Το λιμάνι της Ραφήνας αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο επιβατικό λιμάνι στην Αττική και ένα από τα μεγαλύτερα της Ελλάδας, καθώς εξυπηρετεί ετησίως εκατομμύρια τουρίστες που ταξιδεύουν στα ελληνικά νησιά.
Όσοι πάνε Άνδρο, Μύκονο, Τήνο και Νάξο καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, αλλά και στην Πάρο το καλοκαίρι, το προτιμούν καθιστώντας το δημοφιλέστερο λιμάνι για τους συγκεκριμένους προορισμούς.
Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί σε θεαματικό βαθμό τα πλοία που εκτελούν δρομολόγια από τη Ραφήνα, όπως και η χωρητικότητά και η ταχύτητά τους, πράγμα που σημαίνει ότι το λιμάνι έχει αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη δυναμική και σημασία για τον τουρισμό.Δυστυχώς όμως αυτό δεν συγκινεί απ’ ότι φαίνεται κάποιους κρατικούς παράγοντες, οι οποίοι αντιμετωπίζουν το λιμάνι της Ραφήνας ως υποδεέστερο.
Εξαιτίας του αυξημένου φόρτου σαφώς υπάρχουν και πρέπει να συζητηθούν ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια της κίνησης των πλοίων στο λιμάνι, την επιβάρυνση της ατμόσφαιρας από τα ναυτιλιακά καύσιμα και άλλα περιβαλλοντολογικά ζητήματα.
Πρώτα όμως πρέπει να συζητηθούν και πιο «θεσμικά» και σημαντικά ζητήματα.
Και αναφερόμενη στο Λαύριο, θέλω να προσθέσω ότι και εκεί υπάρχουν ανάλογα προβλήματα που χρήζουν επίλυσης, απλά επικεντρωνόμαστε στη Ραφήνα λόγω του επιβατικού – τουριστικού φόρτου ο οποίος δεν υφίσταται, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, στο Λαύριο.
Η δυναμική όμως είναι τέτοια που στην μετά covid εποχή η εκρηκτική άνοδος του τουρισμού είναι θέμα χρόνου να βρει απροετοίμαστο το μεγάλο λιμάνι της Λαυρεωτικής.
Στρατηγικά, το λιμάνι του Λαυρίου για πολλούς προορισμούς βρίσκεται σε ιδανικό σημείο, ειδικά σε σχέση με τον Πειραιά, και οι ταξιδιώτες μπορούν να γλιτώνουν ολόκληρες ώρες ταξιδεύοντας εναλλακτικά από εκεί. Αντίστοιχη οικονομία καυσίμων προσφέρει και στα καράβια που πραγματοποιούν δρομολόγια από το Λαύριο, και αυτό την εποχή που ζούμε μόνο αμελητέο δεν είναι.