Για πτυχές αντισυνταγματικότητας του νόμου που αφορά την τεκμαρτή φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών μίλησε ο Προκόπης Παυλόπουλος σε εκδήλωση που διοργάνωσε η συντονιστική Επιτροπή των Ελευθέρων Επαγγελματιών-Επιστημόνων- Επαγγελματοβιοτεχνών- Εμπόρων.
Δεν νοείται πλασματικό εισόδημα, επεσήμανε. Όπως είπε, μπορούν να υπάρξουν τεκμήρια αλλά θα πρέπει να υιοθετείται με τρόπο «αόριστο», όχι ατομικό και να ανταποκρίνεται στην κοινή πείρα. Παράλληλα, θα πρέπει να είναι μαχητό. Αν είναι αμάχητο είναι αντισυνταγματικό.
Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο υπολογίζει το ελάχιστο εισόδημα και το συνδέει με τον μισθό αυτών που απασχολεί ο επαγγελματίας. Ετσι συνδέει μισθωτούς-ελεύθερους επαγγελματίες, παρότι το καθεστώς των δυο είναι εντελώς διαφορετικό.
Από πλευράς του ο Ευάγγελος Βενιζέλος υπογράμμισε ότι «δεν μπορεί ο νομοθέτης να ισοπεδώνει με την νομοθεσία συλλήβδην τους φορολογούμενους, αν δεν καταπέσει δικαστικά ο νέος νόμος δεν θα έχουμε πετύχει κανενός είδους νίκη».
«Έχει πει η νομολογία του ΣτΕ κάτι πολύ σημαντικό. Ότι η εισαγωγή ενός τεκμηρίου το οποίο είναι μαχητό δεν συνιστά αυτό που συνήθως λένε οι νομικοί, αντιστροφή του βάρους της απόδειξης. Δεν μετατίθεται το βάρος της απόδειξης για την φορολογητέα ύλη από τη φορολογική διοίκηση στον φορολογούμενο. Το βάρος της απόδειξης εξακολουθεί να το φέρει η φορολογική διοίκηση. Το μαχητό τεκμήριο έχει πει η νομολογία το ΣτΕ συνιστά κανόνα εκτίμησης των αποδείξεων εν τέλει από το δικαστή αλλά όχι ριζική αντιστροφή του βάρους της απόδειξης. Εδώ νομίζω ότι θεμελιώνεται με απλό και πρακτικό τρόπο αυτό που ακούσαμε να λέγεται τεκμήριο φορολογικής ειλικρίνειας. Το βάρος της απόδειξης εξακολουθεί να βαραίνει την φορολογική Αρχή. Έστω και αν εισάγονται ειδικότεροι κανόνες» ανέφερε ο Ευαγγελος Βενιζελος.
Οπως ανέφερε ο πρώην Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και καθηγητής συνταγματικού δικαίου, «η νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας αποδέχεται την ευχέρεια του νομοθέτη να θεσπίσει φορολογικά τεκμήρια και να ασκεί έλεγχο για φοροδιαφυγή, αυτά όμως τα τεκμήρια οφείλουν να ανταποκρίνονται σε αυτό που ο δικαστής προσλαμβάνει σαν κοινή πείρα. Τα τεκμήρια οφείλουν να είναι μαχητά, το βάρος όμως της απόδειξης της ενδεχόμενης ανειλικρίνειας το φέρει η φορολογική αρχή, όχι ο ελεγχόμενος. Ο νέος νόμος προσκρούει και στην στην κοινή πείρα αλλά και στην νομολογία του ΣτΕ, καθώς εξομοιώνει φορολογικά μισθωτούς – ελεύθερους επαγγελματίες, πρόκειται όμως για δύο διαφορετικά οικονομικά υποκείμενα… Το να λέει το κράτος στον φορολογούμενο έλα να σε ελέγξω αν αμφισβητήσεις το τεκμήριο παραβιάζει τουλάχιστον δύο θεμελιώδη δικαιώματα, της δικαστικής ακρόασης και της δίκαιης δίκης. Παράλληλα, ο νομοθέτης σε «απειλεί» αν θέλεις να αντιστρέψεις το τεκμήριο επιχειρώντας να κάνει μία συναλλαγή με τον φορολογούμενο».
Τέλος ο Θεόδωρος Φορτσάκης, Καθηγητής Φορολογικού Δικαίου ΕΚΠΑ και πρώην Βουλευτής Επικρατείας, επισήμανε μεταξύ άλλων ότι «τα νέα τεκμήρια όπως είναι διατυπωμένες οι διατάξεις του νόμου είναι ουσιαστικά αμάχητα αν και θεωρητικά είναι μαχητά. Δεν είναι δυνατόν επίσης να σου λέει το κράτος αν πλήρωσε αν θες να αποφύγεις τον έλεγχο και τους μπελάδες, δεν μπορεί ο έλεγχος να είναι μία απειλή από την πλευρά του κράτους… Πρέπει να δώσουμε βάση στις έννοιες της φορολογικής δικαιοσύνης και της καλλιέργειας της φορολογικής συνείδησης».