Η κρίση ξεκίνησε το βράδυ των Χριστουγέννων του 1995, όταν το τουρκικό πλοίο Figen Akat προσάραξε κοντά στις βραχονησίδες Ίμια.
Ο καπετάνιος του πλοίου, σε μια ξεκάθαρα υποκινούμενη ενέργεια, αρνήθηκε τη βοήθεια του ελληνικού Λιμενικού, δηλώνοντας ότι «τα Καρντάκ (σ.σ η τουρκική ονομασία των Ιμίων) είναι τουρκική επικράτεια».
Η ελληνική πλευρά αντέδρασε με ψυχραιμία, αλλά η Άγκυρα εκμεταλλεύτηκε το περιστατικό για να εγείρει αξιώσεις κυριαρχίας στις βραχονησίδες.
Η Τουρκία επικαλέστηκε ανυπόστατους ισχυρισμούς περί «γκρίζων ζωνών», αμφισβητώντας τις διεθνείς συνθήκες που κατοχυρώνουν την ελληνική κυριαρχία.
Η Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 και η Συνθήκη των Παρισίων του 1947 καθορίζουν με σαφήνεια ότι τα Ίμια ανήκουν στην Ελλάδα.
Ωστόσο, η Τουρκία, με μια μακροχρόνια στρατηγική επιθετικής αναθεωρητικότητας, επιχείρησε να δημιουργήσει τετελεσμένα: Δύο ημέρες μετά την αποχώρηση του «Φιγκέν Ακάτ» από τα Ίμια, από ελληνικό ρυμουλκό και συνοδεία ελληνικών πολεμικών πλοίων, η τουρκική διπλωματία αποστέλλει στο Ελληνικό Υπουργείο εξωτερικών αυτό που μέχρι σήμερα αποτελεί μία από τις βασικές αξιώσεις της στο Αιγαίο.
Η ρηματική διακοίνωση που λαμβάνει το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αναφέρει πως τα Ίμια αποτελούν τουρκική επικράτεια. Στο τουρκικό κείμενο η Άγκυρα για πρώτη φορά με τρόπο επίσημο αξιώνει Ελληνικά εδάφη σε ανώτατο επίπεδο.
Η τουρκική διάθεση για «γκριζάρισμα» του Αιγαίου διατυπωνόταν από την δεκαετία του ’70 αλλά ποτέ μέχρι τις 28 Δεκεμβρίου του 1995 δεν είχε εκφραστεί ανοιχτά και επίσημα.
Η Ελλάδα θα απαντήσει με αντίστοιχη ρηματική διακοίνωση στις αρχές Ιανουαρίου του 1996 ξεκαθαρίζοντας με επιχειρήματα και με βάση το Διεθνές Δίκαιο πως δεν τίθεται κανένα θέμα αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή.
Η κλιμάκωση της κρίσης: Ένα σκηνικό έντασης
Αν και οι διπλωματικές κινήσεις έγιναν χωρίς να τραβήξουν τα φώτα της δημοσιότητας, η κλιμάκωση της κρίσης, ξεκίνησε, στις 26 Ιανουαρίου: ο Δήμαρχος Καλύμνου, συνοδευόμενος από τον αστυνομικό διοικητή του νησιού και έναν ψαρά αποβιβάζονται στην ανατολική Ίμια και τοποθετούν μέσα σε μία στοίβα από πέτρες την Ελληνική σημαία σε ένα σκουπόξυλο.
Η αντίδραση της Τουρκίας ήταν άμεση και προκλητική: Τούρκοι δημοσιογράφοι του πρακτορείου Hürriyet κατέβασαν την ελληνική σημαία και ύψωσαν την τουρκική.
Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε άμεσα, στέλνοντας μονάδες του Πολεμικού Ναυτικού στην περιοχή, ενώ αντίστοιχη κίνηση έγινε από την Τουρκία.
Στις 28 Ιανουαρίου άνδρες του περιπολικού του Πολεμικού Ναυτικού «Αντωνίου» κατεβάζουν την τουρκική σημαία και υψώνουν πάλι την ελληνική και το βράδυ εκείνης της ημέρας, Έλληνες βατραχάνθρωποι αποβιβάζονται στη Μεγάλη Ιμία.
Η συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων, πολεμικών πλοίων και αεροσκαφών από τις δύο πλευρές δημιούργησε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο σκηνικό.
Η Τουρκία συνέχισε να κλιμακώνει την ένταση, στέλνοντας στρατιωτικές δυνάμεις σε μία από τις βραχονησίδες, μια πράξη που παραβίαζε κατάφωρα την ελληνική κυριαρχία.
Στις 30 Ιανουαρίου 1996, η ελληνική κυβέρνηση διέταξε την πλήρη κινητοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο ελληνικός στόλος βρέθηκε σε θέση μάχης, με πολεμικά πλοία και υποβρύχια να περιπολούν γύρω από τα Ίμια. Παράλληλα, οι ειδικές δυνάμεις της χώρας είχαν αναπτυχθεί, έτοιμες να υπερασπιστούν την κυριαρχία της Ελλάδας.
Η Τουρκία, από την πλευρά της, δεν δίστασε να αυξήσει περαιτέρω την επιθετικότητά της, ενισχύοντας τη στρατιωτική παρουσία της στην περιοχή. Η κατάσταση ήταν εξαιρετικά τεταμένη, με τον κίνδυνο πολεμικής σύρραξης να βρίσκεται προ των πυλών.
Τα μεσάνυχτα συγκαλείται σύσκεψη στο γραφείο του πρωθυπουργού και ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Θεόδωρος Πάγκαλος, φθάνει καθυστερημένα, επειδή παίρνει μέρος σε τηλεοπτική εκπομπή.
Στο ΓΕΕΘΑ καταφθάνουν πληροφορίες ότι Τούρκοι κομάντος αποβιβάζονται στη Μικρή Ιμία.
Ελικόπτερο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού απονηώνεται από τη φρεγάτα «Ναυαρίνο» για να επιβεβαιώσει την πληροφορία.
Το πλήρωμα του ελικοπτέρου αναφέρει ότι εντόπισε περί τους 10 Τούρκους κομάντος με τη σημαία τους. Δίνεται εντολή να επιστρέψει στη βάση του και ενώ πετά μεταξύ των βραχονησίδων Πίτα και Καλόλιμνος χάνεται από τα ραντάρ.
Λίγη ώρα μετά θα ανασυρθούν νεκρά και τα τρία μέλη του πληρώματος, ο υποπλοίαρχος Χριστόδουλος Καραθανάσης, ο υποπλοίαρχος Παναγιώτης Βλαχάκος και ο αρχικελευστής Έκτορας Γιαλοψός.
Ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών
Η πιθανότητα ένοπλης σύρραξης μεταξύ δυο χωρών μελών του ΝΑΤΟ, οδήγησε στην άμεση και ξεκάθαρη παρέμβαση των ΗΠΑ: ο τότε βοηθός υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, ανέλαβε να μεσολαβήσει μεταξύ των δύο πλευρών.
Μέσα από πιέσεις, η Ελλάδα και η Τουρκία συμφώνησαν στην απόσυρση στρατευμάτων, πλοίων και σημαιών από την περιοχή.
Την επόμενη ημέρα της κρίσης, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, απευθυνόμενος στη Βουλή, δήλωσε:
«Θέλω να ευχαριστήσω την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών για τη συμβολή της στην αποκλιμάκωση της κρίσης».
Η δήλωση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις, με την αντιπολίτευση να κατηγορεί την κυβέρνηση για αδυναμία να διαχειριστεί την κατάσταση και για «ενδοτικότητα».
Ο Σημίτης υπεραμύνθηκε των επιλογών της κυβέρνησης, υποστηρίζοντας ότι προτεραιότητα ήταν η αποφυγή ενός πολέμου που θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα.
Παράλληλα, αναφέρθηκε στην ανάγκη για ενίσχυση της εθνικής άμυνας και στην ανάγκη διαρκούς ετοιμότητας απέναντι σε τουρκικές προκλήσεις.
Τα τρία αναπάντητα ερωτήματα
Η κρίση των Ιμίων, παραμένει μέχρι σήμερα μια από τις πιο κρίσιμες στιγμές στην ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Παρά την αποκλιμάκωση και την αποφυγή πολέμου, τρία βασικά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα, τροφοδοτώντας τη δημόσια συζήτηση και τις θεωρίες γύρω από τα γεγονότα.
1. Τι έγινε με το ελικόπτερο του Πολεμικού Ναυτικού;