Στην πρεμιέρα της “Νέκυιας”, ο κόσμος που έδωσε το παρών στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση παρακολούθησε σιωπηλός επί 60 λεπτά, μέσα σε συνθήκες αρκετά σκοτεινές. Παρ’ όλα αυτά, μπορούσες να αισθανθείς την προσήλωση, μα και τον ηλεκτρισμό που δημιουργήθηκε μεταξύ πλατείας και σκηνής. Έτσι, το κύμα επευφημιών στο φινάλε κρίνεται ως μάλλον αναμενόμενο. Αρκετοί, μάλιστα, χειροκρότησαν όρθιοι τον Γιάννη Αγγελάκα, την Όλια Λαζαρίδου και τους λοιπούς συντελεστές, παρέχοντας μια χειροπιαστή ένδειξη για το πόσο τους άγγιξε εκείνο που είδαν κι άκουσαν.
Θεωρείται δεδομένη η σχέση μας, ως Ελλήνων, με τα έπη του Ομήρου –εδώ αποτελούν παγκόσμιο κτήμα, χαίροντας εκτίμησης μέσα στους αιώνες, δεν θα είχαν περίοπτη θέση στο δικό μας γίγνεσθαι; Αυτή, όμως, είναι μια επιφανειακή και δυστυχώς λανθασμένη ανάγνωση. Ο ίδιος ο Αγγελάκας, μάλιστα, έχει μιλήσει για το πόσο αργά τα ανακάλυψε στη ζωή του, ύστερα από προτροπή της Λαζαρίδου, επιρρίπτοντας ευθύνες στη μέση εκπαίδευση, η οποία θαμπώνει τα συγκεκριμένα κείμενα, αντί να τα αναδεικνύει.
Το θέτω από την αρχή το ζήτημα, διότι δεν είναι φιλολογικό ή ακαδημαϊκό: έχει σημασία με τι παραστάσεις πας να δεις τη “Νέκυια” στη Στέγη, γιατί η σχέση που διατηρεί καθείς με την “Οδύσσεια” επηρεάζει και τις προσδοκίες του, όπως, πιθανότατα, και τη γνώμη του για το αποτέλεσμα. Αλλιώς πορεύεσαι, δηλαδή, αν θέλεις βασικά να δεις τι καινούριο σκάρωσε ο Αγγελάκας –δίχως να πολυγνωρίζεις/πολυθυμάσαι περί ομηρικών ραψωδιών και “Νέκυιας”– κι αλλιώς αν παρακινείσαι από την αγάπη σου για το κείμενο, παρακολουθώντας, παράλληλα, από κάποια απόσταση τη δράση του Θεσσαλονικιού καλλιτέχνη, στα 20 και βάλε χρόνια που μας χωρίζουν από τη διάλυση των Τρύπες (2001).
Προσωπικά, ας πούμε, ανήκω στη δεύτερη κατηγορία: είμαι αέναα γοητευμένος από την “Ιλιάδα” και την “Οδύσσεια”, που τείνω να ξαναδιαβάζω κάθε 5 περίπου χρόνια, ενώ ακολούθησα με ενθουσιασμό τους Τρύπες μέχρι το τέλος, μα δεν γοητεύτηκα εξίσου από τη σόλο πορεία του ηγέτη τους. Η δε “Νέκυια” είναι σαφώς μία λατρεμένη ραψωδία –ίσως η πιο αγαπημένη μου της “Οδύσσειας”. Και γι’ αυτό έχει, νομίζω, σημασία ότι η παράσταση κατόρθωσε να ξαναζωντανέψει τις οικείες λέξεις, καθηλώνοντάς με στη θέση μου σε ουκ ολίγα σημεία, παρότι γνώριζα και τι θα ειπωθεί, αλλά και πώς θα εξελιχθεί η κατάβαση του πολυμήχανου Οδυσσέα στον Άδη.
Μία ακόμα ξεκάθαρη επιτυχία της “Νέκυιας” είναι ότι σε γραπώνει ήδη από την εκκίνηση, όταν καταλαβαίνεις, βασικά, ότι η κάθοδος στον Άδη έχει ήδη αρχίσει, ενόσω οι θεατές βολεύονταν στις θέσεις τους συζητώντας με την παρέα τους: ο επίμονος βόμβος που ακουγόταν ως φόντο όσο ολοκληρωνόταν η προσέλευση στην κεντρική αίθουσα της Στέγης, δηλαδή, αποτελούσε τμήμα του ηχητικού σχεδιασμού της παράστασης, με αποτέλεσμα να επιβληθεί ολοκληρωτικά, μόλις τα φώτα έσβησαν κι επικράτησε σιωπή.
Το μόνο που βλέπαμε, για λίγη ώρα, ήταν ένας προβολέας ερχόμενος από τη δεξιά γωνία της σκηνής, να φωτίζει ένα κεφάλι στραμμένο πλάγια: του Νίκου Γιούσεφ, θα καταλαβαίναμε αργότερα, ο οποίος συνόδευσε την αφήγηση παίζοντας μουσικό πριόνι, μαζί με τον Ηλία Μπαγλάνη, που βρισκόταν πιο πέρα, προς το αριστερό άκρο, πάνω από τα πλήκτρα του. Ο τελευταίος, μάλιστα, συνεισέφερε και πρόσθετη μουσική στο κυρίως σώμα που έφτιαξε ο (έχων και τη σύλληψη της παράστασης, μα και τη γενικότερη καλλιτεχνική επιμέλεια) Γιάννης Αγγελάκας, όπως έπραξε και ο Coti K., ο οποίος στεκόταν στα μετόπισθεν, όντας υπεύθυνος για τον ηχητικό σχεδιασμό. Και ύστερα μπήκαμε στα βαθιά· σαν να πλέαμε κι εμείς, νοερά, προς τη χώρα των Κιμμερίων, όπου εντοπιζόταν η είσοδος στο χθόνιο βασίλειο της Περσεφόνης.
Το παιχνίδι με τους προβολείς συνεχίστηκε, ρίχνοντας φως στον Γιάννη Αγγελάκα, ο οποίος άρχισε την αφήγηση γενόμενος Οδυσσέας, που αφήνει πίσω την Αιαία και φτάνει στον Άδη, ακολουθώντας τις οδηγίες της Κίρκης για το πώς θα μπορέσει να μιλήσει με την ψυχή του θρυλικού μάντη Τειρεσία, ώστε να μάθει τι τον περιμένει στο ατέλειωτο ταξίδι προς την Ιθάκη. Κατόπιν είδαμε και την Όλια Λαζαρίδου καθισμένη δίπλα του, ενώ πιο μετά, όταν ο Οδυσσέας πρωτοσυναντά τις ψυχές των νεκρών, παρουσιάστηκαν πίσω δεξιά η Γιώτα Κολιούση, η Ειρήνη Κολιούση, η Νεφέλη Μπραβάκη και η Μυρτώ Σταυρακίδου-Ζάχου: φιγούρες απόκοσμες, οι οποίες επιδόθηκαν σε εντυπωσιακούς αλαλαγμούς και σε φωνητικά που ενίσχυσαν την αίσθηση ότι βρισκόμασταν, όντως, στον Κάτω Κόσμο.
Η φωτιστική εγκατάσταση, επομένως, έπαιξε καίριο ρόλο στη σκηνοθετική ματιά του Χρήστου Παπαδόπουλου. Ο οποίος, με λιτά μέσα, πραγμάτωσε το διακηρυγμένο όνειρο του Αγγελάκα για μια υποβλητική αφήγηση της “Οδύσσειας”, δίνοντας, παράλληλα, σάρκα και οστά στις υποσχέσεις για ένα θέαμα που δεν θα ήταν, τελικά, ούτε συναυλία, ούτε θεατρική παράσταση, αλλά “ηχοτροπική κατάσταση”.
Στιγμές πλήρους συσκότισης, φωτισμοί συγκεκριμένοι και παλλόμενοι, αυξομειώσεις στις ηχητικές δυναμικές, συν την πειραματική μουσική, που μπλεκόταν αξεδιάλυτα με το sound design, δημιούργησαν ένα σύνολο πολύ λειτουργικό. Ο Παπαδόπουλος μας έκανε να νιώσουμε τα βάραθρα του Άδη, ενώ κάπου προς τη μέση μας πέταξε απλά στο κατράμι, να βλέπουμε μια αργή κάθοδο φώτων, η οποία προξενούσε δέος. Μου θύμισε το πρώτο επεισόδιο στα X-Files, όπου αποτυπώθηκε ο ερχομός ενός UFO με τρόπο υπαινικτικό, τον οποίον θα επικροτούσε ο Ζακ Τουρνέρ. Ωστόσο, στο ίδιο και τόσο εντυπωσιακό σημείο ήρθε και το πιο αμφιλεγόμενο στιγμιότυπο, αφού από την άφεγγη σκηνή ακούσαμε τον Αγγελάκα να επαναλαμβάνει μανιασμένα “Τι είναι πάνω, τι είναι κάτω, τι είναι πίσω και μπροστά“.
Φυσικά, γνωρίζαμε εξαρχής ότι, παρά τη μετάφραση του Γιάννη Ψυχουντάκη, η διασκευή στο ομηρικό κείμενο θα ήταν ελεύθερη, συμπεριλαμβάνοντας και πρωτότυπους στίχους, φτιαγμένους από τον Αγγελάκα και την υπεύθυνη για τη δραματουργική επιμέλεια Θεοδώρα Καπράλου. Ωστόσο, τα υπό συζήτηση λόγια ακούστηκαν παράταιρα με τον κόσμο της “Νέκυιας”: έμοιαζαν βγαλμένα από τους δίσκους του Αγγελάκα με τους Επισκέπτες, μην έχοντας αληθή συνάφεια με ό,τι παρακολουθούσαμε. Άλλωστε, κρίνοντας και με τα μάτια του Οδυσσέα, δεν είχαμε στιγμή αμφιβολίας για το τι ήταν πάνω και τι κάτω. Όπως κι εκείνος, όταν τελικά ένιωσε τρόμο ενώ προχωρούσε βαθύτερα, οπότε αποφάσισε να εξέλθει, συνεχίζοντας το ταξίδι του.
Περαιτέρω κριτική, επίσης, χωράει η υφολογική προσέγγιση του Αγγελάκα. Ο οποίος διαθέτει τη χροιά και τους τρόπους ώστε να δομήσει ένα υποβλητικό κλίμα –όπως επιθυμούσε και όπως ταίριαζε και στα δρώμενα– μα του λείπει η πλαστικότητα και η ευελιξία. Είναι ένας συγκεκριμένος τραγουδιστής, αναλόγως κι ένας συγκεκριμένος αφηγητής. Σε σημεία, λοιπόν, όπου χρειαζόταν μεγαλύτερη παλέτα φωνητικών χρωμάτων και υποκριτικής έκφρασης, εκείνος αποτυπωνόταν αμετακίνητα ίδιος, με αποτέλεσμα το κείμενο να του διαφεύγει, όπως διέφευγε και η ψυχή της Αντίκλειας, όταν επιχειρούσε να την αγκαλιάσει ο Οδυσσέας. Η Λαζαρίδου από την άλλη, έχοντας μεγαλύτερη εμπειρία σε τέτοιες σκηνικές απαιτήσεις, φάνηκε πειστικότερη ήδη από την έναρξη, όταν σκιαγράφησε ωραία τον Ελπήνορα.
Είχε βέβαια και ο Αγγελάκας τις καλές του στιγμές, για να είμαστε δίκαιοι απέναντι στο σύνολο της performance του: πέτυχε να αποδώσει τη συγκίνηση του Οδυσσέα στον διάλογο με τη μάνα του, όπως και τη χολωμένη πίκρα του Αγαμέμνονα. Κυρίως, όμως, κατάφερε με την προσέγγισή του να απαλύνει κάπως το διάχυτο σκοτάδι, μεταπλάθοντας την ομηρική ραψωδία σε “μύηση στη ζωή”, για να χρησιμοποιήσω τα δικά του λόγια, όπως καταγράφηκαν σε πρόσφατη, σχετική συνέντευξή του στον Θεοδόση Μίχο.
Εδώ, βέβαια, μπορεί να εκκινήσει ένας καινούριος γύρος ενστάσεων, απ’ όσους δεν βλέπουν τέτοια χροιά στη ραψωδία “λ” της “Οδύσσειας”, προτιμώντας, άρα, μια εντονότερη αίσθηση μαυρίλας. Ίσως να συμφωνώ κι εγώ με κάτι τέτοιο. Πάντως ο Αγγελάκας έχει σκεφτεί καλά την προσέγγισή του, η οποία διακρίνεται από μια φιλοσοφική ενατένιση στον θάνατο, που, τελικά, ενισχύει την εμπειρία της ζωής –και κυρίως το πώς θα πορευτείς σε αυτήν. Είναι δόκιμη η ματιά του, ενισχύθηκε σημαντικά από την αρωγή της Λαζαρίδου, ενώ, στο γενικότερο πλαίσιο μιας διασκευής, προσθέτει στη “Νέκυια”, παρά αφαιρεί.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν εγείρονται και ορισμένες ενστάσεις, άξιζε να πραγματωθεί αυτό το καλλιτεχνικό όραμα πάνω στην “Οδύσσεια”, το οποίο κλωθογύριζε στον νου του Γιάννη Αγγελάκα εδώ και μια δεκαπενταετία. Αν μη τι αλλο έδωσε την ευκαιρία να μας ξανασυγκλονίσει ο Όμηρος, μέσω μιας παράστασης που αφήνει αποτύπωμα. Η οποία, πιο έμμεσα, ανανέωσε και την πίστη στη δημιουργικότητα του Αγγελάκα, ειδικά σε όσους νιώθαμε ότι χρειαζόμασταν κάτι τέτοιο, στο πέρας, πια, της δεκαετίας που οριοθέτησε η “Γελαστή Ανηφόρα”, πίσω στο 2013.