλία του Πυθαγόρα που γινόταν στη Σχολή του , το Ομακοείον, στον Κρότωνα της Ιταλίας, περιείχε διάφορες βαθμίδες μύησης, στη διάρκεια των οποίων οι μαθητές του, με αυστηρή πειθαρχία και αφού
έπαιρναν όρκο σιωπής, άκουγαν πίσω από παραπέτασμα τον Πυθαγόρα, χωρίς να τον βλέπουν, και ακολουθούσαν πιστά τις ρήσεις του δασκάλου τους, σαν θεϊκά δόγματα: «Αυτός έφα» (αυτός το είπε) μας μεταφέρεται ότι έλεγαν. Επίσης έδιναν τον μέγιστο ιερό όρκο στην Τετρακτύνα.
Ολόκληρη η διδασκαλία του διατηρήθηκε ζωντανή για αιώνες και ο Ιεροκλής, ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος του 5ου μ.Χ. αιώνα, διασώζει αυτά τα υπομνήματα, ταΠυθαγόρεια παραγγέλματα, τα Χρυσά του Έπη.
Είναι μία συλλογή 71 στίχων που πιθανόν να έχουν συντεθεί από τους
νεοπυθαγόρειους, αντικατοπτρίζουν όμως ολόκληρη την ηθική διδασκαλία του Πυθαγόρα.
Το κείμενο είναι αξιοθαύμαστο και διατηρείται αναλλοίωτο στις ημέρες μας.Θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει σαν ένα «ευαγγέλιο», ακόμη και σύγχρονων πνευματιστών. Είναι ένα απόσταγμα της φιλοσοφίας των Πυθαγορείων με μεταφυσική διάσταση, που προτρέπει τον μύστη ως απώτερος σκοπός του εν ζωή να είναι το μέτρο και η Αρετή, ψυχή τε και σώματι, σε όλες τις εκφάνσεις του αγαθού.
Και μετά θάνατον έρχεται η αθανασία της ψυχής.
Προσέξτε την «λεπτομέρεια». Δεν υπάρχουν ψυχές που δεν θα γνωρίσουν την αθανασία της ψυχής. Μπορεί να καθυστερήσει, μπορεί να αργήσει, αλλά θα έλθει.Όσο πιο πιστά τηρείς τις εντολές για ηθική και ενάρετη ζωή τόσο πιο γρήγορα θα έλθει και η αθανασία της ψυχής.
Τα Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, είναι 71 στίχοι όπως είπαμε, γραμμένοι σε
δακτυλικό εξάμετρο, δηλαδή χρησιμοποιείται το ίδιο ποιητικό μέτρο που χρησιμοποιεί ο Όμηρος, καθώς και άλλοι φιλόσοφοι, όπως ο Εμπεδοκλής και ο Παρμενίδης.
Παραθέτουν μία σύντομη εισαγωγή στον τρόπο ζωής των Πυθαγορείων. Είναι άγνωστο ποίος έγραψε τα Χρυσά Έπη. Σίγουρα είναι Πυθαγόρεια, αλλά δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι τα έγραψε ο ίδιος ο Πυθαγόρας, αφού γνωρίζομε, όπως είπαμε, ότι δεν άφησε κανένα γραπτό κείμενο. Απλά εντάσσονται στην παράδοση των Πυθαγορείων.
Αυτή τη θέση έχουν κρατήσει ο Ιάμβλιχος, ο Ιεροκλής, ο Πρόκλος και ο
Σιμπλίκιος. Σύμφωνα με τον σχολιασμό του Ιεροκλέους, τα εν λόγω Έπη λέγονται “Χρυσά” για να επισημανθεί ότι “περιέχουν την τελειότατη στοιχειοθέτηση της φιλοσοφίας των Πυθαγορείων”.
Σύμφωνα με τον Ιεροκλή, ο χρυσός είναι μέταλλο καθαρότατο και ανώτερο από τα υπόλοιπα, διότι δεν οξειδώνεται, ενώ τα υπόλοιπα αλλοιώνονται, καθώς προσμειγνύονται με ξένα και γήινα συστατικά.
Τό Ἀρχαίο κείμενο & η Μετάφραση
Ἀθανάτους μὲν πρῶτα θεούς, νόμωι ὡς διάκεινται, τίμα καὶ σέβου ὅρκον. ἔπειθ’ ἥρωας
ἀγαυούς τούς τε καταχθονίους σέβε δαίμονας ἔννομα ῥέζων σούς τε γονεῖς τίμα τούς τ’
ἄγχιστ’ ἐγγεγαῶτας. τῶν δ’ ἄλλων ἀρετῆι ποιεῦ φίλον ὅστις ἄριστος.
Να τιμάς πρώτα, τους αθάνατους θεούς, όπως ορίζει ο νόμος,
και να σέβεσαι τον όρκο [κι] έπειτα, τους ένδοξους ήρωες,
και να σέβεσαι τους καταχθόνιους δαίμονες1
κάνοντας τα νόμιμα,
και να τιμάς τους γονείς [σου] και τους κοντινότερους συγγενείς [σου],
από τους άλλους δε, να κάνεις φίλο, όποιον είναι άριστος στην αρετή.
Πραέσι δ’ εἶκε λόγοισ’ ἔργοισί τ’ ἐπωφελίμοισι. μηδ’ ἔχθαιρε φίλον σὸν ἁμαρτάδος εἵνεκα
μικρῆς, ὄφρα δύνῆι· δύναμις γὰρ ἀνάγκης ἐγγύθι ναίει.
Να προτιμάς τα λόγια της πραότητας και τα έργα τα επωφελή.
Ούτε να εχθρεύεσαι τον φίλο σου ένεκα μικρής αστοχίας,
εφόσον μπορείς, διότι η δύναμη κοντά στην ανάγκη κατοικεί.
Ταῦτα μὲν οὕτως ἴσθι, κρατεῖν δ’ εἰθίζεο τῶνδε· γαστρὸς μὲν πρώτιστα καὶ ὕπνου
λαγνείης τε καὶ θυμοῦ. πρήξηις δ’ αἰσχρόν ποτε μήτε μετ’ ἄλλου μήτ’ ἰδίηι· πάντων δὲ
μάλιστ’ αἰσχύνεο σαυτόν.
Αυτά μεν, έτσι να τα ξέρεις. Να συνηθίσεις δε, να κυριαρχείς στα παρακάτω:
Πρώτα, στο στομάχι και στον ύπνο,
και στη λαγνεία και στο θυμό.
Ποτέ δε, να μην πράξεις κάτι που να σε κάνει να ντραπείς, ούτε με άλλον,
ούτε μόνος σου, περισσότερο απ’ όλους δε, να ντρέπεσαι τον εαυτό σου.
Εἶτα δικαιοσύνην ἀσκεῖν ἔργωι τε λόγωι τε, μηδ’ ἀλογίστως σαυτὸν ἔχειν περὶ μηδὲν
ἔθιζε, ἀλλὰ γνῶθι μέν, ὡς θανέειν πέπρωται ἅπασιν, χρήματα δ’ ἄλλοτε μὲν κτᾶσθαι φιλεῖ,
ἄλλοτ’ ὀλεσθαι.
Έπειτα, να ασκείς την δικαιοσύνη με τα έργα και με τα λόγια,
ούτε να συνηθίζεις να είσαι ασυλλόγιστος για τίποτε,
αλλά να γνωρίζεις μεν, ότι είναι πεπρωμένο όλοι να πεθάνουν,
τα χρήματα δε, άλλοτε [της μοίρας] αρέσει να τ’ αποκτάς, άλλοτε να τα χάνεις.
Τα χρυσά έπη του Πυθαγόρα Σελίδα 2 από 4
ὅσσα δὲ δαιμονίαισι τύχαις βροτοὶ ἄλγε’ ἔχουσιν, ἣν ἂν μοῖραν ἔχηις, ταύτην φέρε μὴδ’
ἀγανάκτει. ἰᾶσθαι δὲ πρέπει καθ’ ὅσον δύνηι, ὧδε δὲ φράζευ· οὐ πάνυ τοῖς ἀγαθοῖς τούτων
πολὺ Μοῖρα δίδωσιν.
Όσα δε, βάσανα έχουν οι θνητοί, από δαιμονιακή2
τύχη,
όποιο μερίδιο τυχόν έχεις [από τα βάσανα], να το υποφέρεις χωρίς να αγανακτείς,
αλλά πρέπει, όσα μπορείς να τα θεραπεύεις. Τούτο δε σκέψου:
δεν δίνει η μοίρα στους αγαθούς το μεγαλύτερο μερίδιο απ’ αυτά.
Πολλοὶ δ’ ἀνθρώποισι λόγοι δειλοί τε καὶ ἐσθλοί προσπίπτουσ’, ὧν μήτ’ ἐκπλήσσεο μήτ’
ἄρ’ ἐάσηις εἴργεσθαι σαυτόν. ψεῦδος δ’ ἤν πέρ τι λέγηται, πράως εἶχ’. ὃ δέ τοι ἐρέω, ἐπὶ
παντὶ τελείσθω· μηδεὶς μήτε λόγωι σε παρείπηι μήτε τι ἔργωι πρῆξαι μηδ’ εἰπεῖν, ὅ τί τοι μὴ
βέλτερόν ἐστιν.
Στους ανθρώπους δε, φτάνουν πολλά λόγια, και ευγενικά και ανάξια,
για τα οποία να μην επιτρέπεις στον εαυτό σου, ούτε να εκπλήσσεται,
ούτε να τα απορρίπτει. Αν δε ψέματα για κάτι λέγεται,
να είσαι πράος. Ό,τι δε, θα σου πω, να το κάνεις πάντοτε:
κανείς να μην σε πείθει, ούτε με λόγια, ούτε με κάποιο έργο,
να πράξεις ή να πεις, ό,τι δεν είναι καλύτερο για σένα.
Βουλεύου δὲ πρὸ ἔργου, ὅπως μὴ μωρὰ πέληται· δειλοῦ τοι πράσσειν τε λέγειν τ’ ἀνόητα
πρὸς ἀνδρός. ἀλλὰ τάδ’ ἐκτελέειν, ἅ σε μὴ μετέπειτ’ ἀνιήσει. πρᾶσσε δὲ μηδὲ ἓν ὧν μὴ
ἐπίστασαι, ἀλλὰ διδάσκευ ὅσσα χρεών, καὶ τερπνότατον βίον ὧδε διάξεις.
Να σκέπτεσαι δε, πριν από κάθε σου έργο, για να μη κάνεις ανόητα [πράγματα],
ο άνθρωπος που κάνει και λέει ανόητα, ανάξιος χαρακτηρίζεται,
αλλ’ εκείνα να εκτελείς, για τα οποία δεν θα μετανιώσεις μετέπειτα.
Να μην κάνεις τίποτε, από ‘κείνα που δεν ξέρεις, αλλά να διδάσκεσαι σε όσα
υπολείπεσαι και με τον τρόπο αυτόν, θα ζήσεις την πιο ευχάριστη ζωή.
Οὐ δ’ ὑγιείας τῆς περὶ σῶμ’ ἀμέλειαν ἔχειν χρή, ἀλλὰ ποτοῦ τε μέτρον καὶ σίτου
γυμνασίων τε ποιεῖσθαι. μέτρον δὲ λέγω τόδ’, ὃ μή σ’ ἀνιήσει. εἰθίζου δὲ δίαιταν ἔχειν
καθάρειον ἄθρυπτον καὶ πεφύλαξο τοιαῦτα ποιεῖν, ὁπόσα φθόνον ἴσχει. μὴ δαπανᾶν παρὰ
καιρὸν ὁποῖα καλῶν ἀδαήμων μηδ’ ἀνελεύθερος ἴσθι. μέτρον δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστον. πρᾶσσε
δὲ ταῦθ’, ἅ σε μὴ βλάψει, λόγισαι δὲ πρὸ ἔργου.
Δεν πρέπει ακόμη, να αμελείς την υγεία του σώματος [σου],
αλλά, με μέτρο, να πίνεις, να τρως και να γυμνάζεσαι,
ως μέτρο δε λέω εκείνο, για το οποίο δεν θα μετανιώσεις.
Τα χρυσά έπη του Πυθαγόρα Σελίδα 3 από 4
Να συνηθίζεις δε, να έχεις καθαρή, λιτή διατροφή, και να
φυλάγεσαι από το να διατρέφεσαι έτσι, που να προκαλείς τον φθόνο,
ούτε να σπαταλάς άκαιρα τα καλά, όπως οι αδαείς,
μήτε να στερείσαι, γιατί, το άριστο είναι, το μέτρο σε όλα.
Κάνε δε, εκείνα που δεν θα σε βλάψουν και να σκέπτεσαι πριν πράξεις.
Μὴ δ’ ὕπνον μαλακοῖσιν ἐπ’ ὄμμασι προσδέξασθαι, πρὶν τῶν ἡμερινῶν ἔργων τρὶς ἕκαστον
ἐπελθεῖν· «πῆι παρέβην; τί δ’ ἔρεξα; τί μοι δέον οὐκ ἐτελέσθη;» ἀρξάμενος δ’ ἀπὸ πρώτου
ἐπέξιθι καὶ μετέπειτα δειλὰ μὲν ἐκπρήξας ἐπιπλήσσεο, χρηστὰ δὲ τέρπευ.
Μήτε να επιτρέπεις τον απαλό ύπνο στα μάτια σου,
πριν εξετάσεις τρεις φορές τις ημερήσιες πράξεις [σου]:
«Που ξέφυγα; Τι έκανα; Τι απ’ ό,τι έπρεπε δεν ολοκλήρωσα;»
αρχίζοντας δε από το πρώτο να επεκτείνεσαι στα μετέπειτα,
για τα ανάξια μεν που έπραξες να επιπλήττεις τον εαυτό σου και για τα χρηστά να ευχαριστιέσαι.
Ταῦτα πόνει, ταῦτ’ ἐκμελέτα, τούτων χρὴ ἐρᾶν σε· ταῦτά σε τῆς θείης Ἀρετῆς εἰς ἴχνια
θήσει ναὶ μὰ τὸν ἁμετέραι ψυχᾶι παραδόντα τετρακτύν, παγὰν ἀενάου φύσεως. ἀλλ’ ἔρχευ
ἐπ’ ἔργον θεοῖσιν ἐπευξάμενος τελέσαι.
Τούτων δὲ κρατήσας γνώσεαι ἀθανάτων τε θεῶν θνητῶν τ’ ἀνθρώπων σύστασιν, ἧι τε
ἕκαστα διέρχεται, ἧι τε κρατεῖται, γνώσηι δ’, ἣ θέμις ἐστί, φύσιν περὶ παντὸς ὁμοίην, ὥστε
σε μήτε ἄελπτ’ ἐλπίζειν μήτε τι λήθειν. γνώσηι δ’ ἀνθρώπους αὐθαίρετα πήματ’
ἔχονταςτλήμονας, οἵτ’ ἀγαθῶν πέλας ὄντων οὔτ’ ἐσορῶσιν οὔτε κλύουσι, λύσιν δὲ κακῶν
παῦροι συνιᾶσιν. Τοίη μοῖρ’ αὐτῶν βλάπτει φρένας· ὡς δὲ κύλινδροι ἄλλοτ’ ἐπ’ ἄλλα
φέρονται ἀπείρονα πήματ’ ἔχοντες. λυγρὰ γὰρ συνοπαδὸς Ἔρις βλάπτουσα
λέληθεν σύμφυτος, ἣν οὐ δεῖ προάγειν, εἴκοντα δὲ φεύγειν.
Αυτά να προσπαθείς, αυτά να μελετάς, αυτά πρέπει ν’ αγαπάς,
αυτά θα σε βάλουν στα ίχνη της θείας αρετής.
Ναι, Μα τον παραδώσαντα στην ψυχή μας την Τετρακτύ!
την πηγή της αέναης φύσης!
Άρχιζε λοιπόν,
προσευχόμενος στους θεούς, για να ολοκληρώνεις τις πράξεις σου. Και εφόσον τα τηρείς
αυτά:
– Θα γνωρίσεις την σύσταση των αθανάτων θεών και των θνητών ανθρώπων,
κι αν το κάθε τι παρέρχεται, και διατηρείται.
– Θα γνωρίσεις δε, αν η Θέμις το θέλει [αν το δικαιούσαι], ότι η φύση είναι παντού η ίδια,
ώστε μήτε τ’ ανέλπιστα να ελπίζεις, μήτε κάτι να σου ξεφύγει.
Τα χρυσά έπη του Πυθαγόρα Σελίδα 4 από 4
– Θα γνωρίσεις ακόμη, ταλαίπωρους ανθρώπους, από συμφορές που ίδιοι προκάλεσαν,
οι οποίοι, ενώ τα αγαθά βρίσκονται κοντά τους, ούτε τα βλέπουν,
ούτε τ’ ακούν, λίγοι δε, γνωρίζουν πώς να λύσουν τα κακά.
Η μοίρα δε αυτή τους συσκοτίζει το μυαλό. Σαν κύλινδροι δε,
περιφέρονται εδώ κι εκεί, μέσα σε ατελείωτες συμφορές,
γιατί τους ξεφεύγει ότι, η Έριδα, που τους είναι σύμφυτη,
τούς είναι μια ολέθρια συνοδός που τους βλάπτει, και [επομένως] δεν πρέπει να προάγεται, αλλά να αποφεύγεται.
Ζεῦ πάτερ, ἦ πολλῶν κε κακῶν λύσειας ἅπαντας, εἰ πᾶσιν δείξαις, οἵωι τῶι δαίμονι χρῶνται. ἀλλὰ σὺ θάρσει, ἐπεὶ θεῖον γένος ἐστὶ βροτοῖσιν, οἷς ἱερὰ προφέρουσα φύσις δείκνυσιν ἕκαστα.
Ζεύ Πάτερ, μπορείς αναμφίβολα ν’ απαλλάξεις όλους από πολλά κακά,
εάν δείξεις σε όλους πώς να χρησιμοποιούν τον δαίμονά3
[τους].
Αλλά, να είσαι θαρραλέος, επειδή θείο γένος βρίσκεται μέσα στους θνητούς,
στους οποίους η ιερή φύση δείχνει το κάθε τι,
εφόσον σού τ’αποκαλύψει.
Ὧν εἴ σοί τι μέτεστι, κρατήσεις ὧν σε κελεύω ἐξακέσας, ψυχὴν δὲ πόνων ἀπὸ τῶνδε
σαώσεις. ἀλλ’ εἴργου βρωτῶν ὧν εἴπομεν ἔν τε Καθαρμοῖς ἔν τε Λύσει ψυχῆς, κρίνων καὶ
φράζευ ἕκαστα ἡνίοχον γνώμην στήσας καθύπερθεν ἀρίστην. ἢν δ’ ἀπολείψας σῶμα ἐς
αἰθέρ’ ἐλεύθερον ἔλθηις, ἔσσεαι ἀθάνατος, θεός ἄμβροτος, οὐκέτι θνητός.
Τηρώντας αυτά που σε διατάσσω,
απαλλάσσοντας δε, την ψυχή [σου] από τους πόνους αυτούς, θα την σώσεις.
Αλλά, να απέχεις από τις τροφές, για τις οποίες μιλήσαμε, και για την κάθαρση
και για την λύτρωση της ψυχής, κρίνοντας και σκεπτόμενος το κάθε τι,
έχοντας ως ηνίοχο την, ως προς την ανωτερότητα, άριστη γνώμη.
Όταν δε, εγκαταλείποντας το σώμα, έλθεις στον ελεύθερον αιθέρα,
θα είσαι αθάνατος, θεός άφθαρτος, όχι πια θνητός.
Σημ.
(1) «τους καταχθόνιους δαίμονες»: τους υποχθόνιους θεούς, ή τους αγαπητούς τεθνεώτες διδασκάλους της
σχολής κλπ
2) «δαιμονιακή»: θεϊκή
3) «τον δαίμονά τους»: ο δαίμων < δαήμων = γνωρίζων, το πνεύμα, το ανώτερο μέσα μας, το θεϊκό, παρβλ. το
«δαιμόνιο» του Σωκράτη