Σεπτέμβριος 1968 το Παλέ ντε Σπορ σείεται. Η Σοφία Βέμπο ανεβαίνει στη σκηνή και το γήπεδο παραληρεί. Μεγάλος αριθμός θαυμαστών της μένει απέξω και πολλοί κλαίνε που την ακούν, αλλά δεν μπορούν να τη δουν.

Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
Και τη σκούφια την ψιλή του
Μ’ όλα τα φτερά
Και μια νύχτα με φεγγάρι
Την Ελλάδα πάει να πάρει
Βρε το φουκαρά… τον μακαρονά
Η φωνή της Ελλάδας, η τραγουδίστρια της νίκης, στέκεται αγέρωχη μπροστά στο μικρόφωνο και οι θεατές από τη Θεσσαλονίκη και όλη τη Μακεδονία ξεσπούν σε ζωηρά και παρατεταμένα χειροκροτήματα. Η Βέμπο αρχίζει από την αρχή και ξαναρχίζει και ξαναρχίζει…ώρα μετά κατάφερε να ολοκληρώσει το τραγούδι.
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να ‘ρθετε ξανά…..

«Η Σοφία Βέμπο τραγούδαγε την Ελλάδα κι όλη η Ελλάδα τραγουδούσε μαζί της». Η Θεσσαλονικιά Κατερίνα Πετρίδου, φωτογράφος, βιογράφος και συλλέκτρια κειμηλίων ήταν για 28 χρόνια στενή φίλη της τραγουδίστριας της Ελλάδας και δεν θα μπορούσε να την περιγράψει καλύτερα. Στα ταξίδια της στην Αθήνα φιλοξενούνταν από τη Βέμπο και μέσα από το ιστολόγιο που έχει φτιάξει παρουσιάζει ανέκδοτες ιστορίες και φωτογραφίες της ερμηνεύτριας.
Η Βέμπο της εμπιστεύτηκε σπάνια χειρόγραφα, γράμματα, ανέκδοτες φωτογραφίες, παρτιτούρες, πλάκες γραμμοφώνου, λευκώματα, αλλά και φορέματά της, κοσμήματα, προσωπικά αντικείμενα, που η κ. Πετρίδου φύλαξε και φυλάει ως πολύτιμη παρακαταθήκη, ως ανάμνηση από τη φίλη, ως ένα κομμάτι της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας. Και μέρος αυτών παραχώρησε ασμένως στο Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης για να εκτεθούν για πρώτη φορά στο κοινό. Στο υπόγειο του Μουσείου μία μεγάλη αίθουσα είναι αφιερωμένη στη Βέμπο. Επιπλέον η κ. Πετρίδου έγραψε τη βιογραφία της ερμηνεύτριας και το βιβλίο «Σοφία Βέμπο – Τραγούδαγε την Ελλάδα κι όλη η Ελλάδα τραγουδούσε μαζί της», περιλαμβάνει προσωπικές αναμνήσεις, ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό, αλλά και ένα CD με 24 σπάνια τραγούδια.

Γεννημένη στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης στις 10 Φεβρουαρίου του 1910, η Σοφία Μπέμπου, βρίσκεται με την οικογένειά της στην Τσαριτσάνη της Λάρισας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και μετά στον Βόλο. Μόλις 20 χρόνων φεύγει για τη Θεσσαλονίκη, όπου ξεκινά εμφανίσεις ως Βέμπο πλέον στο κέντρο «Αστόρια Β», στη γωνία των οδών Λεωφόρου Νίκης και Αγίας Σοφίας-εκεί που σήμερα βρίσκεται το Garcon. Στη Θεσσαλονίκη έμεινε τρία χρόνια και το 1933 μετακομίζει στην Αθήνα, όπου συμμετέχει στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933», ενώ σχεδόν ταυτόχρονα υπογράφει δισκογραφικό συμβόλαιο με την εταιρεία Columbia. Η ιδιαίτερη χροιά της φωνής της, την κάνει αμέσως να ξεχωρίζει.
Οκτώβριος του 1940 ξεσπά ο πόλεμος και η Βέμπο φεύγει για το μέτωπο. Τραγουδά στους στρατιώτες άλλοτε πατριωτικά κι άλλοτε σατιρικά τραγούδια. Τραγουδά για να τονώσει το εθνικό τους φρόνημα, να τους εμψυχώσει, να τους στείλει το μήνυμα πως η Ελλάδα ολόκληρη είναι μαζί τους. Φεύγει στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής και τραγουδά κι εκεί, κάνει συναυλίες στην Αμερική, για τα «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε».

Η Βέμπο δεν φοβήθηκε ποτέ τον εχθρό, κανέναν εχθρό. Η κ. Πετρίδου διασώζει μια ιστορία που έρχεται από τα ταραγμένα χρόνια της Χούντας. «Το 1972 μια στιγμή που σημάδεψε τη ζωή της είναι η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Καθώς το διαμέρισμά της βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο Πολυτεχνείο, παρακολουθούσε από το μπαλκόνι της τα γεγονότα και αναπολούσε τους δικούς της αγώνες ενάντια στην τυραννία. Και όταν κυνηγημένοι φοιτητές ζήτησαν άσυλο και καταφύγιο στο διαμέρισμά της, εκείνη ανταποκρίθηκε άμεσα. Το γεγονός διαδίδεται από στόμα σε στόμα και σε λίγο η Αστυνομία τής χτυπά την πόρτα. “Ναι, έχω ανοίξει το σπίτι μου κι έχω δεχθεί τα παιδιά. Τα παιδιά είναι υπό την προστασία μου. Εγώ δεν φοβήθηκα τον Μουσολίνι, δεν φοβήθηκα τον Χίτλερ, θα φοβηθώ τώρα τους δικούς μου; Θα φοβηθώ τώρα εσάς; Και τώρα δρόμο, τα παιδιά είναι υπό την προστασία μου”. Μ’ αυτή τη γενναία πράξη έπεσε η αυλαία των εθνικών της προσφορών. Η εφημερίδα Observer Review του Λονδίνου έγραψε σχετικά: “Κανείς δεν τόλμησε να αγγίξει τον θρύλο. Ούτε η σημερινή κυβέρνηση, η οποία έκλεισε τα μάτια όταν η Βέμπο έδωσε άσυλο σε φοιτητές κατά τη διάρκεια των τελευταίων ταραχών του Πολυτεχνείου. Αψηφώντας τη Χούντα, άνοιξε το διαμέρισμά της κι απέτρεψε τη σύλληψή τους. Η Χούντα των Συνταγματαρχών δεν τόλμησε να την αγγίξει”».

Η Σοφία Βέμπο αγαπούσε το θέατρο, τη μουσική, την Ελλάδα. Τον Ιούνιο του 1950 άνοιξε το δικό της θέατρο, το οποίο είχε το όνομά της και στο σανίδι έπαιξε μερικές σπουδαίες επιθεωρήσεις. «Βίρα τις άγκυρες», «Η ταμπακιέρα», «Τάκου τάκου ο αργαλειός μου», «Ο άνθρωπός μου», είναι μερικές από αυτές. Αγάπησε όμως και τον κινηματογράφο και συμμετείχε στην ταινία «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη το 1954, ερμηνεύοντας τα τραγούδια σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, «Ο μήνας έχει 13» και «Το φεγγάρι είναι κόκκινο».

Αγάπησε πολύ και τον στιχουργό Μίμη Τραϊφόρο με τον οποίο ήταν ζευγάρι από το 1940. Κι εκείνος την αγάπησε πολύ, της έγραψε μάλιστα ένα γράμμα που αργότερα μελοποιήθηκε κι είναι το πολύ γνωστό τραγούδι «Ας ερχόσουν για λίγο», το οποίο ερμήνευσε η Δανάη Στρατηγοπούλου. Παντρεύτηκαν το 1957 κι έμειναν μαζί ερωτευμένοι και αχώριστοι ως το Σάββατο 11 Μαρτίου του 1978, όταν η Βέμπο υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και η φωνή της σίγησε για πάντα. Ο θάνατος τη βρήκε σε ηλικία 68 χρόνων και η κηδεία της μετατράπηκε σε πάνδημο συλλαλητήριο.

Ο επίλογος ανήκει και πάλι στην Κατερίνα Πετρίδου: «Κι ακολούθησαν η πικρή σιωπή και οι στίχοι του συζύγου της Μίμη Τραϊφόρου: “Σοφία μου αλύγιστη, η δόξα σου είναι τόση, που δεν μπορεί, δεν γίνεται πιο πάνω να ψηλώσει. Και η ψυχή σου ανέβηκε τόσο ψηλά απ΄το σώμα, που είσαι, Σοφία μου, ουρανός, δεν είσαι πλέον χώμα”».
Ο Τραϊφόρος την ακολούθησε ακριβώς 20 χρόνια μετά. Πέθανε στις 28 Μαρτίου 1998 και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου και η Σοφία του…




