Μία από τις φράσεις που χαρακτηρίζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις – και όχι μόνο αυτές σε όλο τον κόσμο – είναι το casus belli, που προέρχεται από τα Λατινικά και σημαίνει «αφορμή πολέμου».
Συγκεκριμένα, ως casus belli θεωρείται μία πράξη ή ένα γεγονός που είτε προκαλεί είτε χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει έναν πόλεμο. Το casus belli περιλαμβάνει άμεσες προσβολές ή απειλές κατά του έθνους που κηρύσσει τον πόλεμο, ενώ ένα casus foederis περιλαμβάνει προσβολές ή απειλές κατά του συμμάχου του – συνήθως ενός που δεσμεύεται από ένα σύμφωνο αμοιβαίας άμυνας. Έτσι, οποιοδήποτε από τα δύο μπορεί να θεωρηθεί πράξη πολέμου. Η κήρυξη πολέμου περιέχει συνήθως μια περιγραφή του casus belli που οδήγησε το εν λόγω μέρος να κηρύξει πόλεμο σε ένα άλλο μέρος.
Από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο έως σήμερα
Ο διπλωματικός όρος «casus belli» άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως στην Ευρώπη τον 17ο και 18ο αιώνα μέσω των συγγραμμάτων των Hugo Grotius (1653), Cornelius van Bynkershoek (1707) και Jean-Jacques Burlamaqui (1732), μεταξύ άλλων, και λόγω της ανάπτυξης του πολιτικού δόγματος του jus ad bellum ή της «θεωρίας του δίκαιου πολέμου». Επί της ουσίας, η φράση «casus belli» χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αιτία του πολέμου που δόθηκε πριν ο όρος τεθεί σε ευρεία χρήση και για να περιγράψει το σκεπτικό της στρατιωτικής δράσης ακόμη και χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου.
Κατά την επίσημη διατύπωση ενός casus belli, μία κυβέρνηση συνήθως εκθέτει τους λόγους για τους οποίους θέλει να πάει σε πόλεμο, τα μέσα που σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για τη διεξαγωγή του πολέμου και τα μέτρα που άλλοι θα μπορούσαν να λάβουν για να την αποτρέψουν από το να πάει σε πόλεμο. Με άλλα λόγια, προσπαθεί να αποδείξει ότι πηγαίνει σε πόλεμο μόνο ως έσχατη λύση ή σχέδιο (ultima ratio) και ότι έχει «δίκαιη αιτία» για να το πράξει.
Πάντως, το σύγχρονο διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει τουλάχιστον τρεις νόμιμες δικαιολογίες για τη διεξαγωγή πολέμου: Την αυτοάμυνα, την υπεράσπιση ενός συμμάχου που απαιτείται από τους όρους μιας συνθήκης και την έγκριση από τα Ηνωμένα Έθνη.
Το «πρόσχημα» είναι ο αντίστοιχος ελληνικός όρος, ο οποίος διαδόθηκε για πρώτη φορά από τον Θουκυδίδη στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου. Τα προσχήματα είναι οι δηλωμένοι λόγοι για τη διεξαγωγή πολέμου, οι οποίοι μπορεί να ταυτίζονται ή να μην ταυτίζονται με τους πραγματικούς λόγους, τους οποίους ο Θουκυδίδης ονόμασε ως «προφάσεις». Ο Θουκυδίδης υποστήριξε ότι οι τρεις πρωταρχικοί πραγματικοί λόγοι για τη διεξαγωγή πολέμου είναι ο εύλογος φόβος, η τιμή και το συμφέρον, ενώ οι δηλωμένοι λόγοι περιλαμβάνουν επικλήσεις στον εθνικισμό ή στην κινδυνολογία σε αντίθεση με τις περιγραφές εύλογων, εμπειρικών αιτιών φόβου.
Τι προβλέπει ο Χάρτης του ΟΗΕ για τον πόλεμο
Οι χώρες χρειάζονται μια δημόσια αιτιολόγηση για να επιτεθούν σε μια άλλη χώρα, τόσο για να κινητοποιήσουν την εσωτερική υποστήριξη για τον πόλεμο όσο και για να κερδίσουν την υποστήριξη των δυνητικών συμμάχων.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Χάρτης του ΟΗΕ απαγορεύει στις χώρες που τον έχουν υπογράψει, να εμπλακούν σε πόλεμο εκτός από τρεις περιπτώσεις: Πρώτον, ως μέσο αυτοάμυνας, δεύτερον, ως μέσο υπεράσπισης ενός συμμάχου όταν το απαιτούν οι συμβατικές υποχρεώσεις και, τρίτον, εάν ο ΟΗΕ ως Σώμα έχει δώσει προηγούμενη έγκριση για την επιχείρηση. Τα Ηνωμένα Έθνη διατηρούν, επίσης, το δικαίωμα να ζητήσουν από τις χώρες-μέλη να επέμβουν εναντίον χωρών που δεν έχουν υπογράψει τον Χάρτη του ΟΗΕ και οι οποίες αρχίζουν επιθετικούς πολέμους.
Το casus belli στις ελληνοτουρκικές σχέσεις
Ως αντίδραση προς τη νόμιμη δήλωση της Ελλάδας κατά την κύρωση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (Ν. 2321/1995) ότι επιφυλάσσεται να ασκήσει σε οιοδήποτε χρόνο το δικαίωμά της να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ν.μ.,η Τουρκία απειλεί με πόλεμο σε περίπτωση που η τελευταία επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της πέραν των 6 ν.μ. στο Αιγαίο.
Η συμπεριφορά αυτή της Τουρκίας, όπως επισημαίνει το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας, παραβιάζει κατάφωρα θεμελιώδεις Αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών περί απαγόρευσης χρήσης ή απειλής χρήσης βίας (άρθρο 2, παρ. 4), περί ειρηνικής επίλυσης (άρθρο 2, παρ. 3) και περί καλής γειτονίας και ειρηνικής συνύπαρξης (Προοίμιο). Παράλληλα, δυναμιτίζει τη συμμαχική σχέση που οφείλουν να έχουν κράτη που μετέχουν στην ίδια Συμμαχία και αντίκειται στις βασικές Αρχές, στις οποίες στηρίζεται το ΝΑΤΟ (άρθρα 1 και 2 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου).
Η άρση του casus belli έχει συμπεριληφθεί μεταξύ των βασικών κριτηρίων για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., στο πλαίσιο της υποχρέωσής της για πλήρη σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και της καλής γειτονίας που αποτελεί θεμέλια Αρχή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι αυτονόητο ότι ένα υποψήφιο προς ένταξη κράτος δεν είναι δυνατόν να απειλεί με πόλεμο άλλο κράτος και πολύ περισσότερο ένα μέλος της ΕΕ και μελλοντικό εταίρο.
Αποτελεί, επίσης, αναγκαία προϋπόθεση για την ουσιαστική βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και τη μείωση της έντασης. Είναι προφανές ότι οι προσπάθειες εξομάλυνσης των σημείων τριβής και ειρηνικής επίλυσης των διαφορών δεν μπορούν να ευοδωθούν υπό το κράτος απειλής πολέμου.