Άρθρο του Robert Eggers
Βρέχει σιγανά. Τα µεγάλα, γέρικα δέντρα κουνάνε τα κλαδιά τους απειλητικά. Περπατώ· µπροστά µου ανοίγεται ένα θαµπό λυκόφως. Βλέπω µε µεγάλη δυσκολία – τα µάτια µου δεν ξεχωρίζουν τις σκιές ή τις αµυδρές εκλάµψεις.
Ακούω τον άνεµο να βουίζει µέσα από τα κλαδιά των πεύκων πάνω από το κεφάλι µου, κάνοντας τους χοντρούς κορµούς τους να σαλεύουν – κι όµως, είναι αφύσικη η ησυχία στο δάσος. Η ατµόσφαιρα είναι πνιγηρή. Μυρίζει ρετσίνι και βρύα. Γίνεται όλο και πιο δύσκολο να περπατώ µες στον πυκνό αέρα. Όµως κάτι µε σπρώχνει να προχωρήσω.
Είµαι τροµοκρατηµένος. Τα ρούχα µου είναι µούσκεµα από την υγρασία, τον ιδρώτα, από όλα όσα επιβραδύνουν το βήµα µου επάνω στα υγρά φύλλα του φθινοπώρου που έχουν σκουρύνει από τη βροχή και την επερχόµενη νύχτα. Οι ψηλές φτέρες γρατζουνάνε τις γάµπες µου, κι όµως µετά ξεγλιστρούν λες κι είναι ζωντανές. Η καρδιά µου χτυπά δυνατά. Το κεφάλι µου πάει να σπάσει.
Και τότε, τη βλέπω στο βάθος…
Μια καλύβα.
Η πόρτα είναι ελάχιστα ανοιχτή και από µέσα φαίνεται µόνο σκοτάδι. Καταλαβαίνω αµέσως ότι πρόκειται για το σπίτι µιας µάγισσας. Μιας µάγισσας που σκοτώνει παιδιά. Μιας δαιµονικής έχιδνας. Η καρδιά µου χάνει κάθε ικµάδα θάρρους. Μου κόβεται η ανάσα.
Θέλω να ουρλιάξω, µα δεν µπορώ. Το µόνο που κάνω είναι να πλησιάσω. Πιο κοντά. Ακόµα πιο κοντά στην ανοιχτή πόρτα της καλύβας. Τρέµοντας σε κάθε βήµα, πλησιάζω στο κατώφλι. Η καλύβα µυρίζει αποσύνθεση και χώµα. Μυρίζει ασφυκτικά θάνατο.
Μπαίνω µέσα. Είναι κατασκότεινα, ωστόσο προχωράω. Καθώς τα µάτια µου συνηθίζουν στο σκοτάδι, διακρίνω κάτι. Και ξέρω. Ξέρω ποια είναι. Ξέρω τι είναι. Βλέπω την πλάτη µιας ηλικιωµένης γυναίκας στην άλλη άκρη του δωµατίου. Παραµένει αλλόκοτα ακίνητη. Η σπονδυλική της στήλη είναι κυρτή. Πάνω από τον ώµο της, βλέπω το φαλακρό της κεφάλι µε ελάχιστες τούφες από αχτένιστα, γκρίζα µαλλιά.
Όλο και πλησιάζω. Όλο και πιο κοντά.
Είµαι έτοιµος να πεθάνω από τον φόβο. Τώρα απέχω από τη γυναίκα λίγα βήµατα. Οι χτύποι της καρδιάς µου είναι τόσο δυνατοί, που πονάω. Η µπόχα που αναδύει το σώµα της είναι φριχτή. Ακουµπάω το χέρι µου στον ώµο της. Εκείνη γυρίζει αργά προς το µέρος µου. Δεν αντέχω. Κι ενώ είµαι έτοιµος να δω το πρόσωπό της… ξυπνάω.
Έβλεπα το ίδιο όνειρο αρκετές φορές τον χρόνο από 6-7 ετών µέχρι τα 31 µου. Η αναπαράσταση των ίδιων αυτών εικόνων, στην πρώτη µου µεγάλου µήκους ταινία, “Η µάγισσα”, λίγο-πολύ ξόρκισε αυτό το όνειρο. Πέρασα ευτυχισµένα παιδικά χρόνια. Ωστόσο είχα πολλούς φόβους. Φυσιολογικούς µεν, όµως ίσως πιο έντονους από ό,τι ένα µέσο παιδί.
Ως σκηνοθέτης, ως δηµιουργός ταινιών τρόµου, µπορώ να ελέγχω τους φόβους µου – να τους αντιµετωπίζω και να τους µοιράζοµαι. Όπως πολλοί άνθρωποι που δραστηριοποιούνται σε δηµιουργικούς τοµείς, στρέφοµαι συχνά στα όνειρα και τους εφιάλτες µου για να αντλήσω έµπνευση. Ασφαλώς, αυτά τα όνειρα αντικατοπτρίζουν τον εαυτό µας και –θα εκφράσω µια άποψη την οποία συµµερίζονται πολλοί και δεν είναι πρωτόγνωρη– αυτό που φοβόµαστε περισσότερο είναι το σκοτάδι που κρύβουµε µέσα µας. Από εκεί πηγάζουν οι πιο πετυχηµένες ιστορίες τρόµου. Οι εµµονικές ιστορίες του Edgar Allan Poe. Το σκοτεινό βάθος της Mary Shelley. Οι ιστορίες ευφορικής τρέλας του Arthur Machen. Η διασκευή του Stanley Kubrick στο “The Shining”. Ο κινηµατογράφος του Ingmar Bergman και του David Lynch. Όπου το σκοτάδι κυριαρχεί, όπου είναι απόλυτο και αναπόφευκτο, εκεί εντοπίζεται ό,τι πιο τροµακτικό.
Το ενδιαφέρον µου για το µακάβριο συχνά µε απελευθερώνει. Είναι απελευθερωτικό να ελέγχω τους φόβους µου αναδηµιουργώντας τους κινηµατογραφικά. Είναι απελευθερωτικό να νιώθω ότι βρίσκοµαι πολύ κοντά στο σκοτάδι του θανάτου, µε αυτόν τον τρόπο το φοβάµαι λιγότερο. Για λόγους προσωπικού ενδιαφέροντος και στο πλαίσιο των ερευνών µου για τις ταινίες µου, έχω διαβάσει πολύ για τον αποκρυφισµό. Για να κάνω “την τέχνη µου”, έχω βουτήξει βαθιά στο σκοτάδι.
Τη δεκαετία του 1930 ο ψυχίατρος Carl Jung έγραψε για έναν αξιόλογο καλλιτέχνη που “υποφέρει από τη µοίρα του υποκόσµου –για τον άνθρωπο µέσα του που δεν στρέφεται προς τον κόσµο της ηµέρας, αλλά µοιραία έλκεται από το σκοτάδι–, που δεν τον τέρπουν τα κοινώς αποδεκτά ιδανικά της καλοσύνης και της οµορφιάς, αλλά η δαιµονική έλξη της ασχήµιας και του κακού”. Ο Jung συνέχισε: “Όταν έναν άνθρωπο µε νευρώσεις τον βρίσκει τέτοια µοίρα, τότε αυτός, συνήθως, συναντά το ασυνείδητο µε τη µορφή του “Σκοτεινού””.
Αυτό είναι πραγµατικά τροµακτικό. Σε ποιο σηµείο παύεις πια να ξορκίζεις τον φόβο και από ποιο ξεκινά και σε διακατέχει το Σκότος; Αυτός ο σηµαντικός καλλιτέχνης ήταν, παρεµπιπτόντως, ο Picasso, το έργο του οποίου φαίνεται εκ πρώτης όψεως να απέχει πολύ από το έργο του συµπατριώτη του Goya, του οποίου η σειρά έργων που τιτλοφορείται “Τα καπρίτσια” και οι Μαύροι Πίνακες µοιάζουν λες και έχουν ανακληθεί από τα βάθη της Κόλασης. Κι όµως, οι αφηρηµένες γκροτέσκες εικόνες του Picasso ήταν ενδεικτικές ώστε να εντοπίσει ο Jung κάποιον που πέρασε “µέσα από το βασίλειο του Άδη”.
Η µάγισσα του εφιάλτη µου ήταν τροµακτική επειδή δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Όσο και να τη φοβόµουν, µε έλκυε ακόµα περισσότερο – παρότι ήξερα ότι η συνάντησή µας θα σήµαινε τον θάνατό µου ή κάτι ακόµα χειρότερο. Ο φόβος, είτε τον εξερευνούµε είτε τον αποφεύγουµε, είναι όπως η µάγισσά µου: αναπόφευκτος. Και αυτός ο φόβος υπήρχε µέσα µου.
Μολονότι έχω απαλλαγεί από αυτήν τη µάγισσα, θεωρώ ότι η φύση του φόβου δεν συλλαµβάνεται. Σε παλαιότερες εποχές οι µάγισσες, οι βρικόλακες και οι λυκάνθρωποι µπορούσαν να είναι οι εξωτερικοί αποδιοποµπαίοι τράγοι των εσωτερικών µας φόβων. Όµως στο σήµερα: ένα µαχαίρωµα στην πλατφόρµα του µετρό. Η απαγωγή ενός παιδιού. Οι φρικαλεότητες του πολέµου. Αυτά τα καθηµερινά τερατουργήµατα είναι επίσης αναπόφευκτα. Αυτά µάς στοιχειώνουν. Μας κάνουν να σκεφτούµε: πώς γίνεται οι άνθρωποι να είµαστε ικανοί για τέτοιο σκοτάδι;
Καθήκον του ταπεινού συγγραφέα τρόµου είναι να διερευνά το κακό που κρύβεται στην ανθρώπινη φύση. Εάν το κοινό συµµετέχει σε µια ιστορία που αφηγείται τους εσωτερικούς ή εξωτερικούς δαίµονες της ζωής µας, ίσως τότε µπορέσουµε να τους αντιµετωπίσουµε και να διασχίσουµε µαζί τους το βασίλειο του Άδη; Μπορούµε άραγε να το κάνουµε και να βγούµε αλώβητοι και ακόµα πιο ανθρώπινοι;
*Ο Robert Eggers είναι ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης των ταινιών “The Witch” και “The Lighthouse”. Η νέα του ταινία, “Nosferatu”, θα προβληθεί στις κινηµατογραφικές αίθουσες στα τέλη του 2024.
©2024 The New York Times Company and Robert Eggers