Μεταβαίνοντας στην Ουάσινγκτον για την έναρξη του νέου προγράμματος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR), πέρασα μεγάλο μέρος της προηγούμενης εβδομάδας κάνοντας δύο πράγματα: μιλώντας με αξιωματούχους του Λευκού Οίκου, του υπουργείου Αμυνας και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την κατάσταση ανά τον κόσμο και εξετάζοντας τα αποτελέσματα της τελευταίας παγκόσμιας δημοσκόπησης της κοινής γνώμης του ECFR.
Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο είναι ότι, παρά την επιτυχία της Αμερικής να ενώσει τους συμμάχους κατά της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις καταπατήσεις της Κίνας στον Ινδο-Ειρηνικό, οι αμερικανοί αξιωματούχοι παραμένουν βαθιά αβέβαιοι για την εξελισσόμενη διεθνή κατάσταση. Οταν ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν διέταξε την εισβολή στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έσπευσε να την καταγγείλει ως επίθεση στη διεθνή τάξη πραγμάτων, που βασίζεται σε κανόνες. Κατέβαλε προσπάθειες για να κινητοποιήσει τις δημοκρατίες του κόσμου ενάντια στις ρεβιζιονιστικές απολυταρχίες και η κυβέρνησή του είναι τώρα δικαιολογημένα περήφανη για την πρόοδο που σημειώθηκε στην οικοδόμηση νέων δεσμών μεταξύ των συμμάχων του στον Ατλαντικό και εκείνων στον Ινδο-Ειρηνικό. Η Ιαπωνία, η Αυστραλία και η Νότια Κορέα συνέβαλαν ουσιαστικά στην ουκρανική πολεμική προσπάθεια, με την τελευταία να προμηθεύει το Κίεβο με τόσα πυρομαχικά που αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου άρχισαν να μιλούν για «αντεπίθεση της Νότιας Κορέας» στην ανατολική Ουκρανία.
Εν τω μεταξύ, οι ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ έχουν εμπλακεί περισσότερο στον Ινδο-Ειρηνικό και στην υπόθεση της Ταϊβάν. Οι ΗΠΑ έχουν ουσιαστικά τετραγωνίσει τον κύκλο όσον αφορά τη συνέχιση της υποστήριξης προς την Ουκρανία, ενώ ενισχύουν τις συμμαχίες τους στην Ασία. Το αποτέλεσμα ταιριάζει πολύ με το ευρύτερο όραμα του Μπάιντεν για τον κόσμο: ένα ενωμένο μπλοκ δημοκρατιών αντιμετωπίζει τη Ρωσία και την Κίνα. Αλλά τώρα αυτό το όραμα αμφισβητείται σε δύο μέτωπα.
Καταρχάς, η σύγκρουση στο Ισραήλ και στη Γάζα θέτει υπό αμφισβήτηση την εξαιρετική φύση του πολέμου στην Ουκρανία. Με πολλούς στον Παγκόσμιο Νότο (και στη Δύση) να υποστηρίζουν ήδη ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι μόνο μία από τις πολλές συρράξεις σε όλον τον κόσμο, οι αμερικανοί αξιωματούχοι ανησυχούν για τον νέο ανταγωνισμό για πολιτική επιρροή και όπλα. Αυτή η ανησυχία μόνο θα αυξηθεί εάν η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή κλιμακωθεί ή, το πιο δυσοίωνο, εμπνεύσει ένα μεγάλο τρομοκρατικό επεισόδιο στις ΗΠΑ. Ενώ η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία συσπείρωσε τη Δύση, οι εξωτερικές και εσωτερικές διαιρέσεις σχετικά με το ισραηλινοπαλαιστινιακό ζήτημα απειλούν να τη διαλύσουν.
Δεύτερον, η δημοσκόπησή μας με 25.000 άτομα σε 21 χώρες δείχνει ότι οι περισσότεροι ερωτηθέντες απορρίπτουν το βασικό πλαίσιο του Μπάιντεν, σύμφωνα με το οποίο θα πρέπει να αναγκαστούν να επιλέξουν πλευρές σε έναν κόσμο διαιρεμένο μεταξύ δημοκρατιών και απολυταρχιών. Αντιθέτως, οι περισσότεροι στις περισσότερες χώρες πιστεύουν ότι ζούμε σε έναν «α λα καρτ κόσμο». Αν και πολλοί άνθρωποι έλκονται από τις δημοκρατικές αξίες της Δύσης, προτιμούν να επιλέγουν στοιχεία από διαφορετικά συστήματα παρά να μιμούνται ή να ευθυγραμμίζονται πλήρως με ένα συγκεκριμένο μοντέλο. Το αποτέλεσμα είναι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο να θαυμάζουν την ευρωπαϊκή ήπια ισχύ και να εκτιμούν τις εγγυήσεις ασφαλείας των ΗΠΑ, αλλά βλέπουν την Κίνα ως τον πιο ελκυστικό οικονομικό εταίρο. Ενώ οι περισσότεροι ερωτηθέντες θα εξακολουθούσαν να επέλεγαν τις ΗΠΑ αντί της Κίνας εάν υποχρεούνταν, πολύ λίγοι πιστεύουν ότι αντιμετωπίζουν μια τέτοια επιλογή. Οπότε, οι περισσότεροι θαυμάζουν τις Δυτικές αξίες για τις οποίες αγωνίζεται η Ουκρανία, αλλά δεν συμμερίζονται τους πολεμικούς στόχους της Δύσης. Αντιθέτως, θέλουν η σύρραξη να τερματιστεί το συντομότερο δυνατό, ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται την ήττα της Ουκρανίας.
Ισως ακόμη πιο ανησυχητικά για την κυβέρνηση Μπάιντεν, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι θα προτιμούσαν να παραμείνουν ουδέτεροι σε περίπτωση πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για την Ταϊβάν. Πολλοί στη Δύση υποθέτουν ότι οι χώρες που έχουν ωφεληθεί από την παγκόσμια τάξη πραγμάτων, που βασίζεται σε κανόνες, θα ήθελαν να συμπαραταχθούν μαζί τους για να την υπερασπιστούν. Αλλά οι Ινδονήσιοι και οι Νοτιοαφρικανοί του κόσμου βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Σε τελική ανάλυση, πολλές κυβερνήσεις θα καλωσόριζαν την αποσύνθεση των πολυμερών θεσμών στους οποίους δεν είχαν επαρκή εκπροσώπηση και απολαμβάνουν να καλοπιάνονται από μεγάλες δυνάμεις, αντί να θεωρούνται πάντα δεδομένες.
Σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι θέλουν επιλογές, οι μεγαλύτερες ρεβιζιονιστικές δυνάμεις, η Ρωσία και η Κίνα, δεν χρειάζεται στην πραγματικότητα να είναι τόσο ελκυστικές όσο οι παραδοσιακές δυνάμεις για να αποτελούν μια εναλλακτική επιλογή. Φυσικά, πολλοί από τους πολιτικούς των ΗΠΑ με τους οποίους συναντήθηκα εξακολουθούν να αμφισβητούν τη σημασία του Παγκόσμιου Νότου, ειδικά τώρα που η Αμερική έχει ενισχύσει τους δεσμούς μεταξύ των προηγμένων δημοκρατιών, ιδιαίτερα από στρατιωτική άποψη.
Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλές χώρες στον Παγκόσμιο Νότο καθίστανται πιο σημαντικές από δημογραφική, οικονομική και στρατιωτική άποψη. Αν δεν έχει σημασία ότι δεν αισθάνονται την ανάγκη να επιλέξουν μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, αρκετά σύντομα θα έχει. Ενώ οι ΗΠΑ βλέπουν τους φίλους και τους συμμάχους τους ως συντρόφους σε έναν γάμο, πολλοί από αυτούς τους συμμάχους πιστεύουν ότι ζουν σε έναν πολυερωτικό κόσμο, όπου μπορεί κανείς να αλλάζει τακτικά συντρόφους ανάλογα με την περίσταση.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ μπορεί να είναι συνηθισμένοι σε αυτό από την Ινδία, αλλά τι λένε για το Ισραήλ, που διαλύει τον αρραβώνα, ή τη Σαουδική Αραβία, που προβαίνει σε ανοίγματα προς την Κίνα και τη Ρωσία; Στο κρίσιμο ζήτημα της Ταϊβάν, ακόμη και οι Ευρωπαίοι θέλουν να κρατήσουν ανοιχτές τις επιλογές τους.
Ο Marc Leonard είναι διευθυντής του European Council on Foreign Relations και συγγραφέας του βιβλίου «The Age of Unpeace: How Connectivity Causes Conflict» (Bantam Press, 2021). Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate.