«Χρυσή» προμηνύεται η επόμενη δεκαετία, με τις παγκόσμιες παραγγελίες νέων πλοίων, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Goldman Sachs Global Investment, να
φθάνουν τα 441 εκατ. CGT έως το 2032, αξίας περίπου 1,2 τρισ. δολαρίων.
Τo ερευνητικό τμήμα της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας αναφέρει ότι η δυναμική αυτή θα τροφοδοτηθεί κυρίως από την ανάγκη αντικατάστασης ενός γηρασμένου στόλου, την αυστηροποίηση των κανονισμών απανθρακοποίησης και τη συνεχιζόμενη άνοδο του διεθνούς θαλάσσιου εμπορίου.
Σε σημείωση προς πελάτες της, με ημερομηνία 2 Σεπτεμβρίου, η Goldman προβλέπει παραγγελίες νέων πλοίων 441 εκατ. CGT την περίοδο 2025-2032, αξίας περίπου 1,2 τρισ. δολαρίων.
Οι τιμές αναμένεται να παραμείνουν υψηλές έως το 2028, ακόμη και με πιθανή μείωση γύρω στο 12% από τα ιστορικά υψηλά του 2024.
Η ανάλυση αποδίδει το 48% της ζήτησης στην ανανέωση του στόλου, το 26% στη συμμόρφωση με τους κανονισμούς απανθρακοποίησης και το 26% στην ανάπτυξη του εμπορίου.
Η γήρανση του στόλου, ιδιαίτερα μετά το 2029, όταν πολλά πλοία 20ετίας θα αντιμετωπίσουν
κανονιστικές και λειτουργικές πιέσεις, εκτιμάται ότι θα επιταχύνει τις αποσύρσεις.
Μέχρι το 2035, το λειτουργικό κόστος πλοίων με συμβατικά καύσιμα ενδέχεται να ξεπεράσει εκείνο των LNG ή μεθανόλης, οδηγώντας τα εναλλακτικά καύσιμα στο 50% του στόλου.
Στον τομέα της παραγωγής, η Goldman προβλέπει αύξηση των παραδόσεων από 41 εκατ. CGT το 2024 σε 52 εκατ. το 2027 (+27%), με την παγκόσμια ναυπηγική ικανότητα να ενισχύεται κατά 2% το 2025-2027.
Η Κίνα αναμένεται να ηγηθεί της επέκτασης μέσω νέων ναυπηγείων και επανεκκινήσεων, ενώ Κορέα και Ιαπωνία θα διατηρήσουν πιο συντηρητική στάση.
Η ανάλυση υπογραμμίζει ότι το λειτουργικό κόστος των κινεζικών ναυπηγείων είναι περίπου 50% χαμηλότερο από των ανταγωνιστών τους στην Κορέα και την Ιαπωνία, κυρίως λόγω φθηνότερου εργατικού δυναμικού και χαμηλότερων τιμών χάλυβα.
Παρά τις γεωπολιτικές εντάσεις και τα αμερικανικά μέτρα κατά κινεζικών ναυπηγήσεων, η Goldman προβλέπει περιορισμένο αντίκτυπο στο παγκόσμιο εμπόριο, καθώς οι ιδιοκτήτες πλοίων μπορούν να ανακατανείμουν τον στόλο τους.
Αντίπαλες στρατηγικές
Η παγκόσμια ναυπηγική σκηνή αναδιαμορφώνεται, καθώς δύο κολοσσιαίες κινήσεις σε Κίνα και Ηνωμένες Πολιτείες σηματοδοτούν νέα εποχή ανταγωνισμού και επενδύσεων.
Στο Πεκίνο, η συγχώνευση-μαμούθ δύο κρατικών ναυπηγείων δημιουργεί το μεγαλύτερο ναυπηγείο του κόσμου, ενώ στις ΗΠΑ, η νοτιοκορεατική Hanwha Shipping υλοποιεί τη μεγαλύτερη εμπορική παραγγελία πλοίων των τελευταίων 20 ετών, επενδύοντας δισεκατομμύρια για την αναζωογόνηση της αμερικανικής ναυπηγικής βάσης.
Στην Κίνα, η China State Shipbuilding Corporation (CSSC) απορροφά την China Shipbuilding
Industry σε συμφωνία ύψους 16 δισ. δολαρίων, με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικής δυναμικότητας και τη μείωση του κόστους.
Η νέα ενιαία εταιρεία θα εισαχθεί στο Χρηματιστήριο της Σαγκάης, εντάσσοντας τη συγχώνευση στον στρατηγικό ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ.
Η CSSC, πέρα από τις εμπορικές δραστηριότητες, είναι και βασικός ανάδοχος του κινεζικού Ναυτικού, έχοντας κατασκευάσει το πρώτο εγχώριο αεροπλανοφόρο Shandong.
Οι δύο εταιρείες, που είχαν διαχωριστεί το 1999 για να ενισχυθεί ο εσωτερικός ανταγωνισμός, επανενώνονται στο πλαίσιο ενοποίησης κρατικών εταιρειών σε στρατηγικούς και αμυντικούς τομείς.
Την ίδια ώρα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Hanwha Shipping, θυγατρική της Hanwha Ocean,
προχωρά σε συμφωνία για την κατασκευή δέκα δεξαμενόπλοιων μεσαίου βεληνεκούς (MR) και
ενός δεύτερου LNG carrier στο Hanwha Philly Shipyard, συνοδευόμενη από επένδυση 5 δισ.
δολαρίων για την αναβάθμιση του ναυπηγείου της Φιλαδέλφειας.
Η παραγγελία αυτή, η μεγαλύτερη στις ΗΠΑ εδώ και δύο δεκαετίες, θα δημιουργήσει χιλιάδες θέσεις εργασίας και θα ενισχύσει τον στόλο που καλύπτει τις απαιτήσεις του νόμου Jones Act.
Τα δύο LNG carriers, χωρητικότητας 174.000 κ.μ., θα είναι τα πρώτα πλοία για εξαγωγές LNG που ναυπηγούνται στη χώρα μετά από σχεδόν μισό αιώνα, ενισχύοντας τη θέση των ΗΠΑ στις διεθνείς ενεργειακές αγορές.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Hanwha Shipping, Ryan Lynch, η επένδυση θα φέρει τεχνολογία αιχμής από την Κορέα και θα αναβαθμίσει το ναυπηγείο σε παγκόσμιας κλάσης υποδομή, ικανή να ανταγωνιστεί διεθνώς στη ναυπηγική νέας γενιάς.