Ξεκίνησε τη μυθιστορηματική πορεία του στις αρχές του 1930, στιγμάτισε ως τοπόσημο της Αθήνας την μεταπολεμική καθημερινότητα των κατοίκων της, φιλοξένησε στα τραπέζια του εμβληματικές προσωπικότητες και ξαφνικά, κάπου στις αρχές του 2000 σίγασε, κατέβασε ρολά, αφήνοντας μία αίσθηση ορφάνιας και κενού στους locals, αλλά και στους περιστασιακούς επισκέπτες αυτής της πόλης που δεν χόρταιναν να απολαμβάνουν τη θέα της Αθήνας από ψηλά.
Σήμερα -και πλέον εδώ και περίπου 2 χρόνια- η Πράσινη Τέντα απλώνει και πάλι τη σκιά της στο αναγεννημένο αυτή τη φορά μπαλκόνι της, κάτω από τα πεύκα και τις ελιές του Λυκαβηττού, προσελκύοντας ξανά εκείνους που άφησαν ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν της, αλλά και τους νέους, που είχαν μάθει, είχαν ακούσει, είχαν διαβάσει για την ιστορία της, αλλά δεν την είχαν γνωρίσει ποτέ από κοντά.
Διατηρώντας λοιπόν στο ακέραιο την belvedere φιλοσοφία της και πατώντας στα πρότυπα μιας σύγχρονης, minimal chic και σίγουρα αφτιασίδωτης αισθητικής -που επιβάλλεται άλλωστε σε μέρη όπου ο περιβάλλον χώρος μιλά από μόνος του, χωρίς φανφάρες και περιττές εξηγήσεις- γεμίζει το οπτικό σας πεδίο με κινηματογραφικά πλάνα της Αθήνας, καταγράφοντας στη μνήμη σας το πόσο μικροσκοπική και ταυτόχρονα πόσο τεράστια είναι αυτή η πόλη.
Από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, το Μουσείο και το Παναθηναϊκό Στάδιο, μέχρι τη θάλασσα του Αργοσαρωνικού με τα νησιά και τα βουνά της ανατολικής Πελοποννήσου, όλα απλώνονται με λυρισμό μπροστά στα μάτια σας, σε ένα σκηνικό θαρρείς βγαλμένο από μονοπλάνο ταινίας του Αντονιόνι. Οταν μάλιστα ο ήλιος αρχίζει να βασιλεύει και ο ουρανός να βάφεται στις παστέλ αποχρώσεις του μοβ, του λιλά και του πορτοκαλί, τότε αναπόφευκτα και απόλυτα φυσικά, έρχεται στο μυαλό σας η διαπίστωση ότι η μέρα που πέρασε ήταν μία μέρα που ξοδεύτηκε σοφά.
Οσο για το μενού; Φροντίζει και αυτό, μέσα από τις σελίδες του, ώστε να αναδύονται μνήμες, γεύσεις και αρώματα Ελλάδας, αξιοποιώντας δημιουργικά, προϊόντα τοπικών παραγωγών και ελληνικές ποικιλίες κρασιών, ενώ δεν απουσιάζουν και τα δροσιστικά cocktails, η πιο τονωτική πινελιά στις βραδινές καλοκαιρινές εξόδους εκείνων που παραμένουν στην πόλη, αλλά και εκείνων που επιστρέφουν σε αυτή.