Ο Κ.Σημίτης απεβίωσε στο εξοχικό του στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας. «Έφυγε» αιφνίδια στον ύπνο του για τον αιώνιο ύπνο. Είχε το ανώδυνο τέλος που, όπως λένε, επιφυλάσσει ο θάνατος στους τυχερούς. Δεν αντιμετώπιζε, άλλωστε, κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα υγείας. Ειδάλλως δεν θα έφευγε για το εορταστικό τριήμερο στο μόνιμο, εδώ και δεκαετίες, τόπο των κοντινών του εξορμήσεων για χαλάρωση και περισυλλογή.
Στο ίδιο τοπίο στις ακτές του Σαρωνικού, στο σπίτι των παντοτινών ολιγοήμερων διακοπών του, που του είχαν βάλει φωτιά προ δωδεκαετίας με εμπρηστικό μηχανισμό και αργότερα του είχαν πετάξει βέλη προκαλώντας του ζημιές, άφησε την τελευταία του πνοή. Το περίφημο μπλοκάκι που τον συνόδευε μια ζωή σφραγίστηκε μαζί του οριστικά και δια παντός. Ωστόσο όσο ζούσε, παρότι βάδιζε στα 89 του χρόνια δεν το ‘βαζε κάτω.
Πρωθυπουργός τότε ο Σημίτης, κάλεσε τον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησής του Γ.Παπανδρέου και του παρέδωσε τη διαδοχή στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ με το συμβολικά περιβόητο «δαχτυλίδι». Αργότερα ο αποδέκτης του θα το έβρισκε «θαμπό». Και αφού του πήρε τέσσερα χρόνια μέχρι να το γυαλίσει, σε μια περιττή, μάλλον, επίδειξη πυγμής απέπεμψε το 2008 τον «ευεργέτη» του από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος.
Αενάως ψύχραιμος ο Σημίτης ως σκεπτόμενος άνθρωπος των ορθολογικών επιχειρημάτων και των τεκμηριωμένων αριθμών, απάντησε στον τότε πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και γιο του ιδρυτή του: «Κάνε ό,τι νομίζεις, εγώ θα συνεχίσω να υπηρετώ το εθνικό συμφέρον, θα πράττω αυτό που επιβάλλει η συνείδησή μου και αυτό που κρίνω καλό για τη χώρα». Και αγέρωχα ως πολιτικός των ιδεών και όχι των μηχανισμών δεν ξαναέβαλε υποψηφιότητα για βουλευτής στην Α εκλογική περιφέρεια Πειραιώς, εκεί όπου εκλεγόταν επί περίπου 25 χρόνια.
Ακατάπαυστα διανοητικά δραστήριος και γόνιμα παρών στα τρέχοντα πολιτικά πράγματα, χάριζε, από το βάθος της ηλικίας του, νόημα και ουσία στην έννοια του ενεργού πολίτη.
Πριν 4 μόλις μήνες, εκείνη τη Τρίτη το απόγευμα μαζί με όλους τους εν ζωή αρχηγούς της παράταξης και απεύθυνε χαιρετισμό για τον εορτασμό των 50 ετών από την ίδρυση της. «Είμαι συνιδρυτής της», συνήθιζε να λέει ο ίδιος. Αληθώς και δικαίως. Συνοδοιπόρος και συναγωνιστής του Ανδρέα Παπανδρέου. Αντιστασιακός βομβιστής επί χούντας, μαχητικό στέλεχος του ΠΑΚ κατά τον αντιδικτατορικό αγώνα, συμμετείχε στους πρώτους μήνες της μεταπολίτευσης στη σύνταξη και τη διατύπωση της “Διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη”.
Βρισκόταν ανάμεσα στους 150 συνθεμελιωτές του ΠΑΣΟΚ όταν εκείνη τη συμβολική ημέρα του 1974 παρουσίασε τη διακήρυξη ο ιδρυτής του Κινήματος στο ξενοδοχείο Kings Palace, στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Κριεζώτου. Αμέσως μετά ο καθηγητής του Γερμανικού πανεπιστήμιου του Γκίσεν συμμετείχε στο πρώτο εκτελεστικό γραφείο του ΠΑΣΟΚ και ορίστηκε υπεύθυνος του κόμματος για τη μορφή του πολιτεύματος στη χώρα την ίδια χρονιά.
Στις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν, υπηρέτησε από διάφορες θέσεις πολιτικής ευθύνης το κόμμα του, έγινε αποτελεσματικός υπουργός των αλλεπάλληλων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, αναδείχθηκε πρόεδρός του, εκλέχτηκε ως ο μακροβιότερος μέχρι σήμερα πρωθυπουργός συμπληρώνοντας στο αξίωμα θητεία 8 χρόνων και 2 μηνών. Πάντα ρεαλιστής και με αίσθηση σκοπού τήρησε ως ακαταμάχητο κανόνα της πολιτικής του διαδρομής τη φράση του ότι «για τίποτα δεν θα θυσίαζε την ανεξαρτησία της σκέψης του», η οποία εξέφραζε τους στόχους και τις πεποιθήσεις του.
Είχαν μια δύσκολη και ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους που πέρασε από μύρια κύματα. Ήταν διαφορετικές πολιτικές φυσιογνωμίες με ξεχωριστά χαρίσματα. Αρκετές φορές διαφώνησαν σε κρίσιμα ζητήματα τα οποία οδήγησαν τον Σημίτη σε αποχωρήσεις από κομματικές θέσεις και παραιτήσεις και υπουργικά πόστα. Στο τέλος των κρίσεων, πάντως, υπήρχε πάντα μια αμοιβαία εκτίμηση. Κανένας από τους δύο δεν μηδένισε ή απαξίωσε τη προσωπικότητα και την αξία του άλλου.
Ο ηγετικός και οραματιστής Ανδρέας έτεινε προς τα δυναμικά απελευθερωτικά κινήματα του τρίτου κόσμου, ο αντιλαϊκιστής και πραγματιστής Σημίτης έκλινε προς την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Είχαν όμως εξ αρχής, από κοινού, συμφωνήσει στην επιδίωξη να φτιάξουν μια ισχυρή παράταξη της Αριστεράς, διακριτή τόσο από το ΚΚΕ όσο και από την παραδοσιακή Ένωση Κέντρου. Γνωρίστηκαν το 1965 όταν ο Ανδρέας ήταν υπουργός Προεδρίας στη κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου με πρωθυπουργό τον πατέρα του, Γεώργιο Παπανδρέου. Ο Κώστας Σημίτης μαζί με πολλούς ομοϊδεάτες του σαν τον Σάκη Καράγιωργα, και τον Βασίλη Φίλια, είχε ήδη ιδρύσει τον «Όμιλο Αλέξανδρος Παπαναστασίου».
Στα τέλη του 1966, ο Ανδρέας προσκλήθηκε να μιλήσει σε εκδήλωση του Ομίλου. Εκεί, από το βήμα της συγκέντρωσης χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον όρο «κατεστημένο». Συνιστούσε την ύπαρξη ισχυρών ομάδων συμφερόντων που ελέγχουν και εξουσιάζουν καίριους τομείς της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Αποτελούσαν βαρίδια για τη χώρα που τη βυθίζουν την υστέρηση, στην εσωστρέφεια, στο συντηρητισμό. Υπό ένα έκδηλα πελατειακό, αυταρχικό και κομμουνιστοφοβικό πολιτικό μικρόκοσμο, εξαρτημένο από τις ξένες δυνάμεις και τον παρωχημένο θεσμό της μοναρχίας .
Αυτή την κοινή οπτική και συνειδητοποίηση τους ένωσε για την αναγκαία δρομολόγηση ενός νέου ισχυρού προοδευτικού δημοκρατικού πόλου. Την συναντίληψή τους την επανεπιβεβαίωσαν στη συνάντηση τους το 1970 στη Γερμανία όπου διωκόμενοι από τη χούντα, ήταν αμφότεροι εξόριστοι. Ήταν τα φεγγάρια που ο Σημίτης έγινε μέλος του εθνικού συμβουλίου ΠΑΚ το οποίο είχε ιδρύσει ο Ανδρέας.
Με τέτοια ιστορική κληρονομιά και πολιτικές παρακαταθήκες, ύστερα από μισό αιώνα αμέριστης προσήλωσης και ενεργής συμβολής στο κόμμα του ο Σημίτης δήλωσε τη φυσική του παρουσία στις εσωκομματικές κάλπες του περασμένου Οκτωβρίου για την ανάδειξη της νέας ηγεσίας του.
Φαινόταν σκυθρωπός και πιο ισχνός από κάθε άλλη φορά, σωστή σκιά του παλιότερου εαυτού του. Έδειχνε να μην έχει ξεπεράσει τον θάνατο του πολυαγαπημένου, κατά ενάμιση χρόνο μεγαλυτέρου αδελφού του Σπύρου, που πέθανε στα 89 του χρόνια, το Μάρτιο του 2023. Αχώριστα δεμένοι από τα παιδικά τους χρόνια, ο θάνατός του επέφερε ένα συγκλονιστικό πλήγμα στον Έλληνα πρώην πρωθυπουργό. Ο Σ.Σημίτης, υπήρξε μια σπουδαία νομική φυσιογνωμία, διεθνώς αναγνωρισμένος ως ο πρωτεργάτης, εμπνευστής και “πατέρας” της προστασίας προσωπικών δεδομένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Διακεκριμένος τακτικός πανεπιστημιακός καθηγητής, με γερμανική υπηκοότητα από το 1975, παντρεμένος με τη διάσημη φροϋδική ψυχαναλύτρια και λόγιο Ιλσε Γκρούμπιχ – υπήρξε μια ολόκληρη ζωή αδιάλειπτος συμπαραστάτης του μικρότερου αδελφού του. Με τον τρομερό αυτοέλεγχο του ο Κώστας Σημίτης δεν εκδήλωσε δημόσια τη συντριβή για το χαμό του. Παρόλη όμως την αυτοσυγκράτηση και την εσωστρέφεια του, την οποία παραδεχόταν, η απώλεια του αδελφού του τον είχε ραγίσει ψυχολογικά. Όσο και να καμουφλάριζε την οδύνη του πένθους του, αυτή επέμενε συναισθηματικά να τον κατατρώει.
Τα τελευταία χρόνια στο τέμπο με το οποίο κατάφερνε να συγκεράσουν τις άλλοτε αντιμαχόμενες εσωκομματικές δυνάμεις-πότε με πυγμή , ποτέ με επιτακτικά διλήμματα και πότε με συμβιβασμούς- καθώς ξεδίπλωνε την εκσυγχρονιστική στρατηγική του, με τον ίδιο ρυθμό όριζε πια τη δική του καθημερινότητα. Οι οραματικοί στόχοι μετασχηματισμού της χώρας, τα προτάγματα των ανοικτών ευρωπαϊκών οριζόντων και τα κυβερνητικά επιτεύγματά του είχαν μπει πλέον στο μικροσκόπιο της ιστορικής αξιολόγησης. Όχι όμως και η τρέχουσα ζωή του. Το μομέντουμ της διαχείρισης της ήταν διαφορετικό από την εποχή της άσκησης των υψηλών καθηκόντων της εξουσίας.
Αποποιήθηκε την σύνταξη του καθηγητή του Παντείου Πανεπιστήμιου ώστε αυτή να διατίθεται για κοινωφελείς σκοπούς του ιδρύματος, διατήρησε , όμως, αμείωτη τη παροιμιώδη μεθοδικότητά του. Ξεμάκραινε από τη ρουτίνα της τρίτης ηλικίας κάνοντας υγιεινούς περιπάτους.. Συχνά πυκνά κατηφόριζε ως το γραφείο του στην οδό Ακαδημίας 35, το παλιό σπίτι των γονιών του από το 1949, για ραντεβού με διάφορους συνομιλητές του. Δεν έμενε στάσιμος, δεν τού ταίριαζε ποτέ το τέλμα. Λιτός, απέριττος, σχεδόν δωρικός, ισόκορμος με το λεπτό του σκαρί και το ανάλαφρο βήμα περιδιάβαινε αθόρυβα το πολύβουο κόσμο ανταποδίδοντας ευγενικά τον χαιρετισμό των διερχόμενων. Προσιτός αντάλλασσε απαλά χειραψίες και χαμογελούσε με εκείνη τη συστολή του που άγγιζε τα όρια της αμηχανίας. Ανέκαθεν ήταν ένας ευπρεπής, χαμηλών τόνων άνθρωπος.
Κυκλοφορούσε ως απλός, κανονικός πολίτης. Ποτέ δεν ζήτησε κάποια ειδική μεταχείριση στην καθημερινότητά του. Στο κάτω κάτω, δυνητικά, τού την εξασφάλιζε το κύρος του επί δυο συναπτές τετραετίες πρώην πρωθυπουργού της χώρας. Κι όμως, δεν απαιτούσε κανένα ξεχωριστό προνόμιο εξαιτίας του κορυφαίου πολιτικού πόστου που του εμπιστεύτηκε στο πρόσφατο παρελθόν ο ελληνικός λαός. Απεναντίας, στεκόταν συγκαταβατικά στη ουρά, σαν ανώνυμος μεταξύ ανωνύμων, για να βγάλει εισιτήριο στο κινηματογράφο Embassy, όσο αυτός λειτουργούσε, στην Πατριάρχου Ιωακείμ και στο θερινό Σινέ Αθηναία στη Χάρητος ή κάποια αφιερωματική ρετροσπεκτίβα.
Με την ίδια σεμνότητα προσερχόταν στο θέατρο για να παρακολουθήσει μια παράσταση ενός δράματος του Έντουαρντ ‘Αλμπι ή μιας κωμωδίας του Μαριβώ. Μετρημένος κατέφθανε συγκρατημένα πότε πότε στο Ηρώδειο για μια εκλεκτή συναυλία κλασικής μουσικής ή ένα νοσταλγικό μιούζικαλ του Κόουλ Πόρτερ. Διακριτικά επισκεπτόταν επίσης τη Λυρική Σκηνή της οδού Ακαδημίας και κατόπιν στο ΚΠΣΙΝ για να απολαύσει μια όπερα του Τζοακίνο Ροσσίνι ή μια οπερέτα του Ζακ Όφενμπαχ.
Από αυτή τη κόσμια, καλλιεργημένη και πολιτισμένη πάστα ήταν πλασμένος ο Σημίτης. Αντιπαθούσε τη φιγουράτζα και τα υμνητικά ταρατατζούμ, απεχθανόταν τους θεατρινισμούς, αποστρεφόταν τη σκηνοθετημένη άσκηση «γοητείας». Το επίκτητο επικοινωνιακό χάρισμα του εμπνευσμένου μπαλκονάτου ρήτορα του ήταν αδιάφορο. Είχε επιλέξει και πορευόταν με συνεπές, σοβαρό και αξιοπρεπές δημόσιο προφίλ. Κι ας ξεσάλωνε, σχεδόν δαιμονολογικά, εναντίον του η καυστική σάτιρα για τα σαρδάμ του.
Πόσο μάλλον όταν- απαντώντας στη σφοδρή κριτική των πολιτικών αντιπάλων του για τα σημαντικά και ωφέλιμα δημόσια έργα υποδομής που ολοκλήρωνε εν όψει Ολυμπιακών αγώνων – αναρωτιούνταν μπροστά στις κάμερες «είναι μακέτο τούτο το έργο;». Και έδειχνε στο κοινό τη κατασκευή της εντυπωσιακής γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου. Παρ’ όλα αυτά, πράγματι δεν προκαλούσε ενθουσιασμό, δεν μετέδιδε αμεσότητα και συναισθηματική ταύτιση στο παραδοσιακό κοινό των λαϊκών συγκεντρώσεων. Δεν ήταν ένας ατακαδόρος κονφερασιέ. Ούτε γραφικός. Προτιμούσε να απευθύνεται στο λαό με ζυγισμένες, ουσιαστικές προτάσεις, παρά με φτηνά δημαγωγικά ευφυολογήματα. Κι ας τον τρολάριζε υστερικά η αντιπολίτευση ότι στη διάρκεια των ομιλιών του χαιρετούσε τον κόσμο με ανοιχτές τις παλάμες του τις όποιες περιέστρεφε σαν αντίστροφα κινούμενες προπέλες.
Τον χλεύαζαν, τότε, άγαρμπα ότι έμοιαζε σα να «καθαρίζει τζάμια» Δεν χολόσκαγε με τις μίζερες λοιδορίες. Είχε στον καιρό της πρωθυπουργίας του, πολύ πιο επείγουσες προτεραιότητας ιεραρχήσει ώστε να τις φέρει σε πέρας από να δυσφορεί όταν τον αποκαλούσαν «Κινέζο με τις ελιές», «τάπερμαν» ή «λογιστάκο με το τεφτέρι». Ούτε βαρυγκωμούσε όταν, χωρίς στοιχεία, τον στόχευαν προκλητικά ως «αρχιερέα της διαπλοκής» για να θίξουν την αδιαμφισβήτητη εντιμότητα του. Τσάμπα κόπος από τσάμπα μάγκες, συνήθιζε ένα λέει σε έμπιστους φίλους του.
Δεν το΄χε πάντως , είναι η αλήθεια, με τα λαϊκά άσματα και τη χλαπαταγή των γιγαντιαίων χώρων μαζικής διασκέδασης, εκείνη την εποχή της βουλιμικής έξαψης της αστακομακαρονάδας. Ένα βράδυ του μιλλένιουμ στη διάρκεια προεκλογικής περιοδείας του στην εκλογική του περιφέρεια, παραβρέθηκε στο «Βαρελάδικο» του Πειραιά. Με ένα τσιγάρο στο χέρι, τράκα ως συνήθως από την έμπιστη από το 1975 γραμματέα του Μαρία Πλευράκη, και ένα ποτήρι στο άλλο με διάφανες υγρό, υποτίθεται βότκα ή τζιν αλλά μάλλον γεμάτο σκέτο αγιασμό, στεκόταν αποσβολωμένος με εμφανή αδεξιότητα στα διαδραματιζόμενα. Μπροστά του στροβιλιζόταν χορευτικά ένα πολυπληθές κράμα ενεργειακής κλάσης ντούρασελ. Από τα διαβολεμένα εκκωφαντικά ηχεία εκτοξεύονταν στη διαπασών βροντώδεις ριπές μπιτάτων καψουροελληνάδικων σουξέ.
Εμβρόντητος, έσκυψε τότε στο αυτί στενού συνεργάτη του και τον ρώτησε ψιθυριστά «είναι ελληνικά τα τραγούδια αυτά που ακούγονται;». Ανέπαφος, ανέγγιχτος, άθικτος και από τα ζεϊμπέκικα, παρότι ήταν μία «δεξιότητα» για παράσημο των συντρόφων του στο ΠΑΣΟΚ, ούτε τα γνώριζε, ούτε τα χόρεψε ποτέ. Αγνοούσε εκείνα τα χρόνια ακόμα και τους δημοφιλείς αοιδούς που σημάδευαν τις γλεντζέδικες όψεις της μαζικής νεοελληνικής κουλτούρας. Ένα μεσημέρι στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε προσέλθει για τη καθιερωμένη ετήσια ομιλία του πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση, ανεβαίνοντας με τη σύζυγό του στον τελευταίο όροφο του «Μακεδονία Παλλάς», μπήκε ξαφνικά μαζί τους στο ασανσέρ ο Λευτέρης Πανταζής .
Γλυκομίλητος και αγαπησιάρης ο τραγουδιστής στη θέα του ζευγαριού, σχεδόν γονάτισε μπροστά του αδιαφορώντας αν θα τσαλακώσει το παπαγαλί χρώματος κοστούμι του. «Μεγάλη μου τιμή που σας συναντώ κύριε Πρωθυπουργέ» του είπε. Και πρόσθεσε μειλίχια, σχεδόν ικετευτικά «θα ήταν τεράστια χαρά μου να περάσετε όποτε θέλετε από το μαγαζί» Ο Λε Πα κατέβηκε στο 6ο όροφο, ο Σημίτης στον 8ο. Στη έξοδο από τον ανελκυστήρα με ειλικρινή απορία ο πρωθυπουργός ρώτησε στη συμβία του: «Δάφνη, τι μαγαζί έχει ο κύριος;»
Όλα αυτά τα περιστατικά προέρχονται από διηγήσεις αξιόπιστων αυτοπτών και αυτήκοων μαρτύρων. Που επιβεβαιώνουν το αφήγημα του σινεφίλ, μουσικόφιλου, βιβλιοφάγου Κώστα Σημίτη. Από τη μια ενός μοντέρνου πολιτικού, που ανέλαβε να υλοποιήσει το διαχρονικό αίτημα του εκσυγχρονισμού. Από την άλλη, ενός δημόσιου άνδρα άλλης κοπής με διαφορετικές αισθητικές αξίες και πολιτισμικό υπόβαθρο, αποστασιοποιημένος από τα κυρίαρχα γούστα εκείνης της περιόδου. Δεν του άρεσαν εξάλλου τα νταβαντούρια, οι παράτες οι ξεσηκωτικοί συνωστισμοί. Δεν τον δελέαζε, ο ξέφρενος, κενός περιεχομένου, κοσμοπολιτισμός. Διάλεγε σταθερά για καλοκαιρινές διακοπές τη Σίφνο. Μόνιμος παραθεριστής το νησί από βουλευτής κιόλας νοίκιαζε επί χρόνια ένα δωμάτιο στο παλιό παραδοσιακό ξενοδοχείο «Ξενία» στον Πλατύ Γιαλό.
Σύχναζε στα ίδια στέκια, στο ίδιο πάντα τραπέζι με την ίδια σχεδόν παρέα, συντροφιά παλιότερα μαζί με τον αείμνηστο διοικητή της Εθνικής τράπεζας Θεόδωρο Καρατζά. Φούμαρε πέντε τσιγαράκια την ημέρα, αλλά δεν έπινε ούτε ένα ποτήρι κρασί κατά το φαγητό. Από τη δεύτερη εβδομάδα των διακοπών του και μετά επισκεπτόταν κάθε Τετάρτη το μπαρ «Αργώ» το στενό της Απολλωνίας καθόταν στο βεραντάκι και έπινε αποκλειστικά χυμό πορτοκαλιού.
Ανέβαινε άνετα και ποδαράτα ως το Κάστρο, κατέβαινε ως τα Σεράλια, σε μια διαδρομή όπου θα αγκομαχούσε και ένας έφηβος, περιδιάβαινε χαλαρός τα σοκάκια του Αρτεμώνα, ξυριζόταν κεφάτος στο κουρείο «Άψε Σβήσε» του Ραφελέτου στη Απολλωνία, κολυμπούσε ξένοιαστος στα νερά του Πλατύ Γιαλού. Φημολογούνταν ότι επί της πρωθυπουργίας του τον προστάτευε κατά τις θαλασσινές βουτιές του μια μοίρα βατραχανθρώπων των αμφίβιων καταδρομών. Σιγά μην τον προφύλασσε από κινδύνους κι ένας στόλος υποβρυχίων. Με τα χρόνια μετακόμισε στο ξενοδοχείο «Ελιές» στο Βαθύ και ως πρόπερσι έκανε διακοπές εκεί.
Στο εξοχικό του στο Κορακοχώρι, κοντά στον Πύργο Ηλείας δεν πήγαινε πια τόσο τακτικά. Πριν από καμιά 20αρια χρόνια το πατρικό κτήμα της μητέρας του των περίπου 50 στρεμμάτων αμπελιών που περιβάλει τη κατοικία το είχε αξιοποιήσει με μεράκι και φροντίδα. Ήταν περήφανος για τη σοδειά του δικού του κρασιού που στην ετικέτα έγραφε «οίνος ερυθρός ξηρός, κτήμα Σημίτη». Αργότερα ο αμπελώνας νοικιάστηκε από την οινοποιητική εταιρεία Κτήμα Μερκούρη.
Σταθερά αδιαπραγμάτευτο μέλημα του Κώστα Σημίτη υπήρξε η διαφύλαξη της ιδιωτικής οικογενειακής του ζωής, Ποτέ δεν διανοήθηκε να ανοίξει οπουδήποτε χαραμάδα για να εισέρθει η αδιακρισία των ΜΜΕ. Δεν έριχνε μπάρες αποτροπής στη κάθε ανάρμοστη περιέργεια αλλά, χωρίς να είναι μυστικοπαθής με τη γενικότερη στάση του περιφρουρούσε το σεβασμό της ιδιωτικότητας του. Κανείς δεν έμαθε – γιατί άλλωστε;- τη δοκιμασία που πέρασε όταν ο πατέρας του νοσηλευόταν επί χρόνια σε κώμα σε δημόσιο νοσοκομείο. Κάνεις δεν πληροφορήθηκε τη χαρά του όταν η κόρη του έφερε στο κόσμο την εγγονή του στο δημόσιο πάλι μαιευτήριο «Έλενα». Κανένα από τα ατομικά του συναισθήματα δεν αφορούσε το δημόσιο βίο. Και ήταν αναφαίρετο δικαίωμα του να τα προφυλάξει. Όπως ακριβώς διατηρούσε άθικτη και την ευγένεια του.
Όταν το 2002 ο Χριστόδουλος νοσηλεύτηκε στο Ασκληπιείο Βούλας, έσπευσε να τον επισκεφτεί, να τον ενθαρρύνει και να του ευχηθεί εκ του σύνεγγυς καλή και γρήγορη ανάρρωση. Είχαν 2,5 χρόνια να μιλήσουν, από την εποχή της αντίδρασης της Εκκλησίας στο θέμα της μη αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, της συλλογής υπογράφων και των σκοταδιστικών λαοσυνάξεων.
Έβαλε στην άκρη συγκρούσεις και αντιπαλότητα χάρη στην ανθρωπιστική του έγνοια για τον άλλον. Τη μοναδική, κυριολεκτικά, φορά που παρεκτράπηκε από τις ράγες της κοσμιότητας ήταν στη δραματική συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ κατά τη κρίση των Ιμίων. Τότε που αποφάσιζε υπεύθυνα την «απεμπλοκή» από μια σύρραξη με τη Τουρκία, με όλες τις δυσοίωνες συνεπειες που αυτή εγγυμονούσε για τη πατρίδα. Σε εκείνη τη σύσκεψη, πρωθυπουργός ων, ο Σημίτης εξοργίστηκε σφόδρα με τον τότε αρχηγό ΓΕΕΘΑ, επειδή δεν είχε καταφέρει να φυλάξει τη βραχονησίδα, ώστε να μην τη καταλάβουν οι Τούρκοι κομάντος. Έγινε πρώτα άσπρος από τον εκνευρισμό και κατόπιν ολοκόκκινος από θυμό, σηκώθηκε όρθιος, χτύπησε έξαλλος το χέρι του στο τραπέζι της συνεδρίασης και εξύβρισε με σκαιότητα τον ναύαρχο. Πλην, όμως, σε άψογο πληθυντικό.
Για μια ακόμη φορά η υποδειγματικά ευπρεπής συμπεριφορά του, φανέρωνε τα έμφυτα ηθικά στοιχεία που συγκροτούσαν το χαρακτήρα του. Αρκούσε ένα μόνο στιγμιότυπο, που δεν το επιδίωξε, για να συμβολίσει σε κοινή θέα τη ποιότητα της προσωπικότητας του. Επί πανδημίας ένα πρωινό στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» περίμενε υπομονετικά τη σειρά του να κάνει το εμβόλιο.Θα μπορούσε λόγω ηλικίας και προτέρου πολιτικού αξιώματος να προηγηθεί. Δεν διανοήθηκε να το ζητήσει. Ήταν πάντα ένας ευαισθητοποιημένος και κοινωνικός, ζεστός χωρίς να είναι διαχυτικός, πολιτικός που νοιαζόταν για τον συνάνθρωπο και δήλωνε σοσιαλιστής από την εποχή κιόλας που η εκφορά και μόνο της λέξης ήταν ποινικά κολάσιμη.
Οι ρίζες, οι καταβολές, τα οικογενειακά βιώματα, οι σπουδές στα ξένα, οι ιδεολογικές του προσεγγίσεις και οι αναφορές είχαν ορίσει τις συντεταγμένες για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Είχαν ευθυγραμμίσει τη μαγνητισμένη βελόνα της προσωπικής και πολιτικής πυξίδας που προσδιόρισε τα πιστεύω του. Γεννήθηκε το 1936 στον Πειραιά αλλά από την ηλικία των δύο ετών η οικογένειά του μετακόμισε στην οδό Καμπάνη ένα στενό δρομάκι που σχημάτιζε «Π» παραπλεύρως της Αγίου Μελετίου, ανάμεσα στις οδούς Αχαρνών και Φυλής. Μεγάλωσε μαζί με το αδελφό του Σπύρο σε ένα περιβάλλον αστικού ήθους και πνευματικής καλλιέργειας, όπως τα όριζαν προπολεμικά τα μεσοανώτερα κοινωνικά στρώματα των επιστημόνων και διανοούμενων.
Ο πατέρας του Γεώργιος, γιος του νομικού και διδάκτορα το 19ο αιώνα του Πανεπιστήμιο Αθήνας Σπυρίδωνα Σημίτη, ήταν δικηγόρος του Πειραιά, ενώ διετέλεσε καθηγητής στην Ανωτάτη Εμπορική. Η μητέρα του Φανή, θυγατέρα του γιατρού Κωνσταντίνου Χριστόπουλου, γνωστού ως Χριστά , -αρχίατρου στους βαλκανικούς πολέμους και ευεργέτη του Δήμου Πύργου Ηλείας- ήταν από τις πρωτοπόρες χειραφετημένες γυναίκες της εποχής της , που υπεράσπιζε τα δικαιώματα του φύλου της. Και οι δυο γονείς του είχαν υιοθετήσει το πνεύμα του Διαφωτισμού, ήταν προοδευτικοί φιλελεύθερο , αντιμοναρχικοί, οπαδοί ενός κινήματος ουμανιστικού σοσιαλισμού. Αμφότεροι επί ναζιστικής κατοχής προσχωρήσαν ενεργά στη αντίσταση εναντίον των κατακτητών μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ.
Με την ηρωική πράξη τους εμφύσησαν στα μικρά τότε παιδιά τους το πνεύμα της δικαιοσύνης και της ανιδιοτελούς αγωνιστικής διεκδίκησης. Ο πατέρας του υπήρξε αντιπρόσωπος του Πειραιά στην εθνοσυνέλευση της ΕΑΜικής κυβέρνησης του Βουνού στους Κορυσχάδες Ευρυτανίας. Έγινε γενικός διοικητής της Ρούμελης, ενώ η μητέρα του υπεύθυνη διαφώτισης την ίδια περιοχή. Και οι δυο μπήκαν στην απελευθέρωση της Λαμίας το 1944. Εκείνο το ιστορικό στιγμιότυπο αποτυπώθηκε φωτογραφικά και κόστισε οδυνηρά στην οικογένεια Σημίτη στη βάναυσα εκδικητική περίοδο κατά των έντιμων αγωνιστών, που ακολούθησε
Πολλά χρόνια αργότερα, όντας πρωθυπουργός, ο Κώστας Σημίτης συνάντησε το 1998 στη Λαμία τον επιζώντα ονομαστό αντιστασιακό ιερέα παπά-Ανυπόμονο, κατά κόσμο Γερμανό Δημάκη. Είχε τότε εκμυστηρευτεί ότι «ο πόλεμος καθόρισε τα παιδικά μου χρόνια. Ήταν μια αξέχαστη και συγκλονιστική περιπέτεια». Μετά την απελευθέρωση της χώρας από τον γερμανικό ζυγό, στα πρόθυρα του εμφυλίου οι γονείς του υπέστησαν διωγμούς και κατατρεγμούς που τους ανάγκασαν να κρυφτούν και να περάσουν επί ενάμιση χρόνο στην παρανομία αλλάζοντας συνεχώς σπίτια και ονόματα. Τα παιδιά βρήκαν στέγη και θαλπωρή στον παππού και την γιαγιά από τη πλευρά τη μάνας τους.
Ο μικρός Κώστας είχε μόλις ξεκινήσει να πηγαινοέρχεται με τα πόδια στο Πειραματικό σχολείο της οδού Σκουφά, το τρίο του οποίου δεν είχε αποκατασταθεί ακόμη από τα καταστροφικά δεινά του πολέμου. Τα μαθήματα διεξάγονταν τότε στο παράτημα της Τσακάλωφ και μέσα στον ναό του Αγίου Διονυσίου. Χαμηλών τόνων, αλλά πανέξυπνος με πρώιμο κριτικό πνεύμα εντόπισε γρήγορα τις εκπαιδευτικές αδυναμίες, κυρίως στην απαγορευτική ανάπτυξη αυτόνομης άποψης από τους μαθητές.
Έκανε τότε παρέα με τον συμμαθητή του Ν.Πουλαντζά από την Πλατεία Βάθης, τον μετέπειτα καθηγητή κοινωνιολογίας και μαρξιστή φιλόσοφο που αυτοκτόνησε στα 43 του χρόνια στο Παρίσι. Διέξοδο στην εξαντλητική ατονία της διδασκαλίας του σχολειού ο Σημίτης βρήκε εκείνα τα νεανικά του χρόνια στα ξενόγλωσσα γερμανικά και γαλλικά βιβλία, καθώς οι γονείς του είχαν προνοήσει να διδαχτεί από πιτσιρικάς ξένες γλώσσες. Με το απολυτήριο του Γυμνασίου έφυγε για νομικές σπουδές απ’ ευθείας στη Γερμανία. Εκεί ανάπτυξε το κριτικό του πνεύμα μελετώντας τους θεσμούς των δυτικών κοινωνιών και ανιχνεύοντας εξονυχιστικά τις διαφορές τους με την ελληνική παθογένεια.
Πήρε πτυχίο από το αρχαιότερο δημόσιο προτεσταντικό Πανεπιστήμιο στον κόσμο με έτος ίδρυσης το 1527 της μικρής γερμανικής πόλης, του Μάρμπουργκ στο κρατίδιο της Έσσης. Επέστρεψε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Παρουσιάστηκε στην Κόρινθο όπου τον προετοίμαζαν, παρά τα πτυχία και τα διπλώματάα του, για μια θητεία σκουπιδιάρη και καθαριστή στις τουαλέτες, κοινώς Καλλιόπες, στα στρατόπεδα ανεπιθύμητων όπου προόριζαν να τον μεταθέσουν. Το ότι νονός του ήταν ο πρίγκιπας Νικόλαος ήταν άνευ σημασίας για τους μονόχνωτους καραβανάδες.
Πράγματι τον είχε βαφτίσει ο γαλαζοαίματος ελάσσων πρίγκιπας, θεατρικός συγγραφέας και ζωγράφος που υπέγραφε ως “Νικόλα Λεπρένς” ο οποίος είχε απαρνηθεί κάποια κληρονομικά προνόμια του εγχώριου στέμματος. Υπήρξε φίλος του Γεώργιου Σημίτη του από την εποχή του μεσοπόλεμου, όταν παρά τον εθνικό διχασμό οι διανοούμενοι των αντιπάλων παρατάξεων διατηρούσαν μια ανεκτικότητα, που δεν απέκλειε τη φιλία, στις μεταξύ τους επαφές. Εν τέλει, χάρη στις γνωριμίες του πατέρα του και τη διαμεσολάβηση κάποιου θείου στρατηγού, ενδεχομένως αδελφού ή εξάδελφου του Γεώργιου Σημίτη, τον έκαναν χαριστικά τουφεκιοφόρο – γραφέα. Την έβγαλε στα μαλακά. Αλλά ο φάκελος των «κομμουνιστικογεννών» γονιών του και του ίδιου ως εμπλεκομένου με την ΕΠΟΝ, τον ακολουθούσε.
Τον παρακολουθούσαν οι διάσπαρτοι ρουφιάνοι μέχρι που πήρε το στρατιωτικό απολυτήριο. Έφυγε αυτομάτως για την Αγγλία για να παρακολουθήσει μαθήματα στα οικονομικά και στις πολιτικές επιστήμες.Εκεί γνώρισε το 1961 την ιδανική σύντροφο μιας παντοτινής ζωής. Συνδέθηκε και ταίριαξε απόλυτα με την Δάφνη, κόρη του Ευάγγελου Αρκαδίου και της Μαρίας Γαρουφαλιά, υπάλληλου του υπουργείου υγείας. Από τη μεριά της η μητέρα της ανήκε σε επώνυμη ιστορική οικογένεια της Άρτας. Ήταν ανιψιά του βασιλόφρονα ταυτισμένου με τα ανάκτορα Πέτρου Γαρουφαλιά, τον οποίο είχε παντρέψει ο Γεώργιος Παπανδρέου με τη Μαριάνθη, χήρα του βιομήχανου μπύρας Ιωάννη Φιξ. Μεταπολιτευτικά ο Γαρουφαλιάς διατέλεσε ηγέτης ακροδεξιού φιλοχουντικού κόμματος.
Αλλά τι σημασία είχαν τα σόγια για το ερωτευμένο ζευγάρι; Παντρεύτηκαν τον Αύγουστο του 1964 τρία χρόνια μετά τη πρώτη τους γνωριμία. Έφεραν στο κόσμο δυο κόρες, την Φιόνα και την Μαριλένα και έζησαν αρμονικά μια ολόκληρη ζωή 63 χρονών με προσωπική ακεραιότητα και δημοκρατική συνέπεια.
Ήταν η σύζυγός του Δάφνη ο επίκουρος, ενισχυτής και παντοτινός ενθαρρυντικός υποστηρικτής του Κώστα Σημίτη. Η γυναίκα που έμεινε δυόμιση μήνες σιωπηλή στην απομόνωση των χουντικών κρατητηρίων , όταν ο άνδρας της καταζητούταν για διανομή προκηρύξεων και παράτολμη τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών στη περίοδο τη δικτατορίας. Ήταν η σύντροφος που κράτησε συνεκτικά σαν ακλόνητος βράχος την οικογένεια τους όταν εκείνος δραπέτευσε στο εξωτερικό το 1969 για να αποφύγει τη σύλληψη, τη φυλάκιση και τα βασανιστήρια, με πλαστό διαβατήριο και το ψευδώνυμο Μάρκο Βεντούρα.
Ήταν το έμπιστο ασφαλές και έμπιστο παρηγορητικό καταφύγιο του σε πολιτικές κόντρες, αντιπαραθέσεις, αναζητήσεις και αντιξοότητες. Όπως και να ΄χει παρά τις όποιες αμφισβητήσεις στη συνολικότερη αποτίμησή του, ο διαρκώς ανήσυχος, ακάματα σκεπτόμενος και επίμονα μαχητικός Κώστας Σημίτης άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμα του κατά την πολιτική του διαδρομή. Ήταν ένα τολμηρός μεταρρυθμιστής, μια ξεχωριστή πολιτική προσωπικότητα που σφράγισε με τις επιλογές του τη χώρα. Σίγουρα δεν ήταν αψεγάδιαστος. Ο κομβικός πρωθυπουργός του καιρού του που κληροδότησε μια καλύτερη χώρα από αυτή που παρέλαβε.