Όπως θα υπογραμμιστεί στην συνέχεια, ο Μεταψυχροπολεμικός προσανατολισμός των μεγάλων δυνάμεων δεν οδήγησε σε κρατοκεντρικές ορθολογιστικές αποφάσεις διεθνούς διακυβέρνησης κοινών κινδύνων όπως ο κίνδυνος πυρηνικού ολοκαυτώματος και άλλοι κίνδυνοι που απορρέουν από τις τεχνολογικές εξελίξεις.
Όπως επισημαίνεται στην συνέχεια, τα ζητήματα αυτά καταμαρτυρήθηκαν με τον πόλεμο της Ουκρανίας και κορυφώθηκαν με τον πόλεμο της Μέσης Ανατολής που εξελίχθηκε σε πόλεμο Ισραήλ-Ιράν.
Για τους μυημένους στα άδυτα της πυρηνικής στρατηγικής είναι γνωστό πως η πλέον κατασταλαγμένη αντίληψη στην στρατηγική ανάλυση, όπως εξάλλου κατοπτρίζεται στο στρατηγικό δόγμα των κρατών που κατέχουν πυρηνικά όπλα, είναι η αποτροπή του πολέμου και όχι η «διεξαγωγή μάχης» με πυρηνικά όπλα. Για να γίνει αυτό κατανοητό είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε σε φιλοσοφικά και τεχνικά ζητήματα που αφορούν την πυρηνική ισχύ στο σύγχρονο διεθνές σύστημα.
Βασικό ζήτημα που συζητήθηκε επί δεκαετίες, ήταν η εξόχως αμφιλεγόμενη στάση των πυρηνικών δυνάμεων όσον αφορά τη διασπορά των πυρηνικών όπλων. Συνοψίζεται η διαδρομή αυτού του ζητήματος σε γενικές γραμμές: Σε πρώτη φάση, προτάσεις που έγιναν στον ΟΗΕ αμέσως μετά την ίδρυσή του για να υπάρξει πυρηνικός αφοπλισμός ή διεθνής έλεγχός τους δεν γίνονται αποδεκτές. Έτσι, αναπόφευκτα, οι πυρηνικές δυνάμεις σύντομα εισήλθαν στη διαδικασία πυρηνικής εξισορρόπησης, διεύρυνσης της πυρηνικής τους ισχύος λόγω τεχνολογίας, πρόκληση φοβερών διλημμάτων ασφαλείας που ελάχιστα σχετίζονται με τα αντίστοιχα διλήμματα ασφαλείας στις συμβατικές διακρατικές σχέσεις, έντονο εξοπλιστικό ανταγωνισμό και αντιπαράθεση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πυρηνικό ολοκαύτωμα.Σε δεύτερη φάση, οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση, εν μέσο Ψυχρού Πολέμου συμφωνούν τη δεκαετία του 1950 στη σύνταξη μιας συνθήκης μη διασποράς των πυρηνικών όπλων, η οποία όμως αφορούσε τους άλλους και όχι τα δύο αυτά κράτη. Σε κάθε περίπτωση, αν και σε έντονο υπαρξιακό ανταγωνισμό, συμφωνούν πως είναι προς το συμφέρον αμφοτέρων να μη διαδοθούν τα πυρηνικά όπλα σε άλλα κράτη. Έκτοτε, βρισκόμαστε στο ίδιο βασικά σημείο:
α) Τα περισσότερα κράτη πείθονται ή υποχρεώνονται να υπογράψουν τη συνθήκη μη διασποράς των πυρηνικών όπλων.
β) Στο πλαίσιο αυτό οι ΗΠΑ συμπεριέλαβαν τους ευρωπαίους συμμάχους τους. Όμως η Γαλλία αντέδρασε με το επιχείρημα πως η πυρηνική συμμαχία είναι παραλογισμός. Όπως το έθεσε ο στρατηγός Ντε Γκόλ, «ποτέ οι ΗΠΑ δεν θα διακινδυνέψει την Νέα Υόρκη για να σώσει το Παρίσι». Έτσι, συνεχίζει το εξοπλιστικό του πρόγραμμα που έφερε τη Γαλλία σε τροχιά σύγκρουσης ή έντονων αντιπαραθέσεων με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία επί πολλές δεκαετίες. Σταδιακά, αναγνωρίστηκε η σημασία των γαλλικών πυρηνικών όπλων μόλις σε μια ανακοίνωση του ΝΑΤΟ το 1975. Η Γαλλία έγινε ισότιμο πυρηνικό κράτος μόλις το 1995.
Η τελευταία, στο πλαίσιο της ειδικής της σχέσης με τις ΗΠΑ δέχθηκε τις αμερικανικές προτάσεις με αποτέλεσμα αφενός να συγκρουστεί μετωπικά με τη Γαλλία και να καθυστερήσει η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα κα αφετέρου να συνδεθεί ακόμη περισσότερο με τις ΗΠΑ μετά την αμφιλεγόμενη Συμφωνία του Νασάου. Παράλληλα, η κρίση αυτή γύρω από τα πυρηνικά όπλα προσδιόρισε και τη μελλοντική –μέχρι και τις μέρες μας– φυσιογνωμία της ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας.
γ) Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν έγινε εμπόδιο για να συνεχιστούν οι πιέσεις κατά άλλων κρατών να μη προχωρήσουν στην απόκτηση πυρηνικών όπλων. Έτσι, οι ΗΠΑ αντέδρασαν έντονα όταν η Κίνα απέκτησε πυρηνική ικανότητα. Όπως έγινε γνωστό αργότερα, είχε τεθεί και θέμα πυρηνικής επίθεσης για να σταματήσει η πυρηνικοποίηση του Πεκίνου. Παρόμοιες ήταν οι στάσεις όσον αφορά την Ινδία, το Πακιστάν και οποιοδήποτε άλλο κράτος προσπάθησε να αποκτήσει πυρηνικά όπλα.
Συνολικά, ισχύει ο εξής κανόνας: Στο στάδιο της απόκτησης πυρηνικών όπλων οι υπόλοιπες «αναγνωρισμένες» πυρηνικές δυνάμεις ασκούν αφόρητες πιέσεις και απειλούν το υποψήφιο κράτος. Μόλις όμως το κράτος αυτό είναι επιχειρησιακά ικανό να επιφέρει πυρηνικό πλήγμα αρχίζει μια διαδικασία εξομάλυνσης που οδηγεί στην αναγνώριση των τετελεσμένων.
δ) Έστω και αν υπάρχουν οι πιο πάνω κανονιστικές και θεσμικές ρυθμίσεις, καθώς και άλλες όπως η απαγόρευση των αντιβαλλιστικών πυραύλων και η απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών στην ατμόσφαιρα, μπροστά στο ζήτημα της πυρηνικής ισχύος και της έναρξης ενός πυρηνικού πολεμου ο άνθρωπος παραμένει περιδεής. Απλώς, η τρομακτικές συνέπειες ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος δεν χωράνε στο μυαλό κανενός ανθρώπου, είτε αυτός είναι πολιτικός ηγέτης μεγάλου κράτους είτε απλός άνθρωπος.
Ουσιαστικά, αυτό το δέος του ανθρώπου μπροστά στην πυρηνική ισχύ, είχε τις εξής συνέπειες:
Πρώτο, το πυρηνικό όπλο ήταν και συνεχίζει να είναι όπλο αποτροπής του πολέμου και όχι όπλο διεξαγωγής μάχης. Εξ ου και οι εκατέρωθεν απειλές χρήσης πυρηνικών όπλων στην περίπτωση του πολέμου της Ουκρανίας καταμαρτυρούν ότι η απουσία εδραίων διεθνών συμφωνιών και διεθνών Συνθηκών είναι μια μεγάλη παθογένεια της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής.
Δεύτερο, η κατοχή «μικρών» πυρηνικών όπλων, ιδιαίτερα στο θέατρο της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, πρόβλεπε μόνο υποθετικά τη χρήση τους, εξ ου και οι πολλές και ποικιλόμορφες στάσεις των ευρωπαϊκών κρατών στο παρελθόν για την αξιοπιστία του δόγματος της ευλύγιστης ανταπόδοσης της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Τρίτο και συναφές, όταν η πολιτική ένταση μεταξύ των τότε δύο υπερδυνάμεων έφτασε στο αδιέξοδο και όταν με τη βοήθεια της τεχνολογίας βελτιώθηκε η ακρίβεια των πυρηνικών όπλων και ο αριθμός των πυρηνικών κεφαλών που μπορούσε να μεταφέρει κάθε πυραυλικό όχημα, τα δύο κράτη εισήλθαν στη λογική του πολέμου (δεκαετία του 1970 και αρχές της δεκαετίας του 1980). Η κρίση οξύνθηκε σε εκρηκτικό σημείο για δύο κυρίως λόγους: Την αντιπαράθεση για την εγκατάσταση εκατέρωθεν των «ευρωπυραύλων» (ουσιαστικά γύρω από αυτή τη σκληρή αντιπαράθεση παίχθηκε το μέλλον της Ευρώπης αλλά και του κόσμου συνολικά) και την διεξαγωγή «νοερών» σεναρίων πυρηνικής μάχης, πρώτου κτυπήματος και ενδοπολεμικής πυρηνικής αποτροπής.
Τέταρτο, ο πρώην πρόεδρος Ρήγκαν, ο οποίος δήλωσε πως δεν μπορούσε να συνεχίσει να ζει με την πυρηνική απειλή να επικρέμαται επ’ άπειρο ως Δαμόκλειος σπάθη θέτει το 1981 την ΕΣΣΔ προ μιας μεγάλης τεχνολογικής, εξοπλιστικής και βιομηχανικής πρόκλησης: Αρχίζει την «Αμυντική Στρατηγική Πρωτοβουλία» (SDI) ή «Πόλεμο των Άστρων» με την οποία δρομολόγησε τη σύγκαιρη ουσιαστική εγκατάλειψη της Συνθήκης για τους Αντιβαλλιστικούς πυραύλους του 1972.
Στο σημείο αυτό, σημειώνω πως η λεγόμενη «ισορροπία του τρόμου» ή «στρατηγική αμοιβαίας καταστροφής («mutual assured destruction» ή «MAD»), σήμαινε βασικά δύο πράγματα: Πως αμφότερα τα κράτη ήταν ευάλωτα στους εκατέρωθεν βαλλιστικούς πυραύλους (εξ ου και η συμφωνία για απαγόρευση των αντιβαλλιστικών πυραύλων που όπως έδειξαν οι πόλεμοι της δεκαετίας του 2020 σταδιακά αποδυναμώθηκε λόγω τεχνολογίας) και πως τα δύο κράτη συνεχίζουν αφενός να εξομαλύνουν τις μεταξύ τους σχέσεις και να μειώνουν σταδιακά τον αριθμό των βαλλιστικών πυραύλων. Σε κάθε περίπτωση, συνέχισαν να έχουν δυνατότητες δεύτερου κτυπήματος. Δηλαδή, η επίθεση του ενός κράτους επί του άλλου δεν θα μπορούσε να καταστρέψει όλα τα όπλα του οπότε αυτός που δέχτηκε πρώτος την επίθεση θα είχε δυνατότητα να αντεπιτεθεί και να καταστρέψει τον επιτιθέμενο. Κατά συνέπεια, οι δύο αντίπαλοι ήσαν αμοιβαία όμηροι των εκατέρωθεν πυρηνικών όπλων με αποτέλεσμα μέχρι τις μέρες μας να έχει αποτραπεί μια πυρηνική σύγκρουση.
Πέμπτο, η πυρηνική ισχύς είχε διττό πολιτικό αποτέλεσμα: Αφενός σταθεροποίησε τις σχέσεις μεταξύ των πυρηνικών δυνάμεων επειδή υπήρχε ο φόβος πως ακόμη και μια απλή συμβατική σύγκρουση θα οδηγούσε σε κλιμάκωση της κρίσης και πυρηνικό ολοκαύτωμα. Αφετέρου, αποδεσμεύτηκαν δυνάμεις που μετάθεσαν το πεδίο αντιπαράθεσης στις περιφέρειες. Το ζήτημα αυτό το έχει αναλύσει εμβληματικά ο John Mearsheimer στο εμβληματικό του έργο Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων (Εκδόσεις Ποιότητα).
Έκτο, η προαναφερθείσα τριπλή πρόκληση του προέδρου Ρήγκαν την δεκαετία του 1980 ουσιαστικά «γονάτισε» οικονομικά και στη συνέχεια διέλυσε ιδεολογικά και θεσμικά το Σοβιετικό κράτος. Στην προσπάθεια εξορθολογισμού της σοβιετικής οικονομίας για να αντιμετωπίσει την πρόκληση ανέρχεται στην εξουσία το πρόεδρος Γκορμπατσώφ που παρέμεινε μέχρι και την κατάρρευση του Σοβιετικού εποικοδομήματος κάτω από το βάρος των αντιθέσεών του.
Έβδομο, αν και οι πιο πάνω εξελίξεις στιγμάτισαν τον Ψυχρό Πόλεμο και ανέδειξαν τα διλήμματα της πυρηνικής εποχής, το πυρηνικό όπλο παρέμεινε πάντοτε ένα όπλο αποτροπής και όχι χρήσης στο πεδίο της μάχης:
Κάθε σώφρων άνθρωπος που μελέτησε τα προβλήματα της πυρηνική στρατηγικής –έστω και με αποχρώσεις διαφωνιών– κατέληγε στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει πολιτικός σκοπός που θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί από την αποδέσμευση της πυρηνικής ισχύος ως «συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». Ο μόνος νοητός σκοπός της πυρηνικής ισχύος, λοιπόν, είναι η αποτροπή του πυρηνικού πολέμου και όχι η επίτευξη τακτικών στρατιωτικών σκοπών.
Υπό αυτό το πρίσμα, ακόμη και υπαινιγμός για χρήση πυρηνικών όπλων συνιστά απομάκρυνση από πάγιες πολιτικά και στρατηγικά ορθολογιστικές αντιλήψεις περί πυρηνικής ισχύος. Αξίζει να προστεθεί, βεβαίως, πως σκέψεις ή ακόμη περισσότερο ενέργειες προς αυτή τη κατεύθυνση είναι αδιανόητες και πολιτικά ανεύθυνες επειδή ξεφεύγουν το έσχατο εθνικό συμφέρον κάθε κράτους, δηλαδή την επιβίωσή: Οτιδήποτε θα μπορούσε να οδηγήσει στην γένεση θανάσιμων προβλημάτων που θα θέτουν σε κίνδυνο το διακρατικό σύστημα και τα μέλη του εκφεύγει κάθε νοητού πολιτικού σκοπού. Η χρήση, έστω και περιορισμένη, πυρηνικών όπλων θα σήμαινε πως ένα τεράστιο άλμα προς το άγνωστο για όλα τα κράτη.
Ουσιαστικά, η κρατούσα στρατηγική αντίληψη πως η αποτροπή αποτελεί το μόνο νοητό πολιτικό σκοπό της πυρηνικής ισχύος συναρτάται με δύο ζητήματα τα οποία αναλύσαμε εκτενώς σε άλλες περιπτώσεις:
Πρώτο, το γεγονός πως τα κράτη λειτουργούν και σκέφτονται πολιτικά και στρατηγικά ορθολογιστικά με όρους επιβίωσης και αυτοσυντήρησης. Για να το πούμε όρους στρατηγικής θεωρίας, πάνω στην πλάστιγγα κόστους/οφέλους εναλλακτικών αποφάσεων δεν υιοθετούν απόφαση που προκαλεί κόστος, ιδιαίτερα απόφαση το κόστος της οποίας είναι ο θάνατος του κράτους. Ένας λοιπόν πυρηνικός πόλεμος που ενδεχομένως θα κατέστρεφε και τους δύο αντιπάλους αλλά ενδεχομένως και όλο τον πλανήτη δεν είχε πολιτικό νόημα και είναι πολιτικά και στρατηγικά παντελώς ανορθολογικός για όλους. Αυτονόητα, λοιπόν, τα μέσα υποτάσσονται στους πολιτικούς σκοπούς με αποκλεισμό κάθε περίπτωσης χρήσης πυρηνικής ισχύος.
Δεύτερο, είναι γεγονός πως στο παρελθόν τα πυρηνικά κράτη ποτέ δεν θέλησαν να «νομιμοποιήσουν» την χρήση πυρηνικής ισχύος με άνοιγμα, όπως συχνά λέγεται, του «πυρηνικού φρενοκομείου».
Αναφέρεται, επιπλέον, ότι τα επιχειρήματα περί μη διασποράς των πυρηνικών όπλων και οι σχετικές Συνθήκες στηρίζονται στις θέσεις
1) πως είναι ένας τομέας που απαιτεί μεγάλη υπευθυνότητα και κυρίως αυτοσυγκράτηση,
2) πως είναι άγνωστες οι συνέπειες αν υπάρξει κλιμάκωση των συγκρούσεων,
3) πως είναι αδιανόητο μια πυρηνική δύναμη να ασκήσει μια τόσο δυσανάλογη βία επί ενός λιγότερο ισχυρού κράτους (παρά το γεγονός καμιά ρητή δέσμευση γι’ αυτό δεν υπάρχει), και
4) πως σε κάθε περίπτωση τα μη πυρηνικά κράτη θα πρέπει να είναι υπομονετικά και να προσβλέπουν σε κάποιου είδους μελλοντικό σταδιακό αφοπλισμό. Το τελευταίο ζήτημα, πάντως, τίθεται διαφορετικά λόγω τεχνολογίας που μελλοντικά ευνοεί την κατασκευή όπλων, όχι μόνο από κράτη αλλά και αθέατα από ιδιώτες όπως οι τρομοκράτες.
Διόλου τυχαία, πάντως, όσοι μελετούν με σοβαρότητα τα ζητήματα της πυρηνικής ισχύος και της τεχνολογίας υπενθυμίζουν ότι εκκρεμούν σημαντικές συμφωνίες διεθνούς διακυβέρνησης των κοινών κινδύνων που υποβόσκουν. Αφορούν την επιβίωση των πυρηνικών κρατών αλλά και του πλανήτη ολόκληρου που δύσκολα μπορεί να κατανοηθεί η έστω υπαινικτική απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων.
Ο πυρηνικός αφοπλισμός δεν πρέπει να αναμένεται στο εγγύς μέλλον. Οι λόγοι θα μπορούσαν να είναι κατά κύριο λόγο οι εξής:
Πρώτο, η τάση είναι προς τη διασπορά των πυρηνικών κρατών και όχι προς περιορισμό τους.
Δεύτερο, η υπερβολική και καταχρηστική χρήση ισχύος από τα πυρηνικά κράτη κάνει πολλές κοινωνίες και τους ηγέτες τους να σκέφτονται πως ο «εξισωτής ισχύος», όπως ονόμαζε το στρατηγός Ντε Γκολ την πυρηνική ισχύ, είναι το μόνο μέσο να προστατέψουν την κυριαρχία τους από τις ισχυρότερες δυνάμεις.
Βασικά, δεν είναι λίγοι αυτοί που παρατήρησαν πως οι μακρόχρονες επιπτώσεις από την υπερβολική, καταχρηστική και βάναυση χρήση ισχύος με επεμβάσεις μετά το 1990 είχε ακριβώς ως αποτέλεσμα να οικοδομηθούν «ανομολόγητες σκέψεις» αυτού του είδους. Για παράδειγμα, όπως μερικοί υπενθυμίζουν, πόσοι θα αμφισβητήσουν το γεγονός πως αν η Σερβία ή άλλα κράτη που έγιναν αντικείμενο επεμβάσεων Μεταψυχροπολεμικά, «είχε προλάβει να αποκτήσουν πυρηνικό όπλο δεν θα είχαν συρρικνωθεί εδαφικά ή και κατεδαφιστεί».
Ασφαλώς, αν οδηγός είναι η ιστορική πείρα ως προς αυτό το ζήτημα, κάθε κράτος το οποίο θα μετέτρεπε τέτοιες σκέψεις σε πράξεις θα πρέπει να είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει αφόρητες πιέσεις ή ακόμη και πολεμική επίθεση. Για να το θέσω διαφορετικά, με κριτήριο τις στάσεις-παραδοχές των υπερδυνάμεων για το θέμα αυτό, η απόσταση μεταξύ σκέψης και πράξης είναι τεράστια. Ταυτόχρονα, βέβαια, ένα ίσως αναπάντητο ερώτημα είναι το εξής: Επειδή κάθε στρατηγική απόφαση αλλά πολύ περισσότερο η χρήση πυρηνικής ισχύος απαιτεί πολιτικό και στρατηγικό ορθολογισμό όπως ορίστηκε πιο πάνω, είναι όλα τα κράτη —για παράδειγμα όταν κυριαρχεί η Θεοκρατία ή ιδεολογίες παγκόσμιας επικράτησης— ορθολογιστικά;
Τρίτο, η συζήτηση για το θέμα της διασποράς, όμως, θα μπορούσε να ιδωθεί σε μακρόχρονη βάση και με όρους της Κονδύλειας πολιτικής ανάλυσης. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Κονδύλης, δεν πρέπει να αναμένεται συνεπής και πλήρης πυρηνικός αφοπλισμός στο μέλλον, για λόγους που αφορούν τις φιλοσοφικές και πολιτικές αντιφάσεις που σχετίζονται με τις μέχρι τώρα επιλογές των πυρηνικών δυνάμεων. Καταρχήν, παρατηρεί πως η απαίτηση των ΗΠΑ και άλλων να μη αποκτήσουν πυρηνικά άλλα κράτη στηρίζεται σε αξιώσεις ισχύος χωρίς στέρεη ηθική και λογική βάση που δυνατό να μη συνεχίσουν να έχουν το ίδιο αποτρεπτικό αποτέλεσμα όπως στο παρελθόν. Ούτε λογικό ούτε ηθικό είναι, συνεχίζει, να αρνείσαι σε άλλους ένα δικαίωμα που επιφυλάσσεις αυτονόητα στον εαυτό σου αφού όλοι διακηρύττουν εκ γενετής τη ίδια αξιοπρέπεια και όλοι μετέχουν εξ ίσου του ορθού λόγου.
Τέταρτο, η διασπορά των πυρηνικών όπλων εξαρτάται από πολλούς αστάθμητους παράγοντες. Ένα κράτος Α, για παράδειγμα, δυνατό να προχωρήσει στην κατασκευή πυρηνικών όπλων επειδή κάποιος γείτονάς του, το κράτος Β, το ίδιο κάνει (όπως έγινε στη περίπτωση του Πακιστάν και της Ινδίας). Τα βήματα προς αυτή τη κατεύθυνση του κράτους Α, εξάλλου, δυνατό να μη στηρίζονται σε συγκεκριμένες ενέργειες του κράτους Β αλλά σε λιγότερο ή περισσότερο βάσιμες πληροφορίες ή υποψίες πως κάτι τέτοιο συμβαίνει. Τι θα έκανε η Ελλάδα, για παράδειγμα, αν η Τουρκία επιχειρούσε να αποκτήσει πυρηνικά όπλα; Αν και σε υποθετικά ερωτήματα που αφορούν το μέλλον είναι καλύτερα να μην απαντούμε, ένα είναι σίγουρο: Για την Ελλάδα και για άλλα κράτη της περιοχής θα αποτελέσει μια επικίνδυνη εξέλιξη.
Πέμπτο, κανένα πυρηνικό κράτος που κατέκτησε αυτή τη θέση στην ιεραρχία ισχύος δεν πρέπει να αναμένεται να την εγκαταλείψει. Αυτό έγινε φανερό ακόμη και με τη Γαλλία, όταν τη δεκαετία του 1990 ουσιαστικά εγκατέλειψε τα σχέδια για ουσιαστική ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας προκειμένου να γίνει δεκτή ως πυρηνικό κράτος ισότιμο των μεγάλων δυνάμεων 1995. Όπως το έθεσε ο Γάλλος πρωθυπουργός το 1997,
«το πυρηνικό μας αποτρεπτικό δεν δημιουργήθηκε σε αναφορά μόνο με τον ψυχρό πόλεμο. […] Σ’ έναν κόσμο ο οποίος ακόμη κυριαρχείται από το παιχνίδι της ισορροπίας ισχύος η Γαλλία, η πυρηνική δύναμη της Γαλλίας, είναι ένα από τα μέσα που της επιτρέπουν να διατηρεί τα περιθώρια ελευθερίας κινήσεων και ελεύθερης εκτίμησης της διεθνούς πολιτικής […]. Τυγχάνει για πρώτη φορά στην ιστορία της Γαλλίας κανείς να μην απειλείται άμεσα στρατιωτικά. Είναι εν τούτοις απαγορευτικό για μας να παραμελήσουμε τις στρατιωτικές ικανότητές μας, πρώτον, επειδή η ιστορική πείρα διδάσκει προνοητικότητα και προσεκτικότητα σε κινδύνους, και, δεύτερον, επειδή μια μελλοντική μεγάλη απειλή δεν μπορεί να αποκλειστεί τελεσίδικα· επιπλέον επειδή η Γαλλία δεν έχει την πολυτέλεια ή τη θέληση να αποσυρθεί από τον κόσμο. Δεν σκοπεύει επίσης να εγκαταλείψει την κλίση να είναι μια παγκόσμια δύναμη ούτε να σταματήσει να ασκεί διεθνή επιρροή. […] Αντίθετα, σκοπεύει να συμμετέχει στη διαμόρφωση των παγκόσμιων ισορροπιών» (Lionel Jospin 1997, σ. 4, 5,7)
Ο πυρηνικός αφοπλισμός όμως δυσχεραίνεται και για ένα ακόμη λόγο:
Κονδύλης: «Η παραίτηση των σημερινών ατομικών δυνάμεων από αυτό τους το πλεονέκτημα θα συνεπαγόταν τον κίνδυνο να καταστούν αργότερα αιχμάλωτες ενός ατομικού εκβιασμού εκ μέρους Δυνάμεων με πολύ μικρότερο στρατιωτικό και οικονομικό δυναμικό. Ήδη, γι’ αυτό το λόγο, δεν μπορεί να αναμένεται συνεπής και πλήρης πυρηνικός αφοπλισμός στο μέλλον».
Θα μπορούσε να προστεθεί πως η απόκτηση πυρηνικών όπλων από άτομα ή ομάδες που δεν ανήκουν σε κάποιο κυρίαρχο κράτος εξοβελίζει τη συζήτηση στο επίπεδο της φαντασίας. Συναφώς, θα μπορούσαν να γίνουν δύο ακόμη επισημάνσεις:
α) Αν η συζήτηση περί «ορθολογισμού» και «δικαιώματος» μεταφερθεί πλέον όχι στις σχέσεις ΗΠΑ – Γαλλίας ή ΗΠΑ – Ισραήλ αλλά στο επίπεδο λαών που εξ αντικειμένου δεν δέχονται τις εκλογικεύσεις περί «ορθού λόγου» η απόκτηση πυρηνικών όπλων θα γίνει ακόμη πιο ασυγκράτητη.
β) Η απόκτηση πυρηνικών όπλων από άτομα χωρίς κοινωνία αναφοράς διαταράσσει εκ θεμελίων τα μέχρι τις μέρες μας δεδομένα των στρατηγικών αναλύσεων όπου υπήρχε μια λίγο πολύ στέρεη σύγκλιση απόψεων για τη σχέση της πυρηνικής ισχύος με το πολιτικό σκοπό.
Είναι γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο που δύσκολα μπορεί να κατανοηθεί ο λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ δεν προσηλώνονται στην μη χρήση με παράλληλες ενέργειες που αποσοβούσαν την απόκτηση πυρηνικών όπλων από άτομα χωρίς κοινωνία αναφοράς.
Έκτο, η απόκτηση πυρηνικών όπλων από δύο συγκεκριμένα κράτη τίθεται με ένα ιδιόμορφο τρόπο. Όπως συχνά επισημαίνεται, η Γερμανία και η Ιαπωνία, έχουν την τεχνολογική ικανότητα για την σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα απόκτηση πυρηνικής ισχύος. Αναμφίβολα, συμβατικά αμφότερα τα κράτη δεσμεύονται να μην κατασκευάσουν πυρηνικά όπλα. Όμως, υπογράμμισε ο Kenneth Waltz σε μια πολυσυζητημένη ανάλυσή του (1993), κατά πόσο θα ισχύσει αυτό στο μέλλον συναρτάται με πολλούς παράγοντες και κυρίως από το εάν και πως θα τα απειλήσει κάποιος με πυρηνικά όπλα. Δεδομένης της ισχυρής τους θέσης στο διεθνές οικονομικό πεδίο που ελάχιστα διαφέρει από τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις, τυχόν εκτόξευση απειλής εναντίον τους δυνατό να τα οδηγήσει σε αποφάσεις προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.
Στην περίπτωση ενός τέτοιου ενδεχόμενου, οι ανακατανομές ισχύος, ρόλων και συμπεριφορών —σε αυτή την περίπτωση αλλά και κάθε άλλο ανάλογη και αντίστοιχη— σε σύγκριση με στάσεις και αποφάσεις άλλων περιπτώσεων του παρελθόντος, θα είναι ενδεχομένως πολύ διαφορετικές. Ανακατανομές αυτής της μορφής δυνατό να αλλάξουν τις παραστάσεις άνισης ισχύος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, να αλλάξουν εκ βάθρων το πολιτικό σκηνικό στην δυτική Ευρώπη, και να εκκολάψουν διλήμματα ασφαλείας τις συνέπειες των οποίων δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί.
Ο αναγνώστης θα μπορούσε να αντιληφθεί τι σημαίνει αυτό αν μελετήσει τις στάσεις της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ιταλίας κατά τη διάρκεια της φάσης της Γερμανικής επανένωσης (ζήτημα που εξετάστηκε εξαντλητικά σε δημοσιευμένα βιβλία). Προστίθεται ότι ανακατανομές ισχύος σε αναφορά με την Γερμανία και την Ιαπωνία δεν συναρτώνται μόνο με εξελίξεις των δικών τους κοινωνιών αλλά και με την εξέλιξη της ισχύος ή την απόκτηση πυρηνικών όπλων άλλων κρατών που μελλοντικά θα μπορούσαν να θίξουν τα ιαπωνικά και γερμανικά ζωτικά συμφέροντα. Κατά συνέπεια, η εξέλιξη του προβλήματος του πολέμου και δη του πυρηνικού συναρτάται με πλήθος παραγόντων που σχετίζονται με την ποικιλομορφία των πολιτικών υποκειμένων στο κατώφλι του 21ου αιώνα και την άνιση ανάπτυξή τους.
Τέλος, όσον αφορά την σταδιακή αποδυνάμωση ή και ουσιαστικά εγκατάλειψη της συμφωνίας για την απαγόρευση των αντιβαλλιστικών πυραύλων εκ μέρους των ΗΠΑ και άλλων κρατών, θα μπορούσαν να γίνουν δύο κρίσιμες επισημάνσεις:
α) Η πλήρης εγκατάλειψη της Συνθήκης αντιβαλλιστικών πυραύλων του 1972 δυνατό να οδηγήσει σε έντονο εξοπλιστικό ανταγωνισμό που θα συμπεριλαμβάνει νυν ή μελλοντικές «μικρότερες» πυρηνικές δυνάμεις των οποίων τα πυρηνικά τους όπλα θα «αχρηστευθούν» εάν ισχυρότερα κράτη διαθέτουν «αντιπυραυλικές ασπίδες».
β) Μια πιθανή μελλοντική «στεγανή» πυρηνική ασπίδα από οποιοδήποτε κράτος, δεν θα ακύρωνε τους κινδύνους εάν όπως ήδη υπαινιχθήκαμε η τεχνολογία θα επιτρέψει ακόμη και σε ιδιώτες να κατασκευαστούν πυρηνικά όπλα που θα μεταφέρονταν μέσα σε «πυρηνικές βαλίτσες» ή συμβατικά πολεμικά μέσα τεχνολογικά εξελιγμένα, αθέατα και άτρωτα. Ως προς αυτό και άλλα ζητήματα, το ζήτημα μιας πολιτικά και στρατηγικά προσανατολισμένης διεθνούς διακυβέρνησης κοινών κινδύνων είναι εξ αντικειμένου κύριο ζήτημα του μέλλοντος.
Για να το θέσουμε διαφορετικά, η πυρηνική απειλή από άτομα ή ομάδες χωρίς κοινωνία αναφοράς και χωρίς «ορθολογιστικά» κριτήρια κοινωνικά προσδιορισμένα είναι ένας ακόμη λόγος που συνηγορεί υπέρ του διεθνούς συμφέροντος επιβίωσης τόσο του συστήματος κρατών όσο και των μεγάλων δυνάμεων που δεν είναι πλέον άτρωτες λόγω τεχνολογίας. Αυτό δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα άλλο (!) παρά μόνο τα εξής:
Πρώτο, αντιμετώπιση των προβλημάτων άνισης ανάπτυξης που σε πολύ μεγάλο βαθμό, μεταξύ άλλων, ευθύνονται για την ανάδειξη διεθνικών ανωμαλιών όπως η τρομοκρατία.
Δεύτερο, προσπάθεια επίλυσης των περιφερειακών διενέξεων με προσεγγίσεις που δεν επαναλαμβάνουν τις στρατηγικές του παρελθόντος. Σ’ αυτό θα πρόσθετα πως ακόμη και αν οι μεγάλες δυνάμεις έχουν συμφέρον επιβίωσης να εξομαλυνθεί το πρόβλημα της άνισης ανάπτυξης και των περιφερειακών διενέξεων.
Τρίτο, ο κυριότερος τρόπος αντιμετώπισης των διεθνικών φαινομένων συμπεριλαμβανομένης και της τρομοκρατίας σημαίνει ενίσχυση της κυριαρχίας όλων των κρατών και εμπέδωση-σεβασμό των αρχών της διακρατικής ισοτιμίας και της μη επέμβασης στο διεθνές σύστημα. Συλλογική συνεργασία αυτού του είδους είναι ακόμη πιο σημαντική αν αφορά ζητήματα όπως ο πυρηνικός αφοπλισμός ή η διασπορά πυρηνικών όπλων σε «διεθνικές ομάδες» όπως για παράδειγμα μια τρομοκρατική ομάδα.
Για να το θέσω διαφορετικά, σχεδόν από όλες τις οπτικές γωνίες η εθνική-κρατική κυριαρχία αναδεικνύεται ο σημαντικότερος παράγοντας του διεθνούς συστήματος. Η αντιμετώπιση των αιτιών πολέμου περνά μέσα από την ενίσχυση των κρατών, την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως προβλημάτων άνισης ανάπτυξης και την τήρηση των αρχών της διακρατικής ισοτιμίας και της μη επέμβασης.
Τα πιο πάνω εξ αντικειμένου με εξ αντικειμένου λογικό τρόπο θίγουν ένα από τα μεγάλα ζητήματα του μέλλοντος. Τόσο ο πόλεμος της Ουκρανίας όσο και της Μέσης Ανατολής που κορυφώθηκε με τον πόλεμο Ισραήλ-Ιράν καταμαρτυρούν τα μεγάλα ελλείμματα πολιτικού, νομικού, θεσμικού και στρατηγικού ορθολογισμού του Μεταψυχροπολεμικού διεθνούς συστήματος. Το ζήτημα αυτό είναι κύριο ζήτημα σε πολλά βιβλία μας και εκτενέστερα στο τελευταίο «Το Εθνοκρατοκεντρικό διεθνές σύστημα τον 21ο αιώνα» (Εκδόσεις Ποιότητα). Για να το πούμε διαφορετικά, εν μέσω κεκτημένης ταχύτητας ιδεολογημάτων που ακολούθησαν τις παρωχημένες ιδεολογίες του Ψυχρού Πολέμου, τα κράτη και ιδιαίτερα τα ισχυρότερα δεν προσανατολίστηκαν ορθολογιστικά με όρους εθνοκρατοκεντρικού ορθολογισμού.