Ο Αρτινός ιστορικός ερευνητής Φώτιος Βράκας, έκανε έρευνες σε ελληνικά και ξένα αρχεία και παραθέτει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ σημαντικά στοιχεία για τη ζωή στα χάνια, από τον 17ο έως τον 20ο αιώνα.
Όπως αναφέρει ο κ. Βράκας, τα χάνια ήταν πρόχειρα πανδοχεία, συνήθως προσέφεραν νυχτερινό κατάλυμα, ασφάλεια, ησυχία στους οδοιπόρους κυρίως στα καραβάνια, ενώ υπήρχαν και καταστήματα. Ο χρόνος διαμονής ήταν περιορισμένος, μια νύχτα. Μόνο στο περίφημο Ιμαρέτ στην Άρτα, ο επισκέπτης μπορούσε να μείνει έως και τρεις ημέρες.
Ήταν απλά, με έναν ή δύο ορόφους και μεγάλες αυλές. Είχαν ένα καπηλειό, στάβλο για τα ζώα και δωμάτια στον όροφο.
Το καπηλειό ήταν ένα δωμάτιο, δίπλα στην είσοδο. Εκεί συγκεντρώνονταν οι πελότες, συζητούσαν, έπιναν ροφήματα, ενώ το μαγειρειό ήταν στο κατώι, έναν χώρο λίγα σκαλιά πιο χαμηλά από το καπηλειό. Εκεί, οι ταξιδιώτες που ήταν εφοδιασμένοι με τρόφιμα,είχαν τη δυνατότητα να μαγειρέψουν μόνοι τους.
Ο χώρος του στάβλου ήταν στο ισόγειο, το οποίο συνήθως ήταν πλακόστρωτο και στα πλάγια είχε ταΐστρες, μεγάλες σκάφες όπου έβαζαν χόρτο, βρίζα και βρώμη για τα ζώα. Για την τροφή των ζώων, ήταν υπεύθυνοι οι χανιτζήδες
Ο καθαρισμός του στάβλου γινόταν με μεγάλες σκούπες από κλαδιά, ενώ τις κοπριές τις μάζευαν άνθρωποι που έρχονταν από τα κοντινά χωριά, για να τις μεταφέρουν με γαϊδουράκια ως λίπασμα στα μποστάνια τους.
Ο τόπος όπου χτίζονταν ήταν επιλεγμένος, κυρίως σε κεντρικούς δρόμους και περάσματα εμπορίου. Οι χανιτζήδες φρόντιζαν να υπάρχουν κοντά βρύσες με αρκετό νερό, για τα ζώα και τους ταξιδιώτες, για να πλένονται, να δροσίζονται. Σημαντικό σημείο για το κάθε χάνι ήταν το πηγάδι, από το οποίο ανεφοδιάζονταν για τον δρόμο, για να ποτίζουν τα ζώα και να καθαρίζουν τον χώρο.
Το Καραβάν Σεράι του Γοργόμυλου
Μεταξύ της Σαλαώρας στην Άρτα και των Ιωαννίνων, το μεγάλο Καραβάν Σεράι, το περίφημο Χάνι στο Γοργόμυλο, έμελε να δώσει το όνομα του στο ξεχασμένο σήμερα, Καρβασαρά της Ηπείρου, το γεωγραφικό διαμέρισμα με τα 14 χωριά, ανάμεσα στην κοιλάδα του Λούρου και το δυτικό Ξηροβούνι. Είχε ζωή για αιώνες, στο πέρασμα από τον βορρά προς τον νότο.
Για το χάνι αυτό ο Οθωμανός περιηγητής Ελβιγιά Τσελεμπί το 1670, γράφει:
Είναι ένα μεγάλο χάνι σκεπασμένο με κεραμίδια και 50 καμινάδες. Το έκτισε ο βεζίρης του Μισίρι όπως αποκαλούνταν εκείνη την εποχή, η Αίγυπτος, Χαδούμ Αμντούλ Ραχμάν πασάς.
Έγραφε μάλιστα και τη χρονολογία θεμελίωσης, 1575.
Το χάνι αυτό, είχε χωρητικότητα 70 ζώων, τέσσερα δωμάτια για ξένους και δύο για ντόπιους. Κατά τις αρχές του 19ου αιώνα στηνόταν εκεί εβδομαδιαία εμποροπανήγυρις που άρχιζε κάθε Μεγάλη Πέμπτη. Την περίοδο των πολέμων το 1897 και το 1912 βρέθηκε στο θέατρο των επιχειρήσεων.
Τα χάνια και το προσωπικό τους και οι πελάτες τους
Πέντε ήταν τα βασικά στελέχη που δεν έπρεπε να λείπουν από τα χάνια: ο χανιτζής, ο πεταλωτής, ο μάγειρας, ο αχουρατζής και ο μαυρογόνατος. Πολλές φορές όλοι αυτοί ήταν μέλη της ίδιας οικογένειας.
Το επάγγελμα του χανιτζή, ήταν απαιτητικό και δύσκολο, γιατί έπρεπε να είναι διπλωμάτης, εχέμυθος, πρόσχαρος και αποδεκτός την κοινωνία και την εκάστοτε εξουσία. Οι πληροφορίες που έδιναν οι χανιτζήδες στους ταξιδιώτες για τη διαδρομή ήταν πολύ σημαντικές.
Λέγεται πως ο Αλή Πασάς, για δικούς του λόγους έστελνε τις φορολογίες με την υπογραφή του, ώστε να τους έχει του χεριού του.
Οι πεταλωτές ή αλμπάνηδες, ήταν απαραίτητοι, σε κάθε χάνι. Οι δρόμοι της εποχής εκείνης ήταν δύσκολοι, χωμάτινοι ή με χαλίκι και έπρεπε τα ζώα, για να μην φθείρονται οι οπλές τους να έχουν πέταλα. Σε περίπτωση που το χάνι, δεν είχε πεταλωτή, τη δουλειά έκανε ο χανιτζής.
Ο αχουρατζής, ήταν υπεύθυνος για την τροφή των ζώων. Ο μαυρογόνατος ήταν νεαρός, τον ονόμαζαν έτσι γιατί φορούσε μαύρες περικνημίδες, ήταν το παιδί για όλες τις δουλειές στο χάνι.
Στα χάνια ήταν μεγάλος ο σεβασμός προς τις γυναίκες, ήταν ένας άγραφος νόμος, με βαριές συνέπειες για εκείνον που δεν τον τηρούσε.
Οι αγωγιάτες ή κιρατζήδες ήταν οι καθημερινοί πελάτες στα χάνια. Ο κιρατζής διέθετε από 3 έως 50 μουλάρια, για να μεταφέρει κυρίως εμπορεύματα, όπως γεωργικά προϊόντα, κρασιά, ασκιά με λάδι, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις ανήμπορους ανθρώπους ή ασθενείς από τα ορεινά στην πόλη.
Οι κιρατζήδες διένυαν 40 έως 50 χιλιόμετρα σε 10 ώρες, γιατί κατά τη διαδρομή σταματούσαν ώστε να ξεκουραστούν τα ζώα. Εκείνο που πάντα φρόντιζαν είναι κατά το σούρουπο το καραβάνι να φτάσει σε κάποιο χάνι, όπου ξεφόρτωναν τα ζώα για να ξεκουραστούν και οι ίδιοι έστρωναν κουβέρτες για να κοιμηθούν και να συνεχίσουν το ταξίδι το επόμενο πρωί. Τις περισσότερες φορές στα χάνια προσέφεραν χωρίς χρήματα τροφή στους κιρατζήδες και στα ζώα τους.
Οι περιηγητές και ταξιδιώτες
O 19oς αιώνας, είναι η εποχή που η Ήπειρος δέχτηκε πολλούς ξένους επισκέπτες, ειδικά τις δύο πρώτες 10ετιες. Συνέβαλε σε αυτό η προσωπικότητα του Αλή πασά, είτε ήταν καλεσμένοι του, είτε πράκτορες των διαφόρων χωρών, είτε γιατί ήθελαν να ταξιδέψουν στην περιοχή.
Οι περισσότεροι διανυκτέρευαν στα χάνια του Ξηροβουνίου. Συνήθως διανυκτέρευαν στο Χάνι του Καρβασαρά-Γοργόμυλου ή στο Χάνι στα Πέντε Πηγάδια και ενίοτε στον Άγιο Δημήτριο, στο Χάνι Φουάτ Μπέη.
Τα χάνια τα συναντάμε και σε χάρτες πολεμικών επιχειρήσεων. Εκεί, κατέλυαν στρατιώτες, στήνονταν στρατηγεία, νοσοκομεία, μονάδες ανεφοδιασμού. Ένα από τα πλέον γνωστά χάνια που έγινε το αρχηγείο του άλλοτε διαδόχου Κωνσταντίνου το 1912, ήταν εκείνο του μουσουλμάνου γαιοκτήμονα Εμίν Αγά.
Ο κ. Φώτιος Βράκας με ένα γραπτό κειμήλιο, σημειώσεις του Δημήτρη Καραμπά από τον Γοργόμυλο, μας δίνει την απάντηση στην ερώτηση,τι απέγιναν αυτά τα κτίσματα και ειδικά το Χάνι Καρβασαρά-Γοργόμυλου.
« Πολλά δεν γνωρίζω για τα χάνια, όσα μου είπαν και έζησα θα γράψω, εμείς σήμερα πρέπει να πούμε την αλήθεια να την μάθουν οι νέες γενιές την καταστροφή που προκάλεσαν κάποιοι. Το χάνι ήταν ιστορικό μνημείο…… Το χάνι είχε κάποτε μια σειρά από καταστήματα (μαγαζιά). Όλα πέτρινα με αγκωνόπετρες ασήκωτες και το πάτωμα ήταν πλακόστρωτο. Όλα τα μαγαζιά μπροστά με μια καμάρα. Μετά ήρθαν και Γερμανοί και οι Ιταλοί. Αγριάνθρωποι. Έβαλαν φωτιά και κατέρρευσαν οι πάνω όροφοι. Κατόπιν, κάποιοι χωριανοί Μουλιανίτες αξιοποίησαν τον κάτω χώρο και έφτιαξαν μαγαζιά. 3 καφεπαντοπωλεία, 2 τσαγκάρικα 1 κτήριο για την αστυνομία και ένα τυροκομείο. Το 1952 έκλεισε το πρώτο καφενείο. Μετά από 2 χρόνια έκλεισε και το δεύτερο. Κατόπιν έφυγαν οι τσαγκάρηδες και το ραφείο. Έφυγε και η αστυνομία και έκλεισε και το τυροκομείο. Μετά παρουσιαστήκαν οι πλιατσικολόγοι και άρπαξαν πέτρες ξύλα και ό,τι άλλο ήταν χρειαζούμενο γενικά….».
Τα Καραβάν-Σεράγια ήταν γνωστά στην Ανατολία από τον 11ο αιώνα. Ο όρος είναι περσικής προέλευσης και περιέγραφε ένα μεγάλο και πολυτελή ξενώνα-πανδοχείο.
Τα στοιχεία της έρευνας παρουσιάστηκαν σε εκδήλωση του Ιστορικού, Λαογραφικού και Πολιτιστικού Συλλόγου Δυτικού Ξηροβουνίου «Το αρχαίο Όρραον», την περασμένη εβδομάδα στην πλατεία του Νέου Γοργομύλου, στη θέση, όπου κάποτε βρίσκονταν το Χάνι. Την εκδήλωση συνόδευε το πολυφωνικό συγκρότημα Δερβιτσάνης. Με την έκθεση φωτογραφίας και τα εκθέματα, όπως λέει ο πρόεδρος του Συλλόγου κύριος Χρήστος Αποστόλου, το Δ.Σ. του Συλλόγου ήθελε να ταξιδέψει τους ντόπιους και τους επισκέπτες, στην Ήπειρο μιας άλλης εποχής. Κεντρικοί ομιλητές στην εκδήλωση ήταν η φιλόλογος, ποιήτρια και συγγραφέας Παναγιώτα Λάμπρη και ο ιστορικός ερευνητής και προγραμματιστής αμαξοστοιχιών Φώτιος Βράκας.